Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

" Από την ελευθερία στην αγάπη "


[...]
Τι είναι ουσιαστικά η ορθόδοξη στάση απέναντι στον Θεό; Είναι αυτή η ασκητική, παραδοσιακή στάση και άσκηση, ως εγρήγορση του ανθρώπου. Θα είσαι όλη την ώρα σε μία εγρήγορση, σε μία στάση δυναμική, ακριβώς για να είσαι προσεκτικός, να είσαι συγκρατημένος. Και όταν δώσει ο Θεός τη Χάρη, αυτή δεν καταργεί την ελευθερία, απλώς τρέφει, βοηθάει τα του ανθρώπου, που βέβαια ο Θεός τα έχει δώσει, και το νού και τις δυνάμεις και όλα. Τις αυξάνει, τις αναπτύσσει, αλλά πάλι ο άνθρωπος είναι που αγαπά τον Θεό. Δεν αγαπά η Χάρις τους Θεού μέσω του ανθρώπου τον Θεό. Ο άνθρωπος αγαπάει τον Θεό. Η Χάρις βοηθάει. Διότι άλλως ο Θεός θα αγαπούσε τον εαυτό του μέσω τους εαυτού του. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος που αγαπάει Αυτόν που τον αγαπάει. Η αιωνιότητα είναι θέωση, αλλά είναι κατάσταση των δύο. Είναι το μυστήριο του "δυοφυσιτισμού" της Ορθοδοξίας, ότι δηλαδή ο Χριστός έγινε διπλούς και δεν θα πάψει ποτέ να είναι διπλούς, διότι ο Θεός εποίησε τον διπλανό του και αυτός ο διπλανός του δεν πρέπει να καταργηθεί, αλλιώς είναι κοροϊδία. Αυτός ο διπλανός όμως έχει τη δυνατότητα, την ελευθερία να απομονωθεί και να απομονώσει τόν άλλον, να μην υπάρχει ως αγάπη. Εγώ νομίζω ότι έτσι θα είναι η κόλαση. Και δεν είναι αυτό από θεολογική θεώρηση. Ας μη πούμε ότι η κόλαση θα είναι καζάνι - ποιός θα το πιστέψει σήμερα; 'Ισως θα ήταν πιό εύκολο να ήταν καζάνια, αλλά δεν είναι. Η κόλαση είναι εσωτερική, ως μία διάσταση δυνατότητας -  μετοχής και κοινωνίας αγάπης, ή αυτοστέρηση αυτής.[...]
Εάν έναντι του Θεού παραβληθούν και ο θάνατος και διάβολος και η κόλαση, και η ελευθερία ως αυτονομία και απομόνωση, τότε φτάνουμε σ' αυτό που είπα, ότι αυτά γίνονται κατά κάποιο τρόπο αυτοσκοποί, αδειάζουν από κάθε περιεχόμενο,από κάθε νόημα, γίνονται φαντασμαγορία,γίνονται αντικατοπτρισμός. 'Ενας Ρώσος το έχει πει: Η κόλαση θα είναι ουσιαστικά ένας ψεύτικος κόσμος. Και αυτό το ζούμε ήδη εδώ. Και θα πρέπει να μάθουμε να ακούμε τους ανθρώπους, να τους αφήνουμε να μιλήσουν, και θα δούμε ότι θα αποκαλύψουν τόν κόσμο στόν οποίο ζούν. Η αιωνιότητα θα είναι προέκταση από εδώ, και αυτό είναι φοβερό. Αλλά βέβαια με την αγάπη του Θεού και την ελευθερία, υπάρχει πάντοτε δυνατότητα αλλαγής, πάντοτε. Και μη νομίζουμε ποτέ ότι είναι ακόμα κάποιος χαμένος. Πέρα για πέρα ο Θεός δεν έχει εγκαταλείψει κανέναν, ούτε έχει στερήσει από κανέναν τη δυνατότητα να σωθεί. Αλλά λίγο-πολύ οι άνθρωποι βάζουν τον εαυτό τους μέσα σε άλλες προτεραιότητες. Και βεβαίως φταίνε οι συνθήκες γύρω τους. Φταίνε πολλά.[...]

Από το βιβλίο "Από την ελευθερία στη αγάπη "
του  Επισκόπου Ερζεγοβίνης Αθανασίου Γιέφτιτς

 
ANDREA BOCELLI (HQ) AVE MARIA (SCHUBERT)  
 
 
Υάκινθος
 

Elder Porphyrios and the need for asceticism




There are some who criticize Elder Porphyrios for not teaching the need of asceticism in the Christian life. The following excerpt is proof, among many others, that this criticism is far from true.

By Elder Porphyrios of Kapsokalyva

Do not feel sorry for the body. Chastise it. You cannot understand what is the fire of love? You must do sacrifice, asceticism. Spiritual and physical asceticism. Without asceticism, nothing happens. Be obedient to your spiritual program, such as your rule, the services, etc. and do not neglect them. Do not put it off for tomorrow. Do not even let sickness ruin it, unless it is a sickness unto death. When I was young I did three thousand prostrations a day and I never tired, for I was hard built. I chastised myself, despising the effort.

Let me show you how I did the prostrations. I did them flat and quick, without putting my knees to the ground. First I made the sign of the cross hitting hard my forehead with my fingers, then my knees,and then up to my shoulders symmetrically. Then I put my hands to the ground and lifted myself quickly. At that time I pressed down a little bit with my knees. Do you see how involved together is the body and soul in the worship of God? The nous and heart to Christ, and the body to Christ. Make prostrations with reverence and love and do not count them. It is better to do ten good ones instead of many without zeal, without worship and without divine eros. Do as many as you can, depending on your mood, but not pseudo-prostrations and pseudo-prayers. Do not do typical things with God. God asks that we strive for Him, and for it to be "with all our soul and all our heart."

Prostrations are also exercise. And even though we should never think of this, there is no better exercise than this for the stomach, intestines, chest, heart and spine. It is very beneficial, so why not do it? When this exercise is done with the worship of God and the soul achieves this worship, it is filled with joy, calmness and is at peace. This is everything. And of course, on the other hand, it follows that it benefits the body. Do you understand? Peace and tranquility come to the soul and the proper functioning of our organic system comes to the body, such as the circulatory, digestive, respiratory and endocrine, which have a direct relationship with our soul.

From ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ (Elder Porphyrios Kapsokalyvitou: Life and Counsels). Translated by John Sanidopoulos.

" 'Ανθρωπος ήταν..."



Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Εις την Πάνδοξον Κοίμησιν
της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου

[...]
8. Άνθρωπος ήταν. Από τους ανθρώπους εβλάστησε. Κι ήταν μέτοχος σε κάθε κοινό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους. Δεν κληρονόμησε όμως την ίδια νοοτροπία ούτε παρασύρθηκε από την τόσο μεγάλη κακία που επικρατεί σ' αυτή τη ζωή. Αλλά νίκησε την αμαρτία κι αντιστάθηκε στη φθορά της φύσεώς μας κι έδωσε τέλος στην κακία. Έγινε έτσι αυτή η ίδια αγία απαρχή και βάδισε πρώτη και υπήρξε οδηγός των ανθρώπων στο δρόμο προς το Θεό. Γιατί διατήρησε τη θέλησή της τόσο καθαρή, σαν να ήταν μόνη της σ' αυτή τη ζωή, σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος άνθρωπος ούτε κανένα άλλο πλάσμα να είχε ποτέ δημιουργηθή, σαν να βρισκόταν μόνη μπροστά στο μόνο Θεό. Δεν συγκέντρωσε την προσοχή της σε κανένα από τα κτίσματα ούτε προσηλώθηκε σε τίποτε απολύτως από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθε ανάμεσα στους ανθρώπους τους αποχωρίσθηκε κατά το καλύτερο μέρος. Κι έτσι, έχοντας ξεπεράσει όλη την κτίση, τη γη, τον ουρανό, τον ήλιο, τα αστέρια, τον ίδιο το χορό των Αγγέλων, που περιβάλλει το Θεό, δεν σταμάτησε παρά αφού ενώθηκε με τον καθαρό Θεό, η καθαρή. Κι αναδείχθηκε ιερώτερη από τις θυσίες, τιμιώτερη από τα θυσιαστήρια για το Θεό, τόσο πιο άγια από τους δικαίους και τους προφήτες και τους ιερείς, όσο αγιώτερος από αυτούς που αγιάζονται είναι εκείνος που τους αγιάζει.
Γιατί βέβαια κανείς δεν ήταν άγιος πριν γεννηθή η μακαρία.
Αυτή πρώτη και μοναδική, απαλλαγμένη εντελώς από την αμαρτία, παρουσιάσθηκε να είναι πραγματικά αγία, και αγία αγίων κι ό,τι ακόμη περισσότερο θα μπορούσε κανείς να πη. Κι άνοιξε και στους άλλους την πόρτα της αγιωσύνης με το να έχη προετοιμασθή κατάλληλα για την υποδοχή του Σωτήρα, από όπου ήλθε η αγιότης και στους προφήτες και στους ιερείς και σε οποιονδήποτε άλλον αξιώθηκε να συμμετάσχη στα θεία μυστήρια.

Γιατί ο καρπός της Παρθένου είναι εκείνος που πρώτος και μόνος έφερε την αγιότητα στον κόσμο. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που είπε ο μακάριος Παύλος: «πρόδρομος για χάρη μας εισήλθε ο Ιησούς εις τα άγια». Γιατί, αν συμβαίνη να λέγεται ότι και πριν να έρθη ο Σωτήρας πολλοί άνθρωποι αξιώθηκαν να έχουν αυτή την επωνυμία, αυτό οφείλεται στο ότι έλαβαν μέρος στα μυστήρια της θείας οικονομίας, συμμετέχοντας στις προτυπώσεις τους. Γι’ αυτό το λόγο λέγει ο Παύλος ότι και πριν ακόμη «ονειδισθή» ο Χριστός, ο Μωυσής προτίμησε «από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον ονειδισμό του Χριστού». Για τον ίδιο λόγο και πριν ακόμη να έλθη στη γη ο άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς», πριν να δοθή στους ανθρώπους το Πνεύμα το Άγιον —αφού «ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή»—ήταν δυνατόν στους Εβραίους το βάπτισμα και η πνευματική μετάδοση ψωμιού και νερού. Και ακόμη, για να μπορέσουν να είναι καλά παρασκευασμένοι για την αληθινή αγιότητα κι έτοιμοι να υποδεχθούν, την ακτίνα εκείνη από την οποία ανέτειλε η σωτηρία. Με αυτά συμφωνεί ακριβώς εκείνο που είπε ο ίδιος ο Σωτήρας: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Έτσι καταλαβαίνουμε πως οι παλιοί εκείνοι άγιοι, μια και ο Σωτήρας δεν είχε ακόμη φανερωθή, δέχθηκαν τον αγιασμό δια μέσου σκιών και συμβόλων. Είναι αυτό που λέγει ο Παύλoς, ότι δηλαδή «όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, καίτοι έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απήλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς...για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»! [...]



Aπό το  βιβλίο «Η Θεομήτωρ».
Κείμενο-Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια Παναγιώτης Νέλλας (+).

 


******
Θεοτοκίον
Ανήροτος άρουρα ωράθης,
τον στάχυν τεκούσα της ζωής,
τον πάσι τοίς μετέχουσιν,
αθανασίας πρόξενον,
τον εν Αγίοις Άγιον,
αγίως αναπαυόμενον.
Από τον Κανόνα της Θεοτόκου
Ήχος Δ'



Άτιμόν σου,
 και εκλείπον ώφθη,
είδος σαρκός παρά βροτούς,
εν τώ καιρώ τού πάθους,
της θεότητος και γαρ ουσία,
ωραίος κάλλει, τω Δαυίδ εδείκνυσο'
αλλά ράβδω σου της Βασιλείας,
εχθρών συντρίψας ισχύν,
έλεγεν η Αγνή,
ώ Υιέ μου, και Θεέ,
τάφου ανάστηθι.
Από τον Κανόνα της Θεοτόκου
Ήχος πλ.του Β'



"Θεοτόκε Παρθένε"
 
 
Υάκινθος

" Πάσαι αι γενεαί ..."

"Ομιλία Δ΄ εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον"

(Α' μέρος)

του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου Χρυσοστόμου

πηγή : Ομολογία Πίστεως

 

«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό Ἀβραάμ ἕως Δαυίδ, γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό Δαυίδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες καί ἀπό τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαί δεκατέσσαρες» (Ματθ. 1, 17).

1. Eις τρεις ομάδας διέκρινεν ο Ευαγγελιστής όλας τας γενεάς, διότι ήθελε να δείξη ότι δεν εβελτιώθησαν ούτε με τας αλλαγάς της πολιτειακής των καταστάσεως, αλλά διετήρησαν τα ίδια ελαττώματα και με το αριστοκρατικόν πολίτευμα και με την βασιλείαν και με το ολιγαρχικόν. Και ότι δεν έγιναν περισσότερον ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσίαν μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων.
Αλλά διατί παρέλειψε τρεις βασιλείς εις την μεσαίαν ομάδα και διατί είπεν ότι είναι δεκατέσσαρες αι γενεαί της τελευταίας αφού αναφέρει δώδεκα;
Το πρώτον ζήτημα αφήνω να το ερευνήσετε σεις. Διότι δεν είναι σκόπιμον να σας ερμηνεύωνται τα πάντα δια να μη γίνετε αδιάφοροι περί την έρευναν. Θα σας ομιλήσω λοιπόν δια το δεύτερον. Νομίζω ότι εις το σημείον τούτο υπολογίζει ως μίαν γενεάν τον χρόνον της αιχμαλωσίας και ως άλλην τον ίδιον τον Χριστόν και έτσι τον συνδέει στενότατα με ημάς τους ανθρώπους. Ορθώς δε υπενθυμίζει και την αιχμαλωσίαν εκείνην και υποδηλώνει ότι δεν εσυνετίσθησαν ακόμη και τότε που εξέπεσαν εις την κατάστασιν εκείνην. Επομένως όλα αποδεικνύουν ότι ήτο ανάγκη να έλθη εις τον κόσμον ο Χριστός.

Ερωτάται· Διατί λοιπόν δεν κάμνει το ίδιο και ο Μάρκος και δεν αναφέρει την γενεαλογίαν του Χριστού, αλλά εκθέτει με συντομίαν τα πάντα;

Νομίζω ότι ο Ματθαίος ήρχισε το έργον του πριν από τους άλλους. Δια τούτο και την γενεαλογίαν αναφέρει με ακρίβειαν και τα σημαντικώτερα εκθέτει λεπτομερέστερον. Ο Μάρκος έγραψε μετά από εκείνον, δια τούτο ηκολούθησε συντομωτέραν οδόν, διότι ήσαν πολλά όσα είχαν γραφή και είχαν γίνει μέχρι τότε. Εις αυτά επί πλέον έδιδε μεγαλυτέραν σημασίαν ο Ιουδαϊκός λαός. Δια τούτο ήτο επόμενον να έχωμεν διαφορετικόν προοίμιον εις τον καθένα. Και αν έγιναν θαύματα εις διαφόρους εποχάς έγιναν δια τους βαρβάρους, δια να πιστεύσουν πολλοί και δια να φανερωθή η δύναμις του Θεού, διότι, όποτε τους υπέταξαν οι εχθροί, ενόμισαν ότι αυτό συνέβη, διότι οι θεοί εκείνων ήσαν ισχυροί. Αυτό ακριβώς συνέβη εις την Αίγυπτον και δι αυτό εδημιουργήθη εκεί μεγάλη σύγχυσις. Και αργότερα εις την Βαβυλώνα, όπου τα σχετικά με την κάμινον και τα όνειρα. Έγιναν ακόμη θαύματα και όταν ήσαν μόνοι των εις την έρημον, όπως έγιναν και μετά την ενανθρώπησιν του Κυρίου. Διότι και εις την εποχήν εκείνην έγιναν πολλά θαύματα, όταν απεμακρυνόμεθα από την ειδωλολατρίαν. Έπειτα εσταμάτησαν, επειδή έπεσε παντού ο σπόρος της ευσεβείας. Και αν έγιναν, έγιναν ολίγα και σποραδικώς, όπως π.χ. όταν εσταμάτησεν ο ήλιος να φωτίζη ένεκα τρομερών γεγονότων.

Διατί όμως και την γενεαλογίαν αναφέρει και διεξοδικώτερον λέγει περί αυτής ο Λουκάς; Επειδή ήνοιξε τον δρόμον ο Ματθαίος, έθεσεν ως σκοπόν του ο Λουκάς να μας διδάξη κάπως περισσότερα. Εκτός από αυτό καθένας εμιμήθη τον διδάσκαλόν του. Ο πρώτος τον Παύλον, του οποίου ο λόγος ρέει πλουσιώτερος από τους ποταμούς. Ο δεύτερος τον Πέτρον, ο οποίος επεδίωκεν επιμελώς βραχυλογίαν.

Αλλά διατί δεν είπεν ο Ματθαίος εις την αρχήν του Ευαγγελίου του ό,τι και ο προφήτης· «Ὅρασις, ἥν εἶδον», ή «ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρός με»; Διότι απευθύνετο προς ευεργετημένους και πολύ αφωσιωμένους εις αυτόν. Διότι και τα θαύματα, που είχαν γίνει, εβοούσαν, και οι μελετώντες το Ευαγγέλιόν του είχαν βαθείαν πίστιν. Κατά την εποχήν των προφητών αντιθέτως δεν εγίνοντο τόσον σπουδαία θαύματα, ώστε να συμβάλλουν εις την αναγνώρισιν αυτών, και οι ψευδοπροφήται ανέπτυσσαν μεγάλην δράσιν και επανέφεραν τον λαόν εις την παλαιοτέραν κατάστασιν.

Είναι δε δυνατόν να διαπιστώση κανείς ότι έγιναν θαύματα και εις την εποχήν μας. Και εις τας ημέρας μας πράγματι, επί της βασιλείας τού περισσότερον από όλους ασεβούς Ιουλιανού, συνέβησαν πολλά και παράξενα. Ενώ π.χ. επιχειρούσαν οι Ιουδαίοι να ανοικοδομήσουν τον ναόν τής Ιερουσαλήμ, εξεπήδησε φωτιά από τα θεμέλια και απέτρεψε τους πάντας από την συνέχειαν του έργου. Και όταν ο ταμίας και θείος και συνονόματος του Ιουλιανού έδειξεν πρωτοφανή ασέβειαν προς τα ιερά σκεύη, αυτός μεν εγέμισε σκουλήκια και έπεσε νεκρός, ο δε Ιουλιανός έφυγεν έντρομος και χωρίς να τελειώση το έργον του. Πολύ μεγάλον θαύμα ήτο επίσης και το ότι εστείρευσαν αι πηγαί, όταν έγιναν κοντά εις αυτάς θυσίαι, και το ότι ενέσκηπτε λιμός εις όσας πόλεις επήγαινεν ο βασιλεύς.

2. Ο Θεός λοιπόν ενεργεί συνήθως κατά τον εξής τρόπον. Φανερώνει εις τους ανθρώπους την δύναμίν του, όταν περισσεύσουν κάπου τα κακά και ιδή ότι εις τον τόπον εκείνον οι άρχοντες κακουργούν και οι αρχόμενοι παραλογίζονται φοβερά ένεκα της καταπιέσεώς των. Έτσι ενήργησε δια τους Ιουδαίους μετά την κατάληψιν τής Βαβυλώνος υπό των Περσών.

Έγινε λοιπόν φανερόν από τα παραπάνω ότι δεν ενήργησεν ασκόπως και τυχαίως ο Ματθαίος, όταν διέκρινεν εις τρεις ομάδας τους προγόνους του Χριστού. Και πρόσεξε από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Από τον Αβραάμ εις τον Δαυίδ. Από τον Δαυίδ εις την μετοικεσίαν Βαβυλώνος. Από την μετοικεσίαν εις τον ίδιον τον Χριστόν.

Και εις την αρχήν του Ευαγγελίου αναφέρει και τους δύο μαζί, τον Δαυίδ και τον Αβραάμ, και εις την ανακεφαλαίωσιν επίσης τους αναφέρει και τους δύο. Διότι, όπως είπα άλλοτε, εις αυτούς είχαν δοθή αι υποσχέσεις. Διατί όμως δεν ανέφερε την κάθοδον των Ιουδαίων εις την Αίγυπτον, όπως αναφέρει την μετοικεσίαν των εις την Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν εφοβούντο πλέον τους Αιγυπτίους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλωνίους.

Και διότι η κάθοδος εις την Αίγυπτον ήτο γεγονός παλαιόν, ενώ η μετοικεσία ήτο νέον και είχε γίνει προσφάτως. Και διότι εις την Αίγυπτον δεν τους ωδήγησαν αι αμαρτίαι των, ενώ εις την Βαβυλώνα τους έσυρεν η ασέβειά των. Αν επιχειρούσαμεν να διερευνήσωμεν και τα ονόματα, όπως π.χ. από τον Αβραάμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολομώντα, από τον Ζοροβάβελ, θα ωδηγούμεθα εις πολλά συμπεράσματα με μεγάλην σημασίαν δια την Καινήν Διαθήκην. Διότι δεν τους εδόθησαν τυχαίως αυτά τα ονόματα. Αλλά δια να μη γίνω ενοχλητικός ένεκα της μεγάλης εκτάσεως της ομιλίας μου, θα αφήσω αυτά και θα προχωρήσω εις τα σημαντικώτατα.

Αφού ανέφερε λοιπόν όλους τους προγόνους και ετελείωσεν εις τον Ιωσήφ, δεν ηρκέσθη εις το όνομά του, αλλά προσέθεσεν «Ἰωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας», διότι ήθελε να δείξη ότι τον περιέλαβεν εις την γενεαλογίαν ένεκα της Μαρίας. Έπειτα, δια να μη νομίσης, όταν ακούσης τον «Ἄνδρα Μαρίας», ότι η γέννησις του Χριστού ηκολούθησε τον φυσικόν δρόμον, πρόσεξε πώς συμπληρώνει αμέσως κατόπιν. Σου ωμίλησα, λέγει, δια άνδρα, σου ώμίλησα δια μητέρα, σου ωμίλησα δια το όνομα που εδόθη εις το παιδί. Άκουσε λοιπόν και τον τρόπον της γεννήσεως· «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἧν». Περί ποίας γεννήσεως μού ομιλείς; Ειπέ μου. Ανέφερες βεβαίως τους προγόνους. Θέλω όμως να μου ειπής και τον τρόπον της γεννήσεως.

Είδες πώς εκέντρισε την σκέψιν και το ενδιαφέρον του ακροατού; Επειδή πρόκειται να ειπή κάτι το πρωτοφανές, υπόσχεται να εκθέσει και τον τρόπον. Και πρόσεξε την αρίστην σύνθεσιν του λόγου. Δεν ωμίλησεν αμέσως περί της γεννήσεως, αλλά μας πληροφορεί πρώτα πόσας γενεάς απέχε από τον Αβραάμ, πόσας από τον Δαυίδ, πόσας από την μετοικεσίαν Βαβυλώνος, ωθεί τον λεπτολόγον ακροατήν να εξετάση τα χρονικά διαστήματα και δείχνει με αυτόν τον τρόπον ότι αυτός είναι εκείνος ο Χριστός, τον οποίον προανήγγειλαν οι Προφήται.

Διότι, όταν μετρήσης τας γενεάς και διαπιστώσης με τον υπολογισμόν του χρόνου ότι αυτός είναι εκείνος, τότε θα δεχθής ευκόλως και το θαύμα της γεννήσεως. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να είπη κάτι το θαυμαστόν, ότι ο Χριστός εγεννήθη από Παρθένον, είπε, πριν αναφέρη τον αριθμόν των γενεών, τον Άνδρα Μαρίας, δια να απαλύνη τον λόγον, ή μάλλον διηγείται περιληπτικώς την γέννησιν. Αμέσως κατόπιν εμέτρησε τας γενεάς, δια να φέρη εις τον νουν του ακροατού ότι αυτός είναι εκείνος, που είπεν ο πατριάρχης Ιακώβ ότι θα παρουσιασθή, όταν δεν θα υπάρχουν πλέον άρχοντες από την φυλήν του Ιούδα. Εκείνος που προανήγγειλεν ο προφήτης Δανιήλ ότι θα έλθη μετά από εκείνας τας πολλάς επταετίας.

Και αν θελήση κανείς να λογαριάση από της ιδρύσεως της πόλεως τας επταετίας, δια τας οποίας ωμίλησεν ο άγγελος προς τον Δανιήλ, και να φθάση εις την γέννησιν του Χριστού, θα ιδή ότι το χρονικόν αυτό διάστημα συμφωνεί με τον χρόνον της γεννήσεως. Λέγει λοιπόν, πώς εγεννήθη; «Μνηστευθείσης τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας». Δεν είπε της Παρθένου, αλλά απλώς της Μητρός, δια να γίνη δεκτός ο λόγος.

Δια τούτο, αφού προητοίμασε προηγουμένως τον ακροατήν, ώστε να αναμένη να ακούση κάτι το συνηθισμένον, και εκέρδισε με αυτό την εμπιστοσύνην του, τον εξέπληξε κατόπιν με την προσθήκην ενός παραδόξου πράγματος, δηλαδή με την φράσιν «Πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς, εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου». Δεν είπε· 'Πρίν να οδηγηθή αυτή εις την οικίαν του γαμβρού'. Διότι έμενεν εκεί. Διότι οι παλαιοί είχαν, σχεδόν χωρίς εξαίρεσιν, την συνήθειαν να μένουν αι μνηστευμέναι εις την οικίαν του γαμβρού. Τούτο είναι δυνατόν να ιδή κανείς ότι γίνεται και σήμερα κάπου - κάπου. Και οι γαμβροί του Λωτ έμεναν εις το σπίτι του μαζί του. Και η Μαρία λοιπόν εζούσε με τον Ιωσήφ εις το σπίτι του.

3. Αλλά διατί δεν έμεινεν έγκυος πριν από την μνηστείαν; Το είπα και προηγουμένως: Δια να καλυφθή εκείνο που έγινε και δια να απαλλαγή η Παρθένος από κάθε πονηράν υποψίαν. Διότι, όταν είναι γνωστόν ότι όχι μόνον δεν την εκακολόγησεν, ούτε την εθεώρησεν άτιμην, αλλά και την ανεγνώριζεν ως μνηστήν του και την επεριποιείτο μετά τον τοκετόν εκείνος ο οποίος ήτο επόμενον να ενδιαφέρεται περισσότερον από όλους τους άλλους δια την συζυγικήν της πίστιν, είναι ευνόητον ότι, εάν δεν είχεν απόλυτον πεποίθησιν ότι το νεογέννητον προήρχετο από την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, δεν θα την ηνείχετο και δεν θα της προσέφερεν όλας τας άλλας υπηρεσίας. Ιδιαιτέρως έθεσε με έμφασιν την φράσιν «Εὐρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα». Το ευρέθη, το έτυχε, λέγεται συνήθως δια τα παράδοξα και τα ανελπίστως συμβαίνοντα και τα απροσδόκητα.

Μη προχωρής λοιπόν περισσότερον, μη ζητής περισσότερα από όσα έμαθες και μη λέγης· Πώς έκαμε το Άγιον Πνεύμα να γεννήση παρθένος; Διότι, πώς είναι δυνατόν να ομιλήσωμεν έτσι δια το θαυματουργόν Άγιον Πνεύμα, όταν είναι αδύνατον να ερμηνεύσωμεν τον τρόπον του σχηματισμού του εμβρύου με την ενέργειαν της φύσεως; Ο Ματθαίος λοιπόν είπε ποίος έκαμε το θαύμα και επροχώρησεν εις άλλο θέμα, δια να μη κουράζης τον κήρυκα του Ευαγγελίου και τον ενοχλής με τας ερωτήσεις σου.

Δεν γνωρίζω, λέγει, τίποτε περισσότερον παρά μόνον ότι, ό,τι έγινεν, έγινε με την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να εντρέπωνται όσοι παραεξετάζουν την γέννησιν αυτήν. Διότι, εάν δεν έχη κανείς την δύναμιν να ερμηνεύση αυτήν την γέννησιν, που έχει απείρους μάρτυρας και την προανήγγειλαν πριν από πολλούς αιώνας και έγινεν αντιληπτή δια της οράσεως και μάλιστα και δια της αφής, πόσον υπερβολικήν παραφροσύνην εκδηλώνουν όσοι παραεξετάζουν και ασχολούνται επιμόνως με την μυστηριακήν εκείνην σύλληψιν; Αφού μάλιστα ούτε ο Γαβριήλ ούτε ο Ματθαίος ημπόρεσαν να ειπούν κάτι περισσότερον, παρά μόνον ότι οφείλεται εις ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.

Και κανείς από αυτούς δεν ερμήνευσε πώς, δηλαδή με ποίον τρόπον, ενήργησε το Άγιον Πνεύμα. Διότι δεν ήτο δυνατόν. Και μη νομίσης ότι εγνώρισες τα πάντα, όταν μάθης ότι ωφείλετο εις ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. Διότι αγνοούμεν πολλά ακόμη, και όταν μάθωμεν αυτό. Αγνοούμεν π.χ. πώς εχώρεσε μέσα εις την μήτραν ο άπειρος· πώς έμεινεν ως έμβρυον μέσα εις την κοιλίαν γυναικός ο κυβερνήτης του κόσμου· πώς εγέννησεν η Παρθένος και παρέμεινε παρθένος.

Ειπέ μου, πώς έπλασε το Άγιον Πνεύμα εκείνον τον ναόν; Πώς είναι δυνατόν να μη περιεβλήθη εξ ολοκλήρου και όχι εν μέρει το ανθρώπινον σώμα του μέσα εις την μήτραν και να μη εμεγάλωσε και να μη έλαβε την ανθρωπίνην μορφήν εκεί; Το ότι εγεννήθη από το σώμα της Παρθένου, το έκαμε βεβαίως γνωστόν με τα εξής λόγια· «Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν». Και ο Παύλος είπε· «Γενόμενος ἐκ γυναικός»(Γαλ. 4, 4). Έτσι απεστόμωσεν εκείνους που έλεγαν ότι ο Χριστός επέρασε δια μέσου της μήτρας όπως δια μέσου σωλήνος.

Εάν συνέβαινε πράγματι αυτό, τί εχρειάζετο η μήτρα; Εάν συνέβαινε τούτο, ο Χριστός δεν θα είχε τίποτε το κοινόν με ημάς. Εκείνο το σώμα, λέγουν, είναι διαφορετικόν, δεν είναι από το ίδιον φύραμα με το ιδικόν μας. Αλλά τότε πώς κατάγεται από την φύτραν του Ιεσσαί; Διατί ωνομάσθη τρυφερός βλαστός; Διατί υιός ανθρώπου; Διατί η Μαρία λέγεται μητέρα του; Διατί λέγεται απόγονος του Δαυίδ; Πώς έλαβε μορφήν ανθρώπου; Πώς «ο λόγος ἐγένετο σάρξ»(Ιω. 1, 14); Διατί λέγει ο Παύλος προς τους Ρωμαίους. «Ἐξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός»(Ρωμ. 9, 5); Είναι λοιπόν φανερόν από τα παραπάνω και από πολλά άλλα ότι το σώμα του Χριστού είναι από το ιδικόν μας φύραμα και από την μήτραν της παρθένου. Δεν είναι όμως καθόλου φανερόν το πώς.

Δια τούτο και συ μη ερευνάς, αλλά να δέχεσαι ό,τι απεκαλύφθη και να μη πολυασχολήσαι με ό,τι παρέμεινε μυστικόν.

«Ἰωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς δίκαιος ὤν, καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», λέγει ο Ματθαίος. Και κατωχύρωσε τον λόγον του με τας φράσεις εκ Πνεύματος Αγίου και χωρίς συνουσίαν και με άλλους τρόπους. Δια να μη ερωτά όμως κανείς· Πώς αποδεικνύεται αυτό; Ποίος είδεν ή ποίος ήκουσε ποτέ ότι συνέβη παρόμοιον γεγονός; Και δια να μη υποψιασθής ότι ο μαθητής επενόησεν αυτά προς χάριν του διδασκάλου του, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να συμβάλλη με τας διαλυθείσας υποψίας του εις το να πιστεύσωμεν όσα ελέχθησαν και σχεδόν μας λέγει με όσα διηγείται· εάν δεν πιστεύης εις εμέ και αντικρύζης με υποψίαν τας πληροφορίας μου, πίστευσε εις τον άνδρα της Μαρίας.

Διότι λέγει· «Ἰωσήφ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν». Δίκαιον εννοεί εδώ τον εις όλα ενάρετον. Δικαιοσύνη είναι βεβαίως η απόλυτος έλλειψις ιδιοτελείας. Είναι όμως και η αρετή γενικώς. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί πάρα πολύ την λέξιν δικαιοσύνη με την σημασίαν αυτήν, όπως π.χ. όταν λέγη· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός»(Ιώβ 1, 1). Και αλλού. «Ἦσαν δέ δίκαιοι ἀμφότεροι»(Λουκ. 1, 6).

4. Επειδή λοιπόν ήτο δίκαιος, ηθικός δηλαδή και αξιοπρεπής «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν». Αφηγείται τί συνέβη πριν γνωρίση ο Ιωσήφ την αλήθειαν, δια να μη δυσπιστήσης εις όσα έγιναν κατόπιν. Τας γυναίκας αυτού του είδους τας ετιμωρούσαν όχι μόνον με δημόσιον εξευτελισμόν προς παραδειγματισμόν, αλλά υπήρχε και νόμος, ο οποίος ώριζε ποινήν δι' αυτάς. Αλλά ο Ιωσήφ παρητήθη όχι μόνον από την βαρυτέραν, την νομικήν ποινήν, αλλά και από την ελαφροτέραν, τον δημόσιον εξευτελισμόν.

Επομένως όχι μόνον νομικώς δεν ηθέλησε να την τιμωρήση, αλλά ούτε να την εξευτελίση δημοσίως. Είδες πόσον συνετός ήτο και πόσον απηλλαγμένος από το καταπιεστικώτατον πάθος; Διότι γνωρίζετε πόσον δυνατόν πάθος είναι η ζήλεια. Δια τούτο και ο βαθύς γνώστης του ψυχικού μας κόσμου έλεγε· «Μεστός γάρ ζήλου θυμός ἀνδρός· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρα κρίσεως»(Παρ. 6, 34). «Σκληρός ὡς ᾄδης ζῆλος».

Και εμείς γνωρίζομεν πολλούς, οι οποίοι επροτίμησαν να αποθάνουν μάλλον, παρά να κυριευθούν από ζηλότυπον καχυποψίαν. Eις την περίπτωσιν αυτήν όμως δεν επρόκειτο περί καχυποψίας, αφού η διόγκωση της κοιλίας αποτελούσεν ακαταμάχητον τεκμήριον. Αλλά ήτο τόσον απηλλαγμένος από πάθη, ώστε δεν ηθέλησε να προξενήση εις την Παρθένον ούτε την παραμικράν ενόχλησιν. Επειδή λοιπόν επίστευεν ότι ήτο ανήθικον να την έχη εις το σπίτι του, ενώ η διαπόμπευσίς της και η καταγγελία της εις τα δικαστήριον θα είχεν ως αναγκαίον αποτέλεσμα να θανατωθή, δεν έκαμε κανένα από αυτά, αλλά έδειξεν ανωτέραν συμπεριφοράν. Διότι έπρεπε να εκδηλωθούν πολλά σημεία υψηλής συμπεριφοράς εκεί όπου παρουσιάσθη η χάρις του Θεού. Όπως δηλαδή ο ήλιος φωτίζει από μακριά με το φως του μέγα μέρος της οικουμένης προτού ακόμη να ρίψη εις αυτό τας ακτίνας του, έτσι και ο Χριστός· ενώ ευρίσκετο ακόμη μέσα εις την μήτραν και δεν είχεν εξέλθει από αυτήν, έκαμε να λάμψη όλη η οικουμένη.

Δια τούτο εσκιρτούσαν οι προφήται πριν από την γέννησιν, γυναίκες επροφήτευαν τα μέλλοντα και ο Ιωάννης, που ευρίσκετο ακόμη μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, ανεπήδησε μέσα εις την μήτραν(Λουκ. 1, 39-41). Δια τούτο και ο Ιωσήφ έδειξε πολλήν σύνεσιν. Διότι ούτε εις το δικαστήριον την κατήγγειλεν, ούτε την εξηυτέλισεν, αλλά ηθέλησε μόνον να την απομακρύνη από το σπίτι του.

Ένώ λοιπόν ήτο τέτοια η κατάστασις και τα πάντα ευρίσκοντο εις αδιέξοδον, παρουσιάζεται ο άγγελος και δίδει λύσιν εις όλα τα προβλήματα. Αξίζει να εξετάσωμεν διατί δεν επληροφόρησεν ενωρίτερα τον Ιωσήφ ο άγγελος, προτού να το υποψιασθή ο ίδιος, αλλά επήγε προς αυτόν, αφ' ότου εσυλλογίσθη και απεφάσισε. «Ταῦτα γάρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ὁ ἄγγελος ἔρχεται», λέγει το Εύαγγέλιον, αν και το είχεν ανακοινώσει εις την Μαρίαν πριν από την εγκυμοσύνην, πράγμα το οποίον δημιουργεί πάλιν άλλην απορίαν. Αν και δηλαδή δεν το είπεν ο άγγελος, διατί το απεσιώπησεν η Παρθένος, όταν το επληροφορήθη από τον άγγελον και διατί δεν κατετόπισε τον μνηστήρα της, όταν τον είδε να ανησυχή; Διατί τέλος πάντων δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος προτού να στενοχωρηθή; Αλλά είναι ανάγκη να απαντήσω πρώτα εις το πρώτον ερώτημα. Διατί λοιπόν δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος; Δια να μη δυσπιστήση και πάθη ό,τι έπαθεν ο Ζαχαρίας.

Διότι ήτο εύκολον να πιστεύση αφ' ότου έγινε το πράγμα φανερόν. Δεν ήτο όμως εξ ίσου εύκολον να παραδεχθή την πληροφορίαν, πριν ούτε καν να αρχίση. Δια τούτο δεν το είπεν από την πρώτην στιγμήν ο άγγελος. Και η Παρθένος δια τον ίδιον λόγον το απεσιώπησε. Διότι ενόμιζεν ότι δεν θα γίνη πιστευτή από τον μνηστήρα της, αν του ανεκοίνωνε τόσον παράξενον πράγμα. Αντιθέτως θα τον εξηγρίωνε μάλλον, διότι θα ενόμιζεν ότι προσπαθεί να συγκαλύψη αμαρτίαν της.

Αφού βεβαίως αυτή η ιδία, η οποία προωρίζετο να αναλάβη αυτήν την θείαν αποστολήν, εταράχθη και είπε· «Πῶς ἔσται τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γιγνώσκω;»(Λουκ. 1, 34). Πολύ περισσότερον θα εδυσπιστούσεν εκείνος, αφού μάλιστα θα το επληροφορείτο από γυναίκα ύποπτον.

5. Δια τούτο δεν του είπε τίποτε η Παρθένος και δια τούτο παρουσιάσθη ο άγγελος εις την κατάλληλον στιγμήν. Ερωτάται όμως· Διατί δεν έκαμε το ίδιο και με την Παρθένον και δεν την είδοποίησε μετά την σύλληψιν; Δια να μη στενοχωρήται και ανησυχή υπερβολικά. Διότι ήτο φυσικόν, επειδή δεν θα εγνώριζε την αλήθειαν και δεν θα υπέφερε την εντροπήν, να αποφασίση κάτι κακόν δια τον εαυτόν της και να απαγχονισθή ή να σφαγή.

Διότι η Παρθένος ήτο απολύτως ενάρετη. Την αρετήν της δείχνει ο Λουκάς λέγων ότι δεν εκυριεύθη από χαράν, όταν ήκουσε τον χαιρετισμόν του αγγέλου, ούτε εδέχθη με αγαλλίασιν την είδησιν, αλλά ανησύχησε και εζήτησε να μάθη ποίαν σημασίαν είχεν ο χαιρετισμός. Αν και εξηκρίβωσεν απολύτως την αλήθειαν, δεν έπαυσε να στενοχωρήται, διότι εσκέπτετο την εντροπήν και δεν επερίμενε, με όσα και αν έλεγε, να πείση κανένα από τους συνομιλητάς της ότι δεν ωφείλετο εις μοιχείαν αυτό που συνέβη.

Παρουσιάσθη λοιπόν πριν από την σύλληψιν ο άγγελος, δια να μη συμβούν τα παραπάνω. Και διότι έπρεπε να μη ανησυχή εκείνη η κοιλία, μέσα εις την οποίαν εισήλθεν ο Δημιουργός του παντός. Και διότι έπρεπε να είναι απηλλαγμένη από κάθε ταραχήν η ψυχή, η οποία εκρίθη αξία να προσφέρη τας υπηρεσίας της εις αυτά τα μυστήρια. Δια τούτο συνωμίλησεν ο άγγελος με την Παρθένον πριν από την σύλληψιν, και με τον Ιωσήφ όταν επλησίαζεν ο χρόνος της γεννήσεως. Επειδή πολλοί αφελείς δεν κατενόησαν αυτά, είπαν ότι υπάρχει διαφωνία, επειδή ο Λουκάς αναφέρει ότι ο άγγελος ειδοποίησε την Μαρίαν, ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ειδοποίησε τον Ιωσήφ. Αγνοούν ότι έγιναν και τα δύο. Είναι όμως ανάγκη να τα προσέχωμεν αυτά εις όλην την αφήγησιν των γεγονότων. Διότι έτσι θα εξηγήσωμεν πολλάς φαινομενικάς διαφωνίας.

Παρουσιάσθη λοιπόν ο άγγελος, όταν ήτο ανήσυχος ο Ιωσήφ. Ανέβαλε την παρουσίαν του και δια τους παραπάνω λόγους και δια να φανή πόσον συνετός ήτο ο Ιωσήφ. Και παρουσιάσθη, όταν επλησίαζε το όλον έργον εις το τέλος του.

«Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος κατ' ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ». Βλέπεις πόσον συγκαταβατικός ήτο αυτός ο άνθρωπος; Όχι μόνον δεν την ετιμώρησεν, αλλά και δεν το ανεκοίνωσεν εις κανένα, ούτε εις εκείνην που ήτο ύποπτη, αλλά το εσκέπτετο μόνος του και εφρόντιζε να αποκρύψη την κατηγορίαν ακόμη και από την Παρθένον. Δια τούτο δεν είπεν· "Ήθελε να την διώξη", αλλά είπεν «Άπολῦσαι». Ήθελε να της δώση διαζύγιον. Τόσον ευγενής και συγκαταβατικός ήτο. «Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμουμένου, κατ' ὄναρ φαίνεται ὁ ἄγγελος». Αλλά διατί δεν παρουσιάσθη φανερά, όπως εις τους βοσκούς και εις τον Ζαχαρίαν και εις την Παρθένον; Διότι ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πιστός και δεν είχεν ανάγκην από άμεσον εμφάνισιν. Η Παρθένος βεβαίως, επειδή ειδοποιείτο δια κάτι το πολύ σημαντικόν, σημαντικώτερον και από του Ζαχαρία, και επειδή ειδοποιείτο πριν να συμβή τίποτε, είχεν ανάγκην από την θαυμαστήν αυτήν εμφάνισιν.

Επίσης και οι ποιμένες, διότι ήσαν ολιγώτερον ευαίσθητοι. Ο Ιωσήφ όμως δέχεται ευκόλως την αποκάλυψιν, διότι του έγινε μετά την εκδήλωσιν τής εγκυμοσύνης, όταν είχε πλέον εισέλθει εις την ψυχήν του η καχυποψία και ήτο ώριμος να ανακτήση αγαθάς ελπίδας, αν ευρίσκετο κάποιος που να τον βοηθήση εις αυτό. Δια τούτο ειδοποιείται από τον άγγελον μετά την υποψίαν του, δια να αποτελέση ακριβώς η υποψία του αυτή απόδειξιν της αληθείας της ειδήσεως.

Διότι το να ακούση τον άγγελον να του λέγη εκείνα που εσυλλογίσθη μέσα εις τον νουν του και δεν τα ανεκοίνωσε σε κανένα, ήτο δι' αυτόν αναμφισβήτητος απόδειξις ότι είχε σταλή από τον Θεόν αυτός που του ωμιλούσε. Διότι μόνον ο Θεός έχει την δύναμιν να γνωρίζη τα απόκρυφα της ψυχής. Σκέψου λοιπόν πόσα επιτυγχάνονται. Αποδεικνύεται η σύνεσις του ανδρός και η ανακοίνωσις, που έγινε την κατάλληλον στιγμήν, τον βοηθεί να πιστεύση και δεν γεννά υποψίας ο λόγος, διότι αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ έπαθεν ό,τι ήτο φυσικόν να πάθη κάθε άνθρωπος.

πηγή: Ι. Χρυσοστόμου έργα, τόμος 9,
Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Α΄
(ομιλίαι Α΄-Κ΄),
Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1978.
Εισαγωγή-κείμενο-μετάφρασις-σχόλια:
Ιγνάτιος Σακαλής, Νικόλαος Τσίκης

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως

 
          



… Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.
 
Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:
Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.
Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.
Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.
Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».
Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:
«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».
«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»
Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:
«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».
«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.
Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.
Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.
Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.
Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντι-θέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.
Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;
Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.
Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆταν δυνατό νά μέ ἀποτρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.
4. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.
Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμετωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;
Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς… Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας…
Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀνθρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό… Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.

πηγή : Ομολογία Πίστεως
Ἄγνωστος συγγραφεύς
Πηγή/Έκδοση:
Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ, Ἐκδ. Παπαδημητρίου
Πηγή:  
http://www.agiazoni.gr/

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

" Γήϊνη ευτυχία "

Η γήϊνη ευτυχία - η αγάπη, η οικογένεια, η υγεία, η απόλαυση της ζωής και της φύσης - όλα αυτά είναι καλά και δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι ο Χριστιανισμός τα κρίνει με αυστηρότητα.
Κακό είναι μονάχα η υποδούλωσή μας στην ευτυχία μας, όταν η ευτυχία αυτή κυριαρχεί σ' εμάς και όταν βυθιζόμαστε ολοκληρωτικά σ' αυτή, ξεχνώντας το ουσιώδες.
Κι ο πόνος κι οι ταλαιπωρίες της ζωής είναι πολύτιμα από την σκοπιά της πνευματικής ωρίμανσης, όχι από μόνα τους με τρόπο απόλυτο, αλλά σε συνάρτηση μόνο με τα αποτελέσματα,  που επιφέρουν. Αφαιρώντας από τον άνθρωπο την γήϊνη ευτυχία και θέτοντάς τον αντιμέτωπο,πρόσωπο με πρόσωπο, με τις υπέρτατες αξίες, τον υποχρεώνουν να ανοίξει τα μάτια του και να κοιτάξει τόν εαυτό του και τόν κόσμο, τον στρέφουν πρός τον Θεό.
Απ' αυτό προκύπτει ότι η γήϊνη ευτυχία, που συνδυάζεται με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και δεν αποκλείει την ένταση και την ανάταση της πνευματικής ζωής, είναι αναμφίβολα κάτι καλό. Το ίδιο όπως και ο πόνος και η δυστυχία, αν εξοργίζουν η ταπεινώνουν τον άνθρωπο χωρίς να τον μεταμορφώνουν και χωρίς να του προκαλούν  ευεργετικές αντιδράσεις, είναι δύο φορές κακά.
Αυτά γράφονται σαν απάντηση στήν πολύ διαδεδομένη αντίληψη ότι  η Εκκλησία και το Ευαγγέλιο καταδικάζουν κάθε γήϊνη ευτυχία και καλούν τον άνθρωπο στόν πόνο και την δυστυχία  χάριν  του ιδίου  του πόνου και της δυστυχίας.

Από το βιβλίο " Πνευματικά Κεφάλαια "
του πρωτ. Αλεξάνδρου Ελτσιανίνωφ



Andrea Bocelli - Sueño
 
 
 
Υάκινθος
 

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

H Μεταμόρφωση του Χριστού



 του Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου
 Ιερόθεου  Βλάχου

πηγή : alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
α) Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως
β) Τί σημαίνει μεταμόρφωση
γ) Το όρος Θαβώρ και οι δύο ήλιοι
δ) Το φως του Χριστού είναι η δόξα της θεότητος
ε) Η Βασιλεία του Θεού
στ) Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου
ζ) Άκτιστο και κτιστό φως
η) Άκτιστο φώς, περιγραπτό στο σώμα του Χριστού, υπέρφωτος γνόφος
θ) Η φανέρωση του Τριαδικού Θεού
ι) Ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο Θαβώρ
ια) Γιατί εμφανίσθηκαν οι δύο αυτοί Προφήτες
ιβ) Οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ
ιγ) Ο Χριστός, Κέντρο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης
ιδ) Το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο
ιε) Διαφορετική μετοχή στην δόξα του Θεού
ιστ) Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της
ιζ) Προσωπική μέθεξη της θεώσεως

Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες. Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε: "Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα".




Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι’ αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.


Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36).




α'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.


Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.


Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: "ίδε ο αμνός του Θεού", τον ακολούθησαν. Και τότε "στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας" τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: "ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην" (Ιω. α', 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός "φώς οικών απρόσιτον", και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.


Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;".


Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.


β'

Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη "καούν" οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.


Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, "ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.


Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.


Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.


Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. "Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον" (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.


Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι’ αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).


γ'

Για να δείξη ο Χριστός την δόξα της θεότητός Του ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Θα μπορούσε αυτό να γίνη και σε μια πεδιάδα, σε ένα απόμακρο μέρος. Γιατί όμως προτιμήθηκε το όρος;


Στην παλαιά εποχή συνηθιζόταν όλα τα μεγάλα γεγονότα να γίνωνται σε υψηλότερο μέρος, σε υψηλά και χαμηλά βουνά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ειδωλολάτρες που πάνω στα βουνά τελούσαν τις θυσίες τους. Ο Χριστός δείχνει το μεγαλείο της δόξης Του επάνω στο όρος Θαβώρ, αφού η φανέρωση της θεουργίας της ανθρωπίνης φύσεως είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.


Έπειτα, όπως είπε ο Χριστός, ήλθε για να αναζητήση το πλανώμενο πρόβατο, το οποίο χάθηκε στα βουνά. Επομένως, ο Χριστός ανήλθε στο όρος για να δείξη ότι Αυτός βρήκε το πλανηθέν πρόβατο και το ελευθέρωσε από την αμαρτία και τον διάβολο, ότι αυτός είναι ο πραγματικός ποιμήν των ανθρώπων (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).


Η ανάβαση ακόμη στο όρος δείχνει ότι, όσοι θέλουν να δούν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, θα πρέπει να εξέλθουν από την χθαμαλότητα, να αφήσουν τα χαμηλά και να ανεβούν ψηλά, δηλαδή να καθαρισθούν από όλα τα γεώδη που τους κρατούν δεμένους στην γή.


Η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε οι Μαθητές είδαν δύο ηλίους τον αισθητό και τον νοητό. Σε ένα τροπάριό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: "Υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου". Δηλαδή, ο αισθητός ήλιος κρύφτηκε και αφανίστηκε από τις ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Ίσως στην αρχή έβλεπαν δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, όπως λέγουν οι άγιοι που έχουν τέτοιες εμπειρίες, αλλά όταν είδαν μεγαλύτερη ενέργεια της θεότητος, τότε χάθηκε τελείως ο αισθητός ήλιος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι οι Μαθητές στο Θαβώρ έβλεπαν δύο ηλίους "ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος, και ένα παρά το έθος".


Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι στο όρος Θαβώρ, κατά τον καιρό της Μεταμορφώσεως του Χριστού έγινε μέγα και φοβερό θέαμα. Πρώτον, γιατί ανέτειλαν δύο ήλιοι, πράγμα το οποίο δεν γνώρισε ποτέ η κτίση. Δεν πρόκειται για τον ένα ήλιο που φαίνεται πριν την ανατολή του ηλίου, τον λεγόμενο παρήλιο, το είδωλο του ηλίου, και στην συνέχεια εμφανίζεται ο πραγματικός ήλιος, αλλά για δύο ηλίους, και μάλιστα κατά την μεσημβρία. Δεύτερον, είναι φοβερό θέαμα, γιατί ο ένας είναι αισθητός ήλιος και ανέτειλε από τους ουρανούς και ο άλλος νοητός, που ανέτειλε από την γή. Αυτός ο δεύτερος ήλιος ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από τον αισθητό ήλιο, που ανέτειλε από τους ουρανούς. Και όπως με την ανατολή του αισθητού ηλίου εξαφανίζονται όλα τα αστέρια του ουρανού, έτσι και με την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης εξαφανίστηκαν και οι ακτίνες του αισθητού ηλίου.


Βέβαια, την δόξα του νοητού ηλίου δεν είδαν όλοι οι άνθρωποι στην γη εκείνη την στιγμή, παρά μόνο οι τρεις Μαθητές και οι Προφήτες, που εμφανίστηκαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι τον αισθητό ήλιο που ανατέλλει τον βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν στην γή, εκτός βέβαια, αν κανείς είναι τυφλός, ενώ τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης τον βλέπουν όσοι είναι κατάλληλοι και ετοιμασμένοι. Και αναλύοντας αυτήν την σκέψη του λέγει ότι τον αισθητό ήλιο, επειδή είναι άψυχος, άλογος και δεν έχει βούληση, τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ ο νοητός ήλιος δεν έχει μόνον φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση κατάλληλη, και γι’ αυτό εμφανίζεται σε όσους αυτός θέλει και εάν και όσο καιρό θέλει. Επομένως, το νοητό και άκτιστο φως το βλέπουν όσοι αξιώνονται από τον Θεό αυτής της εμπειρίας, αφού ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε όσους θέλει, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που αξιώνονται της αποκαλυπτικής εμπειρίας.


δ'

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το φως αυτό που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ δεν ήταν μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά το φως της θεότητος. Ακόμη, δεν ήταν μια κεκρυμμένη τρίτη φύση στον Χριστό, αλλά η θεότης που θεούργησε την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, δηλαδή, είχε δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στην υπόστασή Του ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν αυτήν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.


Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε ουσία έχει και την ενέργειά της. Εάν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, εάν η ουσία είναι κτιστή και η ενέργειά της είναι κτιστή. Επίσης, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλο είναι η ουσία ή φύση, άλλο είναι η ενέργεια, άλλο είναι ο ενεργών, και άλλο είναι το ενέργημα, το αποτέλεσμα της ενεργείας. Η ενέργεια είναι η δόξα της ουσίας, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και ενέργεια. Εμείς οι άνθρωποι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, δεν βλέπουμε, ούτε μετέχουμε της φύσεως του Θεού, αλλά της ενεργείας Του. Επομένως, οι Μαθητές στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά την ενέργειά Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.


Το φως στο όρος Θαβώρ ήταν η δόξα της θεότητος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η λέξη θεότητα δηλώνει την φύση του Θεού και την ενέργειά Του, ενώ η λέξη Θεός δηλώνει το πρόσωπο, την υπόσταση. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε θεότητα μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό ή μόνο το Άγιον Πνεύμα. Μπορούμε να λέμε ο Θεός Πατήρ, ο Θεός Λόγος, το Θείον Πνεύμα, ποτέ όμως η θεότητα του Πατρός, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από την θεότητα του Υιού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.


Η λέξη θεότητα, επειδή δηλώνει την φύση, μπορεί να αποδοθή και στην ενέργεια, γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για "υπερκειμένη θεότητα", που δηλώνει την φύση, η οποία είναι παντελώς αμέθεκτη, και "υφειμένη θεότητα", που δηλώνει την ενέργεια, που είναι μεθεκτή από τον άνθρωπο. Πάντως η θεότητα είναι μία και στις τρεις υποστάσεις (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).


Η λέξη θεότητα είναι πολυσήμαντη και δείχνει διάφορες θεολογικές αλήθειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις που δηλώνουν την ετυμολογία και την προέλευση της λέξεως αυτής. Λέγεται θεότητα "από του θείν και φθάνον πανταχόθεν", και δηλώνει την απανταχού παρουσία του Θεού. Προέρχεται ακόμη η λέξη από το "αποθέοντα και διαφεύγοντα πανταχόθεν", και δηλώνει το μηδαμού είναι, κατά την ουσία και φύση. Λέγεται θεότητα, "από του αίθειν, τουτέστιν καίειν τε και αναλίσκειν πάσαν μοχθηρίαν" και δηλώνει την λαμπρότητα του Θεού, την ενέργειά Του, που κατακαίει κάθε αμαρτωλό. Η λέξη αυτή μπορεί να προέρχεται και από το θεάσθαι, και δηλώνει ότι ο Θεός βλέπει και γινώσκει τα πάντα και πριν από την γέννησή τους. Δηλώνει ακόμη το προνοείν του Θεού, γιατί συνδέεται με το "εφοράν και θεάσθαι". Επί πλέον λέγεται θεότητα από το θεοποιούν. Όλες αυτές οι ετυμολογικές ερμηνείες δείχνουν τις ποικίλες ενέργειες του Θεού, ήτοι την προνοητική, την φωτιστική και θεοποιό ενέργειά Του, καθώς επίσης δείχνουν και το αμέθεκτο του Θεού, όταν η θεότητα αποδίδεται στην ουσία ή φύση.


Η ολοκληρωμένη θεολογική φράση γύρω από το θέμα αυτό είναι ότι οι Μαθητές επάνω στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση, αλλά την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.


ε'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο Θαβώριο όρος έγινε ύστερα από μια διακήρυξη του Χριστού. "Αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει" (Μάρκ. θ', 1). Και αμέσως ο Ευαγγελιστής περιγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως που συνέβη μετά από έξι ημέρες, αφού, όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, δεν παρενεβλήθη κανένα άλλο γεγονός, ούτε διδασκαλία ούτε θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές που παρενεβλήθησαν μεταξύ του λόγου του Χριστού και της Μεταμορφώσεώς Του τις πέρασαν με σιωπή.


Λέγονται πολλά για το τί είναι η Βασιλεία του Θεού. Άλλοι ταυτίζουν την Βασιλεία του Θεού με μια εγκόσμια επικράτηση του θελήματος του Θεού, άλλοι με την μέλλουσα μακαριότητα των δικαίων. Όμως, η σύνδεση της Βασιλείας του Θεού με την Μεταμόρφωση του Χριστού δηλώνει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα της ακτίστου Χάριτος και δόξης του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, και βέβαια είναι η θέωση του ανθρώπου.


Στο σημείο αυτό κάνει υπέροχες παρατηρήσεις ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού συνδέεται στενά με τον βασιλέα, που είναι ο Θεός, ο Χριστός. Στον Χριστό ενώθηκε η Θεία με την ανθρώπινη φύση. Η δόξα της Θεότητος θεούργησε και ελάμπρυνε την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, όπου βρισκόταν ο Χριστός εκεί υπήρχε και η Βασιλεία. Δεν νοείται βασιλεύς χωρίς βασιλεία, ούτε βασιλεία χωρίς βασιλέα. Έτσι, βασιλεία του Θεού χωρίς τον Βασιλέα Χριστό δεν μπορεί να νοηθή.


Ο Χριστός στον λόγο αυτόν συνδέει την βασιλεία με την όραση, "έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού". Πρόκειται για την όραση του ακτίστου φωτός. Το "εληλυθυίαν" δεν σημαίνει ότι η Βασιλεία έρχεται από κάπου αλλού, αλλά δηλώνει το "φανερούσθαι", αφού όπου είναι ο Χριστός εκεί υπάρχει η Βασιλεία, γιατί δεν πρόκειται για τοπική έλευση, αλλά για φανέρωση. Και αυτή η φανέρωση·αποκάλυψη γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το "εν δυνάμει". Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να δη την δόξα του Θεού, αν οι ψυχοσωματικές του αισθήσεις δεν δυναμωθούν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού.


Η Εκκλησία και η Θεία Ευχαριστία μπορούν να ονομασθούν Βασιλεία του Θεού, αν όσοι ζουν μέσα σε αυτήν φθάνουν στην θέα της ακτίστου δόξης του Θεού, που είναι η πραγματική Βασιλεία. Εάν ομιλούμε για την Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού και δεν τα συνδέουμε με την θεοπτία, την όραση του ακτίστου φωτός, τότε σφάλλουμε θεολογικά. Άλλωστε, τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν και οδηγούν τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού, ακριβώς γιατί συνδέονται πολύ στενά με την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.


στ'

Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.


Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ’ εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ’ ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ’ ολοκληρία το κατ’ εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ’ εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.


Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.


Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ’ ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ’ υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ’ ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ’ υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ’ υπόσταση. Γιατί η καθ’ υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.


Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ’ ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ’ υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ’ ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι’ αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.


Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.


ζ'

Το αισθητό φώς, καίτοι είναι κτιστό, είναι η μόνη πραγματικότητα από την γη που μπορεί να δείξη την δόξα και την λάμψη της θεότητος. Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φώς, γιατί έτσι ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβη την δόξα της θεότητος. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη γήινη πραγματικότητα για να το δείξη.


Είναι γεγονός ότι ο Θεός είναι και λέγεται φώς, γιατί αφ’ ενός μεν είναι αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, που είπε: "εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιω. η', 12), αφ’ ετέρου δέ, γιατί όσοι αξιώθηκαν να Τον δούν Τον είδαν ως φως λαμπρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Ευαγγελιστής λέγει ότι το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, γιατί δεν υπάρχει καμμιά άλλη εικόνα για να παρουσιάση την λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού εκείνη την στιγμή.


Η εικόνα του ηλίου δείχνει και μια άλλη θεολογική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέγει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του φωτός και του ηλίου. Ο Θεός, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας έκανε το φως και την τέταρτη ημέρα έκανε τον ήλιο και του έδωσε το φώς. Έτσι το φως ήταν πρωτόγονο, ενώ το φως στον δίσκο του ηλίου έγινε την τέταρτη ημέρα. Αυτό αναλογικά βλέπουμε και στον Χριστό. Το φως του Θεού ήταν και είναι άναρχο, δηλαδή δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε αυτό το φώς. Αργότερα, όμως, κατά την ενανθρώπηση έλαμψε και το πρόσλημμα – η ανθρώπινη φύση που έλαβε όλο το πλήρωμα της θεότητος. Έτσι, ενώ ο Θεός ήταν πάντα φώς, κατά την ενανθρώπησή Του και το σώμα που προσέλαβε έγινε πηγή του ακτίστου Φωτός.


Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του φωτός της θεότητος και του φωτός του ηλίου, όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχη τέλος. Το κτιστό ακόμη έχει τροπή και αλλοίωση. Όμως, το άκτιστο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος καί, βέβαια, δεν έχει καμμιά τροπή, αλλοίωση. Γι’ αυτό πάντοτε με συγκατάβαση πρέπει να χρησιμοποιούμε αισθητές πραγματικότητες. Ο ιερός Ευαγγελιστής έγραψε: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Δεν έγινε το πρόσωπό του ήλιος, αλλά ως ήλιος.


Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνει την διαφορά μεταξύ της λάμψεως του αισθητού ηλίου και της ελλάμψεως του ηλίου της δικαιοσύνης. Το φως του αισθητού ηλίου, επειδή είναι χρονικό, έρχεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου κατά καιρούς, δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον και όχι όλο μαζί, αθρόον. Έτσι, από τον όρθρο μεταβαίνει στην ανατολή, και από την ανατολή στην μεσημβρία και από εκεί στην δύση. Υπάρχει αλλαγή φωτοχυσίας και δίνεται κατά αναλόγους καιρούς. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Μαθητάς επάνω στο όρος Θαβώρ. Επειδή το φως της δικαιοσύνης είναι άκτιστο και υπέρχρονο δεν έλαμψε στους αποστόλους "από ολίγον ολίγον κατά πρόοδον και μετάβασιν, αλλά ευθύς και όλον ομού".


Το φως αυτό του Θεού ενεργεί κατά δύο τρόπους, ήτοι φωτιστικό και καυστικό, κατά τον βαθμό της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, το κάρβουνο έχει και το γεώδες και υλικό, επειδή γίνεται στάχτη, αλλά και το φωτιστικό και φλογερό. Γι’ αυτό σε άλλες περιπτώσεις κατακαίει και σε άλλες φωτίζει. Αυτό γίνεται και με το φως του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Ο Χριστός ομοιάζει με το αναμμένο κάρβουνο, αφού έχει την ανθρώπινη φύση, το υλικό, αλλά και το φως της θεότητος. Όμως δεν συμβαίνει ό,τι με το κάρβουνο, που δεν φωτίζει αυτούς που είναι μακριά και κατακαίει αυτούς που είναι κοντά, αλλά γίνεται κάτι άλλο διαφορετικό. Γίνεται φως γι’ αυτούς που είναι καθαροί ως προς την αμαρτία και φωτιά γι’ αυτούς που είναι ακάθαρτοι.


Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να δούμε την ωραιοτάτη παρατήρηση του Μ. Βασιλείου σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πεπυρακτωμένο σίδηρο, λέγει ότι το πυρ έρχεται στον σίδηρο όχι μεταβατικώς, αλλά μεταδοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν τρέχει προς τον σίδηρο, αλλά μένοντας στον τόπο του μεταδίδει σε αυτόν τις δικές του δυνάμεις και ενέργειες, ώστε αφ’ ενός μεν το πυρ δεν ελαττώνεται από την μετάδοση, αφ’ ετέρου δε γεμίζει ολόκληρο τον σίδηρο. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν εκινήθη από τον Εαυτό Του, δηλαδή, δεν μετέβη τοπικώς, αλλά συγκατέβη προς το ανθρώπινο γένος και εσκήνωσε μέσα μας, χωρίς να παύση να βρίσκεται στους ουρανούς. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου διατυπώνεται αυτό θαυμάσια: "Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν".


η'

Ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος βεβαιώνει: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Πέρα από αυτά τα οποία τονίσαμε προηγουμένως πρέπει να επεκταθούμε λίγο ακόμη και να υπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές αλήθειες, γύρω από την έλλαμψη του προσώπου του Χριστού.


Το φως του Θεού είναι προαιώνιο, άχρονο, αλλά στο Θαβώρ, κατά άκρα φιλανθρωπία του Θεού, περιγράφηκε στο ανθρώπινο σώμα, "ως εν δίσκω ηλιακώ". Παρά την έλλαμψη και την περιγραφή στο πρόσωπο του Χριστού, εν τούτοις "άσχετον ήν, και ασχέτως επλήρει το πάν, απερίγραπτον μένον και εν τω περιγράφεσθαι" (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, της Μεταμορφώσεώς Του, αλλά και της θεώσεως του ανθρώπου.


Για να μη γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ του κτιστού φωτός του ηλίου και του ακτίστου Φωτός της θεότητος, οι άγιοι Πατέρες πολλές φορές χρησιμοποιούν και τον όρο "υπέρφωτος γνόφος". Πραγματικά, ο Θεός είναι φώς, και έτσι τον είδαν οι άγιοι, αλλά για την υπερέχουσα φανότητα και για την μη συσχέτηση με άλλα κτιστά φώτα λέγεται υπέρφωτος γνόφος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λεγομένη καταφατική και αποφατική θεολογία. Η πρώτη (καταφατική) θεολογία, που ονομάζει τον Θεό από τις ενέργειές Του και τα αποτελέσματα των ενεργειών Του, χαρακτηρίζει τον Θεό φως αληθινό, απρόσιτο και άκρατο. Η δεύτερη (αποφατική) θεολογία ονομάζει τον Θεό "υπέρ φώς", όπως ακριβώς τον χαρακτηρίζει και υπερώνυμο και υπερούσιο. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη της αποφατικής θεολογίας δεν οδηγεί στον αγνωστικισμό, δεν καταλήγει σε ένα ανυπόστατο μυστικισμό, αλλά αποφεύγει τους κινδύνους της λογικοκρατίας και της αισθησιοκρατίας (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).


Αυτά σημαίνουν ότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε ως ο ήλιος, αλλά ταυτόχρονα έλαμψε και υπέρ ήλιον, που σημαίνει έλαμψε υπέρ λόγον και έννοια, κατά άρρητο τρόπο. Οι εκφράσεις των Πατέρων είναι δηλωτικές αυτής της πραγματικότητος. Κάνουν λόγο για το ότι οι Μαθητές και οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως, μετέχουν αμεθέκτως, νοούν ανοήτως τον Θεό.


Επομένως, η έλλαμψη του Χριστού στο Θαβώρ, η αποκάλυψη της δόξης Του στους θεουμένους κάθε εποχής, δεν είναι ένα αισθητικό γεγονός, αλλά μυστήριο, είναι φανέρωση κατά άρρητο τρόπο της δόξης του Θεού.


θ'

Όπως την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού υπάρχει εμφάνιση και αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, έτσι και την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του πάνω στο Θαβώρ αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, έλαμψε ενώπιον των Μαθητών και φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του. Ο Πατήρ επιβεβαίωσε ότι αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, και το Άγιον Πνεύμα ήταν η νεφέλη φωτεινή που επισκίασε τους Μαθητάς.


Ο Τριαδικός Θεός είναι φώς, αφού το φως είναι η λάμψη της θεότητος, η όραση της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στα τροπάρια της Εκκλησίας ψάλλεται: "φώς ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα". Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, η φωνή του Πατρός ήταν πολύ δυνατή θεωρία φωτός, γι’ αυτό, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τότε ακριβώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν οι Μαθητές και έπεσαν στην γή, και η νεφέλη, που ήταν η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ήταν φωτεινή. Όλα εκφράζουν την δόξα της θεότητος.


Στον μεγαλύτερο βαθμό θεοπτίας ακούστηκε η φωνή του Πατρός: "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα" (Ματθ. ιζ', 5). Όταν αναλύσαμε την Βάπτιση του Χριστού, είδαμε εκεί τί σημαίνει αυτή η επιβεβαίωση του Πατρός. Εδώ πρέπει να παραθέσουμε την άποψη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Πατήρ δείχνει την μεγάλη Του αγάπη προς τον κατά φύσιν Υιό Του, τον μονογενή. Η αγάπη του Πατρός είναι τριπλή, πρώτον, επειδή είναι Υιός και κάθε πατέρας αγαπά το παιδί του, δεύτερον, γιατί είναι αγαπητός και τρίτον, γιατί ευδόκησε σε αυτόν.


Η φωνή του Πατρός δείχνει ακόμη και ότι στο όρος Θαβώρ υπάρχει και όραση και ακοή. Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, κατά την θεωρία του Θεού και την αποκάλυψή Του, όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου γίνονται μία αίσθηση, ενοποιούνται. Γι’ αυτό και η όραση είναι ακοή, και η ακοή είναι όραση, και η όραση και ακοή είναι γεύση και αίσθηση κλπ. Την ώρα της θεοπτίας ο άνθρωπος δεν είναι διεσπασμένος, αφού η διάσπαση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Όμως, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θεωρία του Θεού, βλέπει τον Θεό δια της θεώσεώς του.


Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη συνήθως η όραση είναι αξιοπιστοτέρα της ακοής. Πρώτα ακούει κανείς κάτι και στην συνέχεια προχωρεί και στην όρασή του. Εδώ, όμως, συνέβη το αντίθετο. Οι Μαθητές είδαν την δόξα του Θεού και στην συνέχεια ακολούθησε και η επιβεβαίωση δια της ακοής.


Εξηγώντας ο άγιος Νικόδημος αυτό το γεγονός, λέγει ότι εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Συνήθως στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ενεργούσαν τα ενεργούμενα δια της ακοής, αφού οι Προφήτες φανέρωναν τα μέλλοντα δια της προρρήσεως και των προφητειών. Και συνήθως πρώτα άκουγαν για τον Θεό και στην συνέχεια έβλεπαν, όπως άλλωστε ομολογεί ο δίκαιος Ιώβ: "Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ Σε" (Ιώβ, μβ', 5). Στην Καινή Διαθήκη, όμως, γίνεται το αντίθετο. Συνήθως προηγείται η όραση και ακολουθεί η ακοή. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη κηρυττόταν η έλευση του Μεσσίου, όταν όμως ήλθε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε προηγείται η όραση, αφού τον έβλεπαν και ακολουθούσε η επιβεβαίωση.


Αυτό συμβαίνει στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο της καθάρσεως, που ουσιαστικά υπενθυμίζει τον τρόπο ζωής που συνιστά ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε για τον Θεό. Όταν φθάνουμε όμως στον φωτισμό του νοός και την θέωση, με την μυστηριακή ζωή και την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βλέπουμε τον Θεό.


Όλα αυτά πρέπει να λέγωνται συγκαταβατικά και μέσα στα πλαίσια ότι, όταν ο θεούμενος φθάνη στην θέωση, τότε ενοποιούνται όλες οι ψυχοσωματικές δυνάμεις.


Η φωνή του Πατρός εξέρχεται μέσα από την φωτεινή νεφέλη, πράγμα το οποίο δείχνει το ομοούσιο του Πατρός με το Άγιον Πνεύμα, και βεβαίως το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Η εμφάνιση της φωτεινής νεφέλης συνδέεται ακόμη και με την αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Αυτός που καθοδηγούσε τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.


Στο βιβλίο της Εξόδου λέγεται ότι ο Θεός οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στην πορεία του από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, φωτίζοντάς τον την νύκτα με το πυρ και σκεπάζοντάς τους την ημέρα με την νεφέλη, "ο δε Θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα, εν στύλω πυρός" (Εξ. ιγ', 21).


Επάνω στο Θαβώρ έχουμε και το φως και την νεφέλη. Φώς είναι ο Χριστός, αφού έλαμψε το πρόσωπό Του ως ο ήλιος, και νεφέλη είναι η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτήν την αλήθεια δεν πρέπει κανείς να εννοήση ότι άλλο είναι το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Παναγίου Πνεύματος, ότι η οικονομία του Υιού γίνεται ανεξάρτητα από την οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι η δημιουργία και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.


Πάντως, εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι στο Θαβώρ έχουμε εμφάνιση και αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Η εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων, κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και μετέχουμε των ενεργειών του Τριαδικού Θεού.


ι'

Στο όρος Θαβώρ εκτός από τον Τριαδικό Θεό υπάρχουν πέντε πρόσωπα. Πλησίον του Χριστού είναι δύο εξέχοντα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ο Προφήτης Μωϋσής και ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και οι τρεις Μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι πρώτοι είναι εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης, και συγκεκριμένα του Νόμου (Μωϋσής) και των Προφητών (Ηλίας), και οι Απόστολοι είναι εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης.


Οι Μαθητές γνώριζαν ότι τα εμφανισθέντα πρόσωπα από την Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας από δύο κυρίως αίτια.


Πρώτον, από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή αναγνώρισαν τους θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή βρίσκονταν μέσα στο φως του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το φως του Θεού αποκαλύπτει όλα τα μέλλοντα, πολύ περισσότερο αποκαλύπτει τα παρόντα και ενεστώτα.


Δεύτερον, γνωρίστηκαν από τους Αποστόλους οι θεόπτες της Παλαιάς Διαθήκης, από την συζήτηση που είχαν με τον Χριστό. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: "καί ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας, μετ’ αυτού συλλαλούντες" (Ματθ. ιζ', 3). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος μας παρουσιάζει και το περιεχόμενο της συζητήσεως: "Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον περί την έξοδον αυτού ήν έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ" (Λουκ. θ', 30-31). Οι αποκαλυφθέντες, εκείνη την ώρα, άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν για το Πάθος του Χριστού. Δεδομένου ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, αφού λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς "καί εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον..." (Λουκ. θ', 29), και ότι η συνομιλία των δύο ανδρών με τον Χριστό αναφερόταν στο Πάθος, εξάγεται ότι το γεγονός αυτό συνδέεται στενά με την προσευχή του Κυρίου στην Γεθσημανή, όταν ζητούσε να αποφύγη το πικρό ποτήριο του θανάτου.


Ο ιερός Θεοφύλακτος λέγει ότι οι Μαθητές κατάλαβαν τους Προφήτας αυτούς από τους λόγους που θα έλεγαν στον Χριστό, και οι οποίοι θα ήταν σχετικοί με εκείνα που προεφήτευσαν, όσο ζούσαν. Ίσως ο Μωϋσής θα έλεγε: "Σύ εί, ου προτύπωσα το πάθος εγώ, σφάξας τον αμνόν και το πάσχα τελέσας". Και ο Ηλίας θα έλεγε: "Σύ εί, ου την ανάστασιν προτύπωσα εν τω της χήρας Υιώ". Ο Μωϋσής μιλούσε για την προτύπωση του Πάθους του Χριστού, του χριστιανικού Πάσχα, ενώ ο Ηλίας για την Ανάσταση του Χριστού.


ια'

Είναι γνωστόν από την πατερική παράδοση ότι της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετέχουν όσοι βρίσκονται σε κατάσταση θεοπτίας, γιατί η αποκάλυψη του Θεού σε ακαθάρτους ανθρώπους είναι κόλαση και καταδίκη. Έτσι, και κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, εμφανίζεται ο Μωϋσής και ο Ηλίας, όχι μόνο γιατί είναι εκπρόσωποι του νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά γιατί και οι δύο υπήρξαν θεόπτες κατά την διάρκεια της ζωής τους.


Στο όρος Σινά ο Μωϋσής είδε την δόξα του ασάρκου Λόγου, ο οποίος του παρέδωσε τον Νόμο, την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και πριν από αυτό είδε την άλλη καταπληκτική θεωρία που δήλωνε την σάρκωση του Λόγου, δηλαδή την θεωρία της καταφλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Άλλοτε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλυφθή και να φανερώση τον Εαυτό Του. Και όταν ο Θεός του ανήγγειλε ότι θα αποκαλυφθή του είπε να εισέλθη σε ένα βράχο (πέτρα), και καθώς πέρασε έκρυψε την οπή του βράχου, για να μη δη το πρόσωπό Του, αλλά τα οπίσθια. (Εξ. λγ', 12-23). Και αυτή η αποκάλυψη δηλώνει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.


Αλλά και ο Προφήτης Ηλίας αξιώθηκε να δη τον άσαρκο Λόγο, με την μορφή της λεπτής αύρας. Η αποκάλυψη του Θεού δεν έγινε με την μορφή του αέρος, του σεισμού και του πυρός, αλλά με την λεπτή φωνή αύρας. "Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος". Όταν άκουσε ο Προφήτης Ηλίας την φωνή της λεπτής αύρας, κάλυψε το πρόσωπό του με την μηλωτή, και αφού βγήκε από το σπήλαιο, στάθηκε κάτω από αυτό (Γ' Βασ. ιθ', 11-13). Και η θεοπτία αυτή είχε σχέση με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, γιατί με την ενανθρώπησή Του ο Θεός παρουσίασε την αγάπη και την φιλανθρωπία Του.


Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ της θεοπτίας που είχαν οι δύο Προφήτες κατά την διάρκεια της ζωής τους, από την θεοπτία που είχαν στο όρος Θαβώρ. Τότε ήταν θεωρία του ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό και εκρύβησαν στην πέτρα και το σπήλαιο, ενώ τώρα βλέπουν τον ενσαρκωμένο Λόγο. Τότε το Σινά καιγόταν έως τον ουρανό, υπήρχε δε σκοτάδι, γνόφος και θύελλα, και μεγάλη φωνή (Δευτ. δ', 11), που εκφράζουν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στο Θαβώρ όλα ήταν λαμπρά και φωτεινά, εξαστράπτοντα από το απρόσιτο φως της θεότητος, δείγμα ότι ήταν ανώτερο το φως από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.


Ο ιερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει πολύ εκφραστικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκαν οι θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτον, για να αποδειχθή ότι ο Χριστός είναι Κύριος του Νόμου και των Προφητών. Δεύτερον, για να φανή ότι κυριεύει ζώντων και νεκρών, αφού ο Μωϋσής ήταν νομοθέτης και πέθανε, ενώ ο Ηλίας ήταν Προφήτης και ακόμη ζούσε, αφού ηρπάγη με άρμα στον ουρανό. Τρίτον, για να φανή καλά ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με τον νόμο, αλλά ούτε αντίθεος, διαφορετικά οι μεγάλοι αυτοί θεόπτες άνδρες δεν θα ομιλούσαν μαζί Του. Τέταρτον, για να λύση την υποψία μερικών ότι Αυτός είναι ο Ηλίας που περίμεναν ή κάποιος άλλος Προφήτης. Και πέμπτον, για να διδάξη τους Μαθητάς Του να μιμηθούν τους μεγάλους αυτούς άνδρας, δηλαδή να είναι πραείς, όπως ο Μωϋσής, και ζηλωτές, άκαμπτοι και να κινδυνεύουν, όταν χρειασθή για την αλήθεια, όπως ο Προφήτης Ηλίας.


Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωϋσής και Ηλίας στέκονταν με ευλάβεια και σεβασμό πλησίον του Χριστού. Ο ιερός Κοσμάς ο Μελωδός στον κανόνα της εορτής γράφει: "ιεροπρεπώς εστώτες Μωϋσής τε και Ηλίας εν όρει Θαβώρ, της θείας χαρακτήρα τρανώς υποστάσεως βλέποντες Χριστόν εν Πατρώα εξαστράψαντα δόξη ανέμελπον...". Οι Προφήτες έβλεπαν στο όρος Θαβώρ τον σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού και μέσα στην θεωρία γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που είχε τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός, δηλαδή την δόξα του Θεού Πατρός. Γι’ αυτόν τον λόγο και στέκονταν ιεροπρεπώς και δουλικώς.


Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη στεκόταν ως αρχιερεύς μεταξύ του Ώρ και του Ααρών για να νικήση ο Ισραηλιτικός λαός, και ο Ηλίας ως αρχιερεύς του Θεού θανάτωσε στους ιερείς του Βάαλ και ολοκαύτωσε την θυσία. Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχιερείς του Θεού στέκονται τώρα στο Θαβώρ ως ιερείς και δούλοι, έχοντες στο μέσον τον Μέγα αρχιερέα Χριστό, που ετοιμάζεται για την μεγάλη θυσία.


Αυτό το "ιεροπρεπώς" και "δουλικώς" υπενθυμίζει και την μεγάλη διαφορά που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αφού είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού και θεοποιεί τους ανθρώπους, ενώ οι Προφήτες πάσχουν στην θέωση, δηλαδή γίνονται κατά χάριν και κατά μέθεξιν θεοί. Με άλλα λόγια ο Χριστός είναι αυτόφωτος ήλιος, ενώ αυτοί ετερόφωτα αστέρια.


Πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη λεπτομέρεια, που όμως δείχνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι "εν τω γενέσθαι την φωνήν (τού πατρός, Ούτος εστιν...) ευρέθη ο Ιησούς μόνος" (Λουκ. θ', 36). Δηλαδή, με την ακοή της φωνής εξαφανίσθηκαν οι δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και παρέμεινε μόνος ο Χριστός. Κατά τον ιερό Θεοφύλακτο, αυτό έγινε για να μη νομίση κανείς ότι η φωνή αυτή έγινε για τον Μωϋσή και τον Ηλία, αλλά μόνο για τον Χριστό. Δεν έπρεπε να γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ αυτών των προσώπων. Ο Χριστός είναι το κέντρο των ουρανίων και των επιγείων.


ιβ'

Στο μεγάλο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού ήταν παρόντες μόνο οι τρεις Μαθητές, ήτοι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Τα τρία αυτά πρόσωπα παραλαμβάνονται από τον Χριστό και σε άλλες μεγάλες στιγμές, όπως κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και την προσευχή Του στην Γεθσημανή.


Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως προσωποληψία. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Χριστό διαθέσεις ανθρώπινες και εμπαθή αισθήματα. Υπάρχει μια βαθύτατη θεολογική αιτιολογία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού μπορεί να είναι Παράδεισος για τους καταλλήλους για την θεωρία αυτή και Κόλαση για τους ακαθάρτους ή τουλάχιστον για τους μη προετοιμασθέντας. Γι’ αυτό και πρέπει κανείς να βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού θεοπτικά και όχι κολαστικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τρεις Μαθητές ήταν πιο κατάλληλοι για να δεχθούν αυτήν την αποκάλυψη του Θεού. Για τους άλλους έπρεπε να μείνη κρυφή και να αποκαλυφθή μετά την Ανάστασή Του.


Οι τρεις Μαθητές είχαν μερικά προσόντα που τους έκαναν καταλλήλους για την συμμετοχή τους στην θεωρία αυτή. Και οι τρεις υπερείχαν από τους άλλους Μαθητάς (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η υπεροχή τους φαίνεται στο ότι ο Πέτρος αγαπούσε πολύ (σφόδρα) τον Χριστό με την θερμότητα της πίστεως, ο Ιωάννης αγαπιόταν πολύ (σφόδρα) από τον Χριστό ένεκα της υπερβολής των αρετών, και ο Ιάκωβος από του ότι ήταν σφόδρα βαρύς στους Ιουδαίους, αφού και ο Ηρώδης τον εφόνευσε (Ζυγαβηνός).


Οι δύο τουλάχιστον από τους τρεις Μαθητές που παρευρέθησαν στο Θαβώρ την φοβερά εκείνη ώρα έδωσαν την μαρτυρία τους για το γεγονός. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει σε επιστολή του: "ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος". Και αφού αναφέρεται στην φωνή του Πατρός γράφει: "καί ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω..." (Β' Πέτρ. α', 16-20). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην καθολική του επιστολή γράφει: "Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν" (Α' Ιω. α', 1-2). Πέρα από τα δύο αυτά χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλα τα κείμενα που συνέγραψαν οι θείοι Απόστολοι είναι απόδειξη της θείας εποψίας, είναι απαύγασμα της εμπειρίας που είχαν στο όρος Θαβώρ και στην Πεντηκοστή.


Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν "καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία", στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, "έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα" (Ματθ. ιζ', 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την υπερβολή του φωτός. Άλλωστε, η φωνή του Πατρός ήταν θεωρία του Θεού, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη που είχαν οι Μαθητές. Φοβήθηκαν, λοιπόν, για την υπερέχουσα φανότητα.


Στα λειτουργικά κείμενα τα οποία αναφέρονται σε αυτό το γεγονός άλλοτε μεν λέγεται ότι οι Μαθητές αισθάνθηκαν φόβο και άλλοτε ότι αισθάνθηκαν χαρά. Αλλά, όπως εξηγούν οι Πατέρες, αυτός ο φόβος ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, αφού δεν ήταν δουλικός, αλλά υιικός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές.


ιγ'

Ήδη έχουμε τονίσει ότι οι δύο Προφήτες ήταν εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης και οι τρεις Απόστολοι ήταν εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης. Οπότε φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τις αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και προφητεύει την ενανθρώπησή Του, και η Καινή Διαθήκη περιγράφει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Όχι μόνο την παρουσιάζει, αλλά δίνει την μαρτυρία ότι και οι άνθρωποι μπορούν να μεθέξουν της ενσαρκώσεως, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού.


Έτσι, το κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, και μάλιστα ο ένδοξος Χριστός. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μερικές ιστορίες και να εξαγάγουμε ηθικά συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, είναι απαραίτητα και αναγκαία, και να παραθεωρούμε το βασικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Και επειδή ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής, ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος, και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αλάνθαστα μόνο από την Εκκλησία και από εκείνους που ζουν μέσα στην θεοπτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, που είναι τα ζωντανά μέλη του Χριστού μπορούν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή.


Κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς" (Ματθ. ιζ', 2). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, λέγοντας: "καί μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι" (Μάρκ. θ', 2-3). Ενώ το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, τα ιμάτιά Του λαμπρύνθηκαν και φάνηκαν σαν το χιόνι. Ήταν τόσο λευκά, όσο δεν μπορεί κανείς βαφεύς να λευκάνη.


Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι τα λαμπρά ιμάτια είναι το γράμμα του λόγου του Θεού, το οποίο όμως φαίνεται λαμπρό σε αυτούς που βλέπουν εν πνεύματι τα του πνεύματος. Αντίθετα, οι άλλοι που είναι στοχαστές, δεν μπορούν να τα εξηγήσουν, αλλά ούτε και να τα καταλάβουν, ενώ τα εξηγούν οι θεόπτες. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι θεούμενοι μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Θεού και τον λόγο των θεουμένων.


Τα ίδια διδάσκει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Λέγει ότι το πνεύμα του νόμου είναι η ψυχή και το γράμμα του νόμου είναι το σώμα και τα ιμάτια. Χωρίς κανείς να περιφρονή τα ιμάτια και το σώμα, πρέπει να προχωρή στο πνεύμα, στην ψυχή.


Επομένως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, ώστε αφ’ ενός μεν να μη περιφρονούμε τα ιμάτιά της, αφ’ ετέρου δε τα ιμάτια να μη γίνουν αφορμή να αγνοούμε το λαμπρό πρόσωπό της.


ιδ'

Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι και το Σώμα του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όπως και γενικά σε όλη την ζωή Του, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Πριν την ενανθρώπηση, πηγή της ακτίστου Χάριτος ήταν οι θείες υποστάσεις, τώρα πηγή γίνεται και η ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι και το πρόσωπο του Χριστού "έλαμψεν ως ο ήλιος".


Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν το σώμα που προσελήφθη από τον Χριστό και θεώθηκε ομόθεο, ακριβώς γιατί κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος. Ένα παράδειγμα κατ’ αναλογία είναι ο αισθητός ήλιος. Το φως υπήρχε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, ενώ ο ήλιος έγινε πηγή του φωτός την τετάρτη ημέρα της δημιουργίας, όταν ενώθηκε με το φώς. Έτσι, το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "διά την πρόσληψιν την χρισθείσαν θεότητι και γενημένην όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον". Αυτό λέγεται και σε συνοδικά και λειτουργικά κείμενα.


Παρά το ότι το σώμα είναι και λέγεται ομόθεο, παρά το ότι θεώθηκε, εν τούτοις δεν εξήλθε από τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως για να τραπή σε θεότητα. Αυτό το λέγουν οι Μονοφυσίτες, που ισχυρίζονται ότι η θεία φύση απερρόφησε την ανθρώπινη φύση. Όμως, αν και το σώμα θεώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε άτρεπτο και δεν απέβαλε ούτε τα φυσικά ιδιώματά του, ούτε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη που ο Χριστός ανέλαβε εκουσίως. Έτσι, ο Χριστός και μετά την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, κράτησε το παθητό, το φθαρτό και το θνητό. Βέβαια, αυτά λέγονται για τον καιρό προ της Αναστάσεως, γιατί μετά την Ανάσταση ο Χριστός απέβαλε το φθαρτό και το θνητό, όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Γι’ αυτό το θέμα θα λεχθούν τα απαραίτητα όταν θα γίνη λόγος για την Ανάσταση του Χριστού.


Το ότι το σώμα του Χριστού κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος έχει συνέπειες συνταρακτικές στην εκκλησιαστική ζωή. Μπορούμε να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Με την Θεία Κοινωνία ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αφηρημένα την Χάρη του Θεού, αλλά το ομόθεο σώμα του Χριστού, που είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν αγιάζεται κάθε Χριστιανός που κοινωνεί, αλλά μόνο εκείνος που έχει προετοιμασθή, όταν είναι μέλος, πραγματικό και ζωντανό, της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Η Θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.


ιε'

Ερμηνεύοντας το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως βλέπουμε την διαφορά στην μετοχή της δόξης του Θεού. Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, γι’ αυτό το πρόσωπό του έλαμψε ως ο ήλιος. Τους Μαθητάς Του, και γενικά τους ανθρώπους, που είναι άξιοι να μεθέξουν της θεοποιού ενεργείας Του, τους θέωσε και τους θεώνει, οπότε μετέχουν κατά χάριν και ευδοκία της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τα ιμάτια λαμπρύνονται από την δόξα του Θεού. Αλλά και όλη η κτίση φαιδρύνεται. Ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής σε ένα τροπάριο λέγει ότι το άδυτο φως του Θεού που φανερώθηκε στο Θαβώρ "τήν κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε". Δηλαδή η κτίση λαμπρύνεται, φαιδρύνεται, αλλά μόνο οι άνθρωποι θεώνονται.


Αυτό φανερώνει ότι ολόκληρη η δημιουργία διαφοροτρόπως μετέχει στην δόξα του Θεού. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θέωση της κτίσεως, αλλά για αγιασμό της κτίσεως και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δεν μπορούμε να θέτουμε στην ίδια προοπτική την κτίση και τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ η κτίση άλογη, και αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της κτίσεως και ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο.


ιστ'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.


Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.


Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: "Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί" (Ψαλμ. πα', 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα "θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού" (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).


ιζ'

Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.


Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον". Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).


Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: "λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον". Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: "Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον". Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.


Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ’ εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται "εν μορφή Θεού".


Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: "Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία" (Ματθ. ιζ', 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.


Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.


Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.


Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.


Σεπτέμβριος 1994

Από το βιβλίο του Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

 "Οι Δεσποτικές Εορτές",
( Κεφ. Α7, Εκδόσεις Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου)


Υάκινθος