Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Πάθη...




[...] Πρέπει να καταλάβουμε  ότι στην προπατορική αμαρτία υπάρχουν οι σπόροι όλων των παθών. Ως απόγονοι  λοιπόν του Αδάμ, γεννιόμαστε  με τη ροπή  πρός κάθε  λογής αμαρτία. Γι' αυτό δεν πρέπει να απορούμε, όταν εμφανίζεται μέσα μας οποιοδήποτε πάθος και μας πολεμάει.
Η εμφάνιση, η ενέργεια και η εξέλιξη ενός πάθους εξαρτώνται από τις ιδιότητες της ψυχής και του σώματος κάθε ανθρώπου όσο και από τις συνθήκες . 'Ετσι, στον ένα άνθρωπο ενεργεί με ιδιαίτερη δύναμη ετούτο το πάθος και στον άλλον εκείνο' στον έναν η λαγνεία και στον άλλον η φιλοδοξία. 'Οποιος, πάντως, δεν πολεμείται από κάποιο πάθος, ας μη νομίζει πώς αυτό δεν υπάρχει μέσα του' υπάρχει, απλώς δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αποκαλυφθεί.
Ο αγωνιστής πρέπει να βρίσκεται αδιάλειπτα σε ετοιμότητα,
για ν' αντιδράσει αποτελεσματικά, όταν θα του επιτεθεί ένα πάθος, προπαντός το πάθος εκείνο που εμφανίζεται πιό συχνά,τον πολεμάει πιο επίμονα και τον ταράζει πιο πολύ από τα άλλα.
Σε κάθε άνθρωπο τα πάθη που είναι οικεία στην πεσμένη του φύση διαφέρουν σε ένταση από τα πάθη που αποκτά θεληματικά.
Η δύναμη των δευτέρων είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από τη δύναμη των πρώτων. Αλλά η μετάνοια, αυτό το παντοδύναμο φάρμακο που μας δόθηκε από τον παντοδύναμο Γιατρό, τον Θεό, θεραπεύει τον άνθρωπο που θα θελήσει να το χρησιμοπιήσει σωστά. Η μετάνοια είναι πανάκεια για όλες τις ασθένειες της ψυχής, για όλες τις αμαρτίες.
Μερικά πάθη, όπως η γαστριμαργία, η τρυφή, η πολυτέλεια, οι διασκεδάσεις, η φιλαργυρία, η φιλοδοξία, η απιστία, αποτελούν την αρχή και την αιτία άλλων παθών, όπως είναι η ηδυπάθεια, η λύπη, η οργή, η μνησικακία, ο φθόνος,
η υπερηφάνεια, η λήθη του Θεού, η εγκατάλειψη της ενάρετης βιοτής. Στον πνευματικό αγώνα πρέπει να πολεμάμε αρχικά και κατεξοχήν τα πρώτα  πάθη. Αν νικηθούν αυτά, τα δεύτερα θα αφανιστούν μόνα τους. 'Οποιος αρνήθηκε τις σωματικές απολαύσεις, την ανθρώπινη δόξα, τον υλικό πλούτο, τον βιοτικό περισπασμό, δεν θα κυριευθεί από την οργή και τη λύπη, την υπερηφάνεια και τη ζήλια. Ανεμπόδιστα θα βαδίζει στον δρόμο των εντολών του Θεού, τον δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία, τον δρόμο που οδηγεί στη θεογνωσία, την προσιτή μόνο στις καθαρές καρδιές.
Αρχηγός και θύρα όλων των παθών είναι η απιστία. Αυτή αφήνει να μπούν στην ψυχή και η φιλαργυρία και η φιλοδοξία και η οργή και η λύπη και, το κορυφαίο κακό η απελπισία.
Αρχηγός και θύρα όλων των γνήσιων χριστιανικών αρετών είναι η πίστη.[...]

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
"Ασκητικές Εμπειρίες  Β' "

Μπορείτε επίσης να διαβάσετε τις σχετικές αναρτήσεις "Πάθη και καρδιά" (17/2/2012)
και "'Οφις"( 9/5/2012)



Απορήσας εκ πάντων πρός σε κατέφυγον,
την ελπίδα απάντων και το προσφύγιον,
αμαρτωλών και ταπεινών,
κράζων το, 'Ημαρτον'
αλλ' επιμένω τοις κακοίς,
αναισθητών ο άθλιος.
Ελέησόν με πρό τέλους,
επίστρεψον με και ρύσαι,
πάσης κολάσεως τον ανάξιον.
Δοξαστικόν Θεοτοκίον
από τον Τριαδικό Κανόνα του Μεσονυκτικού
Κυριακή του Τυφλού
'Ηχος πλ.του α'

 

Υάκινθος

Πλεονεξία

Άγιος Διάδοχος Φωτικής

Από τα  "Τα 100 πρακτικά κεφάλαια" (κεφάλαια 51-75)

 
64. Άκουσα μερικούς ευλαβείς να λένε ότι δεν πρέπει να επιτρέπομε στους τυχόντες να αρπάζουν εκείνα που έχομε για τον εαυτό μας ή για ανακούφιση των φτωχών, για να μη γινόμαστε με την ανεξικακία μας αφορμή αμαρτίας σ' εκείνους που μας αδικούν, και μάλιστα αν είναι χριστιανοί. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά να θέλομε τα πράγματά μας για τον εαυτό μας και μάλιστα με παράλογη πρόφαση. Γιατί αν εγκαταλείψω την προσευχή και την προσοχή της καρδιάς μου και αρχίσω να φιλονεικώ μ' εκείνους που με αδικούν, σε λίγο θ' αρχίσω να συχνάζω στα προαύλια των δικαστηρίων, και έτσι γίνεται φανερό ότι εκείνα που διεκδικώ, τα θεωρώ ανώτερα από τη σωτηρία μου, για να μην πω και από αυτή τη σωτήρια εντολή του Κυρίου. Γιατί πώς θα ακολουθήσω την ευαγγελική προσταγή, που διατάζει να μη ζητώ τα πράγματά μου από εκείνον που μου τα αφαιρεί(Λουκ. 6, 30), αν δεν υπομείνω με χαρά, κατά τον Απόστολο, τη διαρπαγή των υπαρχόντων μου (Εβρ. 10, 34); Ακόμη και αν πάρει κανείς πίσω με δίκη όσα του άρπαξαν, δεν ελευθερώνει τον πλεονέκτη από την αμαρτία, επειδή τα φθαρτά δικαστήρια δεν περιορίζουν το άφθαρτο δικαστήριο του Θεού. Γιατί ο αίτιος κάποιου κακού πρέπει να ικανοποιήσει εκείνους τους νόμους, με τους οποίους δικάζεται και απολογείται. Ώστε είναι καλό να υπομένομε τη βία εκείνων που μας αδικούν και να προσευχόμαστε γι' αυτούς ώστε με τη μετάνοια και όχι με την ανταπόδοση όσων μας άρπαξαν, να απαλλαγούν από την κατηγορία της πλεονεξίας. Γιατί αυτό θέλει η δικαιοσύνη του Θεού, αυτόν τον πλεονέκτη, και όχι αυτό που άρπαξε, να ελευθερώσομε από την αμαρτία με τη μετάνοια.



πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης,
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 299-309

πηγή : Ομολογία Πίστεως
 

 

Adagio for Strings (Samuel Barber)

" Ο φόβος που περιέχει η αγάπη "

του
Κάλλιστου Αγγελικούδη


πηγή : Ομολογία Πίστεως
 
45. Εσείς που υψώνεστε σε αγάπες Θεού και σε πνευματικές αναπαύσεις μυστικών ερώτων και γεύεστε με συναίσθηση από αυτό το θεϊκό οινοδοχείο και με άφραστο τρόπο χαίρεστε και γλυκαίνεστε ανάλογα, επειδή παρατηρείτε βάθη μυστηρίων υπερκοσμίων και απολαμβάνετε ανείπωτα και αναπαύεστε σε βαθιά ειρήνη, να φοβάστε ακόμη και, προσέχοντας στο Θεό, να προσεύχεστε και να ταπεινώνεστε με κάθε τρόπο, ακούγοντας τον αγιότατο Δαβίδ που φωνάζει φανερά στο Θεό: «Συ είσαι η αγαλλίασή μου· λύτρωσέ με από αυτούς που με περικύκλωσαν»(Ψαλμ. 31, 7), και που διδάσκει με μεγαλοσύνη, ή μάλλον εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα: «Να υπηρετείτε τον Κύριο με φόβο και να νιώθετε αγαλλίαση γι' Αυτόν με τρόμο»(Ψαλμ. 2, 11).


Βλέπετε επίσης τον Παύλο, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), ο οποίος μεταφέρθηκε στον τρίτο ουρανό και εισήλθε στον ιερό παράδεισο και άκουσε τα απόρρητα, τα οποία δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να τα πει(Β΄ Κορ. 12, 2-4), ύστερα από αυτά τα μεγαλεία να φοβάται μήπως, ενώ κήρυξε σε άλλους, ο ίδιος φανεί άξιος αποδοκιμασίας(Α΄ Κορ. 9, 27). Και αν ο θείος διδάσκαλος της οικουμένης Δαβίδ λέει: «Όσοι αγαπάτε το Θεό να μισείτε τα φαύλα»(Ψαλμ. 96, 10), διδάσκει ακριβώς τούτο, όσοι δηλαδή αγαπούν τον Κύριο να φοβούνται.

Επειδή δηλαδή ο Δαβίδ έβλεπε ότι και μετά την αγάπη στο Θεό, η κακία προσπαθεί να αντιπαραταχθεί και κατά κάποιο τρόπο να συμπλεχθεί με την ψυχή, παραγγέλλει πολύ εύλογα και κατάλληλα, εκείνοι που αγαπούν τον Κύριο και φτάνουν σ' αυτή την κατάσταση, να προσέχουν ακόμη και να μισούν την κακία. Και αν διδάσκεστε να τη μισείτε, άρα πρέπει ακόμη να τη φοβάστε· γιατί αν δεν ήταν άξια φόβου, δε θα παρήγγειλε επιτακτικά ο Προφήτης να τη μισούν όσοι αγαπούν το Χριστό.

Είναι βέβαια υψηλή και θεία και πραγματικά χαριτωμένη κατάσταση να νιώθομε ευφροσύνη και αγαλλίαση κοντά στο Θεό βλέποντας υπερφυσικά μυστήρια, η ψυχή ωστόσο υπόκειται στη μεταβολή και πολύ λίγο απέχει από τη γήινη ύλη και από το σώμα που την περιέχει, ίσως για να είναι και λίγο φοβισμένη στον αδιάκοπο αγώνα της μην τυχόν κλίνει ποτέ προς το σώμα. Κι είναι δεμένη θαυμαστά μαζί του και κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί μαζί του θέλοντας μη θέλοντας, και συμπάσχει και σε μερικά έχει αλλοιωθεί από τη φύση της, ώστε μπορεί να πει κανείς ότι δεν έχει εξουσία.

Κι είναι το σώμα για την ψυχή ανένδοτος αντίπαλος και της δίνει πολλές αφορμές που τη σπρώχνουν σε ολισθήματα. Άρα χρειάζεται αγωνία και προσευχή από το φόβο που ανακύπτει. Έχει μεγάλη ανάγκη φόβου και τρόμου η ψυχή που ανυψώνεται προς το Θεό. Kαι πόσο μεγάλη ανάγκη έχει από προσοχή και προσευχή αφήνω στους πιο στοχαστικούς από τους ακροατές να το σκεφτούν και να το διακρίνουν. Kαι αυτά βέβαια ενώ ήδη θα θεωρεί με τη φωτιστική χάρη του Πνεύματος και θα πάσχει ανάλογα τα της θείας αγάπης.

Aν ο Αδάμ είχε εύλογο φόβο παράλληλα με την υπερβολικά θεομίμητη και προφητική δωρεά που απολάμβανε, δε θα νικιόταν, αλοίμονο, με τόσο άσχημο τρόπο. Το ίδιο και ο Σαμψών που γεννήθηκε από θεία υπόσχεση και ο θεοφόρος Δαβίδ και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Σολομών, ο θαυμαστός σε όλα.

Αν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι είχαν ανάγκη από φόβο και αγωνία και προσοχή παράλληλα με την προσευχή, τί πρέπει να σκεφτούμε για εκείνους που δεν έλαβαν ακόμη την υπερφυσική δωρεά και ενέργεια του Πνεύματος; Που ακόμη δεν ανέβηκαν στους θείους εκστατικούς έρωτες και στις μανικές, ας πούμε, βακχείες του βλεπομένου κάλλους του Θεού; Πόσο φόβο χρειάζονται και τρόμο, προσοχή δίκαιη και προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, αδιάκοπα και με φρόνημα ταπεινό;

--------------------------------------------------------------
πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών,

μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης,
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 165-166

Ο θείος φόβος

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
 Βιβλίο Πρώτο
 Περί του θείου φόβου ως πρώτης εντολής




πηγή : Αναβάσεις 

Αν κανείς θέλει να προχωρήσει σύντομα, πρέπει στις εντολές μάλλον να δείχνει την επιμέλειά του και όχι αλλού, γιατί αλλιώς θα πέσει σε γκρεμό, ή μάλλον σε χάος.
Γιατί όπως στα επτά χαρίσματα του Πνεύματος, αν δεν αρχίσει από το φόβο, δεν μπορεί κανείς ν' ανέβει ποτέ στα άλλα, έτσι και στους μακαρισμούς του Κυρίου.
Καθώς λέει ο Δαβίδ, αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Και άλλος Προφήτης, αναφέροντας τα χαρίσματα από την κορυφή προς τα κάτω, είπε: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού». Και ο Κύριος από το φόβο άρχισε να διδάσκει, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι νιώθουν φτωχοί μπροστά στο Θεό».
Αυτό σημαίνει να γίνει κανείς κατατρομαγμένος από το φόβο του Θεού, και να έχει ταπείνωση συντριβή ψυχής.
Ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο αυτή την εντολή, επειδή γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν, ακόμη και όταν κανείς ζει στον ουρανό, δεν ωφελείται, αν έχει την παραφροσύνη με την οποία έπεσαν ο διάβολος και ο Αδάμ και πάρα πολλοί άλλοι.

Γι' αυτό οφείλει εκείνος που θέλει να τηρήσει την πρώτη εντολή, δηλαδή τον φόβο όπως είπαμε, να μελετά με μεγάλη επιμέλεια τα συναπαντήματα της ζωής που γράφτηκαν παραπάνω και τις ευεργεσίες του Θεού, τις αμέτρητες και ανεξερεύνητες, και όσα έκανε και κάνει σ' εμάς με ορατά και αόρατα μέσα, με εντολές και δόγματα, με απειλές και υποσχέσεις, φυλάγοντάς μας, τρέφοντάς μας, προνοώντας, ζωογονώντας και λυτρώνοντάς μας από ορατούς και αόρατους εχθρούς.

Τις ασθένειες που προκαλεί η δική μας αταξία, τις θεραπεύει με τις προσευχές και τις πρεσβείες των Αγίων Του. Στις αμαρτίες, στις ασέβειες και στις ανομίες μας μακροθυμεί πάντα, για όσα κάναμε και κάνομε και όσα μέλλομε να κάνομε. Από αυτά μας λύτρωσε η χάρη Του.
Να μελετά επίσης πόσο παροργίζομε το Θεό με έργα, λόγια και διαλογισμούς. Και όχι μόνο μας ανέχεται, αλλά και περισσότερο μας ευεργετεί είτε ο Ίδιος, είτε μέσω των Αγγέλων, των Γραφών, των Δικαίων και Προφητών, των Αποστόλων και Μαρτύρων, των διδασκάλων και των οσίων Πατέρων.
Και κατανοώντας τους άθλους των μαρτύρων και τους αγώνες των οσίων, έπειτα θαυμάζοντας τη συγκατάβαση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τη ζωή Του στο κόσμο, τα άχραντα πάθη Του, το Σταυρό, τον θάνατο, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, τα άρρητα θαύματα που γίνονται πάντοτε και κάθε ημέρα, τον παράδεισο, τα στεφάνια, την υιοθεσία που μας αξίωσε και όλα όσα περιέχει η θεία Γραφή και άλλα πολλά σκεπτόμενος, κυριεύεται από έκπληξη βλέποντας τη φιλανθρωπία του Θεού, ενώ τρέμει και θαυμάζει τη μακροθυμία Του και την ανοχή Του προς εμάς.
Και λυπάται για τη ζημιά που έπαθε η ανθρώπινη φύση, που έχασε δηλαδή την αγγελική απάθεια, τον παράδεισο και όλα τα αγαθά από τα οποία ξεπέσαμε, ενώ πέσαμε σε τόσα κακά εννοώ τους δαίμονες, τα πάθη και τις αμαρτίες, και συντρίβεται η ψυχή, κατανοώντας πόσα κακά δημιουργήθηκαν από τη δική μας πονηρία και από την πανουργία των δαιμόνων.

paterikakeimena.blogspot.com




 
 
Gregorian Chant - "Salve Regina"
 

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

O Σπόρος


του αγίου Πατρός ημών
Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ηθικός Λόγος Α', ι΄, 2


[...] 
Συλλαμβάνομεν λοιπόν αυτόν ( τον Λόγον),  όχι σωματικώς, όπως τον συνέλαβε η Παρθένος και Θεοτόκος, αλλά πνευματικώς και ουσιωδώς' και τον έχομε εκείνον μέσα στις καρδιές μας, αυτόν που η αγνή Παρθένος συνέλαβε, καθώς λέει ο θείος Παύλος'
"ο Θεός αυτός που είπε να λάμψει το φώς από το σκότος, αυτός που έλαμψε στίς καρδιές μας για τον φωτισμό της γνώσεως του Υιού Του" ( Β' Κορ. 4,6), σα να έλεγε: αυτός όλος εγεννήθηκε μέσα μας ουσιωδώς. Και ότι το λεγόμενο της διανοίας έχει έτσι, το εδήλωσε με τα εξής λέγοντας: " έχομε τον θησαυρό αυτόν σε οστράκινα σκεύη"  ( Β' Κορ.4,7), καλώντας θησαυρό το άγιον Πνεύμα. Σε άλλο σημείο πάλι λέγει ότι και ο Κύριος είναι
πνεύμα' " το Πνεύμα " λέγει, "είναι ο Κύριος" ( Β' Κορ.3,17).
Αυτά τα λέγει ώστε, κι άν ακούσεις για τον Υιό του Θεού, και το Πνεύμα να σκέπτεσαι μαζί με αυτό και τον Πατέρα, επειδή και σχετικά μ' αυτό "Πνεύμα" λέγει "είναι ο Θεός" ( Ιω. 4,24), που σε διδάσκει παντού το αχώριστο και ομοούσιο της αγίας Τριάδος'
και όπου ευρίσκεται ο Υιός εκεί είναι και ο Πατήρ , και όπου ο Πατήρ εκεί το Πνεύμα, και όπου το άγιο Πνεύμα εκεί ολόκληρη η τρισυπόστατη θεότης, ο ένας Θεός και Πατήρ μαζί με τους ομοουσίους Υιό και Πνεύμα, " αυτός που είναι ευλογητός στους αιώνες, γένοιτο " ( Ρωμ.1,25).[...]


Πατερικές Εκδόσεις  "  Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς"

***

"...Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπεν αυτή'
Μάρθα, Μάρθα μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά'
ενός εστί χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο,
ήτις ούκ αφαιρεθήσεται απ' αυτής.
Εγένετο δε εν τω λέγειν αυτόν ταύτα,
επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου, είπεν αυτώ'
Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε
και μαστοί ούς εθήλασας.
Αυτός δε είπε' Μενούν γε.
Μακάριοι οι ακούοντες τόν λόγον του Θεού
και φυλάσσοντες αυτόν".
 
Μέγας Παρακλητικός Κανόνας
είς την Υπεραγίαν Θεοτόκον
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον
κεφ. ι΄ 38-42,ια' 27-28

 

 
 

Υάκινθος

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

« Είμαστε ναός Θεού ».



Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Περί αποταγής από τον κόσμο και αποχής από την παρρησία προς τους ανθρώπους (Λόγος Β΄)

πηγή : Ομολογία Πίστεως


3. Εγώ λοιπόν λέγω θαρραλέως, κατά τον άγιο Παύλο, «ότι είμαστε ναός Θεού». Ας τον αγνίσωμε λοιπόν, όπως κι' αυτός είναι άγιος, για να επιθυμήση να κατασκηνώσει μέσα σ' αυτό· ας αγιάσωμε αυτόν, όπως αυτός είναι άγιος, και ας τον διακοσμήσωμε με όλα τα αγαθά και τίμια έργα. Ας τον θυμιάσωμε με το θυμίαμα της αναπαύσεως του θελήματος αυτού δια της καθαράς και καρδιακής προσευχής, την οποία είναι αδύνατο ν' αποκτήσωμε με την κοινωνία προς τις συνεχείς κοσμικές κινήσεις, και τότε θα επισκιάση την ψυχή η νεφέλη της δόξας του και θα διαυγάσει το φως της μεγαλοσύνης του μέσα στην καρδιά, οπότε θα γεμίσουν χαρά και ευφροσύνη όλοι οι ένοικοι του οίκου του Θεού. Αντιθέτως οι αναιδείς και αναίσχυντοι θα εξαφανισθούν από τη φλόγα του αγίου Πνεύματος.


Μετάφραση: Παναγιώτης Χρήστου 
 --------------------------------------------------------
πηγή: Ισαάκ του Σύρου, "Λόγοι Ασκητικοί (Α΄-ΚΣΤ΄), Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 2009.  



 

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Προσευχή

Εσπίλωσα ,
τον της σαρκός μου χιτώνα,
και κατερρύπωσα,
το κατ' εικόνα Σωτήρ,
και καθ' ομοίωσιν.

Ου δάκρυα,
ουδέ μετάνοιαν έχω,
ουδέ κατάνυξιν'
αυτός μοι ταύτα Σωτήρ,
ως Θεός δώρησαι.


 
 
[...] Βάσις της προσευχής είναι η τάσις της εικόνος προς το πρωτότυπον, ως του ομοίου πρός το όμοιον.
Προσευχή είναι η ανύψωσις του νού και της καρδίας πρός τον Θεόν, η θεωρία του Θεού, η θαρραλέα συνομιλία του δημιουργήματος μετά του Δημιουργού, της ψυχής ευλαβώς ισταμένης ενώπιον Αυτού, ως ενώπιον του Βασιλέως και αυτής της Ζωής, η οποία δίδει ζωήν εις πάντα' προσευχή είναι η λήθη παντός το οποίον μας περιβάλλει' η τροφός της ψυχής, ο αήρ και το φώς της, η ζωογόνος θαλπωρή της, η κάθαρσίς της από την αμαρτίαν' ο χρηστός ζυγός του Χριστού και το ελαφρόν φορτίον Του.[...]
 
[...] Προσευχή είναι η συνεχής συναίσθησις της αδυναμίας και της πνευματικής μας πτωχείας, ο καθαγιασμός της ψυχής, η πρόγευσις της μελλούσης, της αγγελικής μακαριότητος,η ουρανία βροχή, η οποία αναζωογονεί και ποτίζει και γονιμοποιεί το έδαφος της ψυχής, η δύναμις της ψυχής και του σώματος, ο καθαρισμός της πνευματικής μας ατμοσφαίρας,ο φωτισμός της διανοίας, η χαρά του πνεύματος, ο χρυσούς κρίκος, ο οποίος ενώνει το δημιούργημα με τον Δημιουργόν,τό θάρρος και η ανδρεία εις όλας τας λύπας και τους πειρασμούς της ζωής, η επιτυχία εις κάθε επιχείρησιν, η ενίσχυση της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης. Προσευχή είναι η συνομιλία με τους αγίους αγγέλους και τους αγίους, οι οποίοι ευηρέστησαν εις τον Θεόν από καταβολής κόσμου.[...]
 

"Το πνεύμα της προσευχής"

Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης
 


 
 


 

Υάκινθος

Λόγος και Πνεύμα




Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Λογική απόδειξις για το 'Αγιον Πνεύμα

[...] Επίσης πρέπει να έχη ο Λόγος  και Πνεύμα' διότι και ο ιδικός μας λόγος δεν στερείται από πνεύμα. Αλλά εις εμάς το πνεύμα είναι ξένον από την φύσιν μας' είναι δηλαδή εισπνοή και κίνησις του αέρος που εισπνέεται και διασκορπίζεται δια την διατήρησιν του σώματός μας' αυτό κατά το χρόνο της ομιλίας μας γίνεται φωνή λόγου, που φανερώνει μέσα της την δύναμιν του λόγου. Δια την θείαν φύσιν όμως που είναι απλή και ασύνθετος πρέπει να ομολογήσωμεν με ευσέβειαν το ότι υπάρχει Πνεύμα Θεού, διότι δεν είναι ο Λόγος του Θεού ελλιπέστερος από τον ιδικόν μας λόγον, και δεν είναι ευσεβές να θεωρώμεν ότι είναι το Πνεύμα κάτι ξένον που εισέρχεται εις τον Θεόν απ' έξω, όπως συμβαίνει και εις εμάς που είμεθα σύνθετοι. Αλλά , όπως ακριβώς, όταν ηκούσαμεν δια τον Λόγον του Θεού, δεν τον εθεωρήσαμεν ότι είναι χωρίς προσωπικήν ύπαρξιν, ούτε ότι αποκτάται με την εκμάθησιν, ούτε ότι προφέρεται με την φωνήν, ούτε ότι διασκορπίζεται εις τον αέρα και εξαφανίζεται, αλλά ότι υπάρχει κατ' ουσίαν και ότι ελευθέραν βούλησιν και ενέργειαν και παντοδυναμίαν, έτσι και όταν εδιδάχθημεν δια το Πνεύμα του Θεού, το οποίον συνοδεύει τον Λόγον και φανερώνει την ενέργειάν του δεν θεωρούμεν ότι είναι κάποια πνοή χωρίς προσωπικήν ύπαρξιν -  διότι έτσι η μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως θα εξευτελίζετο, αν εθεωρείτο ότι το Πνεύμα που έχει είναι όμοιον  με το ιδικό μας πνεύμα - αλλά θεωρούμεν ότι είναι δύναμις με οντότητα, η οποία νοείται με ιδιαιτέραν προσωπικήν ύπαρξιν και εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται εις τον Λόγον και τον αποκαλύπτει, καί δεν είναι δυνατόν να χωρισθή από τον Λόγον, τον οποίον συνοδεύει, ούτε διασκορπίζεται δια να εξαφανισθή, αλλά είναι δύναμις που έχει προσωπικήν ύπαρξιν ομοίαν με την ύπαρξιν του Λόγου, δύναμις που έχει ζωήν, θέλησιν, προσωπικήν κίνησιν, ενέργειαν, δύναμις που πάντα θέλει το αγαθόν και δια κάθε σκοπόν έχει βοηθόν της θελήσεως την δύναμίν της, και δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος. Διότι ποτέ δεν απουσίασεν ο Λόγος από τον Πατέρα, ούτε το Πνεύμα από τον Λόγον.

'Ετσι αφ' ενός μεν με την ενότητα της θείας φύσεως εξαφανίζεται η πλάνη της πολυθε'ί'ας  των Ελλήνων, αφ'ετέρου με την παραδοχήν της υπάρξεως του Λόγου και του Πνεύματος ανατρέπεται το δόγμα των Ιουδαίων και απομένει από κάθε αίρεσιν η ωφέλεια' από την Ιουδαϊκήν πίστιν η ενότης της θείας φύσεως και από τας δοξασίας των Ελλήνων μόνο η διάκρισις των προσώπων.
Αν όμως θα φέρουν αντίρρησιν οι Ιουδαίοι εις την παραδοχήν του Λόγου και του Πνεύματος, θα ελεγχθούν και θα αποστομωθούν από την θείαν Γραφήν. Διότι δια τον Λόγον ο θείος Δαυίδ λέγει'
" Εις τον αιώνα Κύριε, ο Λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ ".
Και αλλού'  " Απέστειλε τον Λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς ". Αλλά προφορικός λόγος δεν αποστέλλεται, ούτε παραμένει εις τον αιώνα. Και δια το Πνεύμα ο ίδιος ο Δαυίδ λέγει' 
" Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω Πνεύματι του στόματος Αυτού πάσα η δύναμις αυτών ".
Και ο Ιώβ λέγει'  " Πνεύμα θείον το ποιήσαν με, πνοή δε παντοκράτορος η συνέχουσά με ". Αλλά το Πνεύμα που εξαποστέλλεται από τον Θεόν και δημιουργεί και στερεώνει και συγκρατεί δεν είναι μία ανάσα που εξαφανίζεται, όπως ακριβώς το στόμα του Θεού δεν είναι ένα μέλος  του σώματος' και τα δύο δηλαδή πρέπει να εννοηθούν με έννοιαν που αρμόζει εις τον Θεόν.[...]

'Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
Πατερικές Εκδόσεις " Γρηγόριος ο Παλαμάς "



Yάκινθος

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

" Να μην έχετε στην καρδία σας το Εγώ..."



ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ


ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΑ

 

Διερωτηθήκατε ποτέ: «Γιατί σήμερα, μόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, δεν είχα όρεξη να προσευχηθώ;
 

Το κεφάλι μου ήταν ήρεμο. Ή σκέψη εντελώς διαυγής. Το σώμα μου ξεκούραστο. Τίποτε δεν με πονούσε!... Γιατί λοιπόν δεν είχα όρεξη για προσευχή; Γιατί μου ήταν βαρύ να κάτσω να προσευχηθώ; Γιατί μετά από εφτά και πλέον ώρες ύπνο, είναι ακόμη μέσα μου θρονιασμένη ή πολυαγαπημένη μου ακηδία, ή ανορεξία για τα πνευματικά; Τι μου φταίει; Όχι ή οκνηρία μου»;
Ασφαλώς όχι. Κάπου άλλου πρέπει να αναζητήσομε την αιτία!
 

Ερώτηση: Δηλαδή δεν είναι ζήτημα μόνο οκνηρίας και τεμπελιάς; Υπάρχει και κάτι άλλο;

Απάντηση: Στην περίπτωση αυτή ή τεμπελιά δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Κύρια σημασία έχουν οι νύξεις της συνείδησης. Φταίει το ότι δεν είναι καθαρή ή καρδιά. Γιατί από αυτήν βγαίνουν όλα τα κακά. Με άλλα λόγια: Καλά θα κάμεις: Να κάτσεις στο τραπεζάκι σου. Να πάρεις χαρτί και μολύβι. Και να προσπαθήσεις να θυμηθείς, Τι σου συνέβη. Τι κακό είπες χθες, το πρωί ή το βράδυ. Τι κακό διανοήθηκες. Και πιο πολύ, Τι κακό εξακολουθεί να σε απασχολεί ακόμη. Άμα αυτό το κάμεις, θα το βρεις, Τι είναι εκείνο πού σε κάνει να χάνεις την ικανότητα και το δικαίωμα να προσευχηθείς! Μη το ξεχνάς αυτό ποτέ! Ικανότητα και δικαίωμα προσευχής! Έτσι; Γιατί πολλές φορές έχομε την ικανότητα, αλλά δεν έχομε το δικαίωμα! Και δεν το έχομε, όταν κάποιον δεν θέλομε να τον συγχωρήσομε. Και όταν δεν κάνομε καμιά προσπάθεια να τον συγχωρήσομε. Γιατί; Μα απλούστατα, γιατί είμαστε μνησίκακοι!


Ερώτηση: Και λοιπόν; Σ' αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να προσευχηθούμε, όταν έχομε την ικανότητα, αλλά δεν έχομε το δικαίωμα;


Απάντηση: Αυτό πού λες είναι λάθος. Άμα έχεις την ικανότητα, αλλά αισθάνεσαι πώς δεν έχεις το δικαίωμα να προσευχηθείς, γράφε το στην εξομολόγηση σου. Αυτό πού γράφεις στο χαρτάκι σου, πού προορίζεται για τον πνευματικό σου, το γράφεις στον Θεό. Και έτσι μόλις το γράψεις, αποκτάς αμέσως το δικαίωμα να προσευχηθείς. Και αρχίζει να τελείται μέσα σου ένα μυστήριο. Πρώτ' απ' όλα, με την ενέργεια σου αυτή επεσήμανες το λάθος σου, έκανες αυτομεμψία. Έτσι δεν είναι; Διετύπωσες τον πόθο σου να προσφέρεις στον Θεό την μετάνοια σου. Έτσι δεν είναι; Τον πόθο σου να ταπείνωσης τον εαυτό σου ενώπιον ενός ανθρώπου, για να λαβής την άφεση. Έτσι δεν είναι; Με άλλα λόγια, μ' αυτά πού γράφεις, δηλώνεις ότι έχεις κάμει στόχο σου να καταδικάσεις την αμαρτία σου! Και έτσι αρχίζεις να διαβάζεις! Λάθος. Όχι «να διαβάζεις». «Να προσεύχεσαι»• «να στενάζεις εν μετάνοια». Και έτσι επισημοποιείς το χαρτάκι σου.

Αυτή είναι ή ψυχολογία της κοινωνίας με τον Θεό.

Όταν όμως ξέρομε, ότι προσβάλαμε ή πικράναμε κάποιον, και ξέρουμε ότι εκείνος σαν προσβεβλημένος δεν μπορεί να προσευχηθεί, αν δεν βρει τον τρόπο να αποκατασταθεί, να δικαιωθεί, να συνεξηγηθή, - δεν θα πρέπει να κάμουμε κάτι για να μπορέσει και εκείνος να προσευχηθεί; Έτσι δεν είναι; Αυτός σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται στο σκοτάδι. Έτσι δεν είναι; Για σήμερα δεν είναι χριστιανός! Έτσι δεν είναι; Τον άφησε ό άγγελος του φύλακας. Έτσι δεν είναι; Μα για όλα αυτά φταίω εγώ! Είναι αυτό χριστιανισμός; Τι έχει παραβιασθεί; Ό νόμος της αγάπης! Έτσι δεν είναι; Ναι! Ό νόμος της αγάπης!

Έ, λοιπόν!
Κανενός είδους άσκηση, ούτε νηστεία, ούτε ελεημοσύνη, ούτε ή σπλαχνική καρδιά, ούτε οι Θείες  Λειτουργίες, ωφελούν! Οφείλεις: να συνδιαλλαγής με τον Θεό• να συνειδητοποιήσεις και να κατακρίνεις την αμαρτία σου• να το κάμεις πόθο σου• και στην πρώτη κατάλληλη ευκαιρία, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, να σπεύσεις να ζήτησης συγχώρεση. Να γιατί ό υπερήφανος δύσκολα συμφιλιώνεται με τον Θεό. Γιατί δεν μπορεί να ειπεί το• «Συγχώρεσέ με»! Σε ποιόν; Σε ένα άνθρωπο. Σε ένα όμοιο του! Και έτσι μένομε καρφωμένοι στο κακό! Μένομε σε μια άξια για θρήνους και μοιρολόγια εγωπάθεια!

Όλων των κακών αιτία είναι ή φιλαυτία. Και γι'αυτό από την στάση μας απέναντί της εξαρτάται, και ή αιώνια ζωή και ή αιώνια σωτηρία μας. Για αυτό οι άγιοι πατέρες λένε, ότι όπου δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν υπάρχει σωτηρία. Ας νηστεύει πολύ. Ας προσεύχεται πολύ. Ας διαβάζει το ψαλτήρι, παρακλήσεις, χαιρετισμούς. Τίποτε δεν θα τον ωφελήσουν. Έστω και αν φοράει κουρέλια• έστω και αν κοιμάται στο πάτωμα. Δεν θα τον ωφελήσουν! Θα είναι απλώς μια εκδήλωση φανατισμού.

Ό Κύριος μας μας έδωκε νόμο: τις εντολές των μακαρισμών! Ή μήπως δεν είναι νόμος; Σ' αυτούς δεν μας λέγει: να νηστεύεις• να φοράς ράκη• να έχεις ψείρες• να μη πλένεσαι• να αλλάζεις μια φορά τον χρόνο! Πουθενά δεν είναι εκεί γραμμένο κάτι τέτοιο! Μα ούτε και να ασπάζεσαι τις εικόνες- να ανάβεις κανδήλια και κεριά...

Τι λένε οι μακαρισμοί;

Μακάριοι οι ελεήμονες.
Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία.
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.

Έτσι δεν είναι; Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία• αξίζει να το προσέξει κανείς, ότι ό μακαρισμός αυτός τα περιέχει όλα. Και το πρώτο. Και το δεύτερο. Και το τρίτο! ... «Οί καθαροί» και - κυρίως - «οί πτωχοί τω πνεύματι». Δεν πρόκειται για καθαρότητα σωματική. Καθόλου! 'Αλλά για καθαρότητα καρδιάς. Έχεις το δικαίωμα να προσεύχεσαι; Τους αγαπάς όλους; Τους έχει συγχωρήσει όλους; Αυτή είναι ή καθαρή καρδιά. Μα αν είσαι πονηρός, αν έχεις πονηρή καρδιά, με κανένα τρόπο δεν θα μπορέσεις να προσευχηθείς. Γιατί είσαι εχθρός του Θεού. Και φίλος του διαβόλου.


Ερώτηση: Μερικές φορές ό άνθρωπος έχει την γνώμη, ότι τους αγαπάει όλους! Μα αν τον εξετάσομε βαθιά, αν τον «ξεσκονίσομε», θα ιδούμε ότι δεν αγαπάει κανένα!...


Απάντηση: Του φαίνεται από την φιλαυτία του, από την υπερηφάνεια του, από την γνώμη του για τον εαυτό του, από το μεγάλο «εγώ» του.

Ερώτηση: Πώς εξηγείται αυτό ψυχολογικά; Γιατί το βλέπεις, ότι αυτός πιστεύει, πώς τους αγαπάει όλους!....

Απάντηση: Ξέρεις, ποιο είναι το μυστικό της υποθέσεως; Πολύ απλό πράγμα! Ό άνθρωπος αυτός δεν έχει καθόλου διάθεση θυσίας.

Να μην έχετε στην καρδία σας το Εγώ... Ούτε σαν οδηγό, ούτε σαν υποβολέα... Αυτή είναι ή αρχή της ταπείνωσης, πού είναι ή ταπείνωση της καρδιάς. Χωρίς αυτό το σπάσιμο της εγωκεντρικότητας δεν είναι καν δυνατό, όχι να γίνει λόγος για ταπείνωση, αλλά ούτε να συλλάβομε το νόημα της!

Ή μετριοφροσύνη είναι κατά κανόνα αλληλένδετη με την σωφροσύνη. Έτσι δεν είναι; Εκείνος πού δεν είναι μετριοπαθής και σώφρων, δεν είναι δυνατό να είναι ταπεινός. Μπορεί να είναι στο βάθος υπερόπτης! Γι' αυτό ή ταπείνωση είναι κατά κανόνα αλληλένδετη με την ορθή εξωτερική συμπεριφορά, την σωφροσύνη! Να μη κάνης τον δάσκαλο σε κανένα. Μη διδάσκεις κανένα! Μην υπαγορεύεις! Μη διορθώνεις! Μη διορθώνεσαι (για να κάνης καλή εντύπωση)!...
Να αυτό είναι το πιο σύντομο μονοπάτι, πού οδηγεί στην ταπείνωση. Ή ταπείνωση της καρδιάς! Ή όχι; Να το καταλαβαίνω, πώς δεν είμαι παρά μια μύγα! Εκείνος πού καταφρονεί αυτές τίς εκδηλώσεις της μετριοπάθειας, δεν έχει καμιά σχέση με την ταπείνωση.


Και όποιος δεν έχει ταπείνωση, δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Μόνο με το έλεος του Θεού μπορεί να σωθεί!...
Για μας το νόημα της ζωής και ό σκοπός της ζωής είναι το ίδιο πράγμα. Ή επίγεια ζωή μας είναι πολύ βραχεία. Και συνεπώς δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα. Ή όχι; Στο σημείο αυτό ό χριστιανικός κόσμος διαφέρει πολύ από τον ειδωλολατρικό. Όποιος έχει επίγεια ευτυχία επάνω στην γη, καταλήγει στο νεκροταφείο σαν παράφρων.

Ερώτηση: Πώς πρέπει να εννοήσομε τα λόγια: «μη διορθώνεις» και «μη διορθώνεσαι»;


Απάντηση: «Να διορθώνεσαι», όταν τύχη να ειπείς κάτι το άσχημο, κάτι το ανακριβές... «Να διορθώνεσαι» κι ας σκέπτονται μερικοί, όπως θέλουν, για σένα. Είτε σκέπτονται για σένα καλά, είτε άσχημα, να μη σε απασχολεί! Βέβαια το «να μη διορθώνεσαι», είναι μια αρετή αρκετά δύσκολη και περίπλοκη.

Πάντως εκείνος πού «διορθώνεται» (για να προκαλεί καλή εντύπωση στους άλλους) δεν έχει ταπείνωση. Γιατί «διορθώνω τον εαυτό μου» για να προκαλώ καλή εντύπωση, σημαίνει τρέμω μη με κρίνουν, μη σκεφθούν και ειπούν για μένα κάτι κακό. Έτσι δεν είναι; Και γι' αυτό διορθώνομαι!

Έ λοιπόν, το πρώτο, το πιο σύντομο μονοπατάκι, για να φθάσομε στην ταπείνωση, είναι το να μη «διορθωνόμαστε»! Αυτή είναι ή ταπείνωση της καρδιάς... Και ή ταπείνωση της καρδιάς θα γέννηση στην ταπείνωση του φρονήματος, την ταπεινοφροσύνη. Ή όχι; Γιατί χωρίς την ταπείνωση της καρδιάς, - ή ταπεινοφροσύνη, ή ταπείνωση του νου, του φρονήματος, είναι εντελώς αδιανόητη!...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ  ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ. ΕΚΔΟΣΗ Γ. ΠΡΕΒΕΖΑ 1995




πηγή: www.pigizois.net


 
 
Yάκινθος

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Κυριακή των Αγίων Πάντων - Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

 
Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων
Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38· ιθ΄ 27-30
 Ὁμιλία κε΄ ἐκφωνηθῆσα τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγ. Πάντων
 
 
 
 
 
 
 
 


Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. Ὅταν γάρ τις ἐνθυμηθῇ τοὺς ὑπερφυεῖς·  τῶν μαρτύρων ἀγῶνας, πῶς ἐν ἀσθενείᾳ σαρκὸς τὸν ἰσχυρὸν ἐν κακίᾳ κατήσχυναν, ὡς ἀνεπαισθήτως ἔχουσι τῶν ὀδυνῶν καὶ τῶν τραυμάτων ἀγωνιζόμενοι σώμασι, πρὸς πῦρ, πρὸς ξίφος, πρὸς ποικίλας καὶ θανατηφόρους βασάνων ἰδέας, διὰ τῆς καρτερίας ἀντιπαραττόμενοι, καὶ τὰς μὲν σάρκας τεμνόμενοι, καὶ τὰς ἁρμονίας διαλυόμενοι, καὶ τὰ ὀστᾶ συντριβόμενοι, τὴν δὲ ὁμολογίαν τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως σώαν διαφυλάττοντες καὶ ἄτμητον, καὶ ἀσινῆ, καὶ ἀκράδαντον· ὅθεν καὶ ἀναντίρρητος αὐτοῖς ἐχαρίσθη σοφία τοῦ Πνεύματος, καὶ τῶν τεραστίων ἡ δύναμις·  ὅταν τὴν ὑπομονὴν ἀναλογίσηται τῶν ὁσίων, πῶς ὡς ἀσώματοι τὰς πολυμέρους ἀσιτίας, τὰς ἀγρυπνίας, τὰς ἄλλας ποικίλας κακώσεις τοῦ σώματος ἐθελουσίως ὑπήνεγκαν, πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ ποικίλα τῆς ἁμαρτίας εἴδη, πρὸς τὸν ἔνδον καὶ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς ἀόρατον πόλεμον, πρὸς τὰν ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας εἰς τέλος ἀντιταξάμενοι, καὶ τὸν μὲν ἐκτὸν ἄνθρωπον τηκόμενοί τε καὶ ἀχρειούμενοι, τὸν δὲ ἐντὸς ἄνθρωπον ἀνανεούμενον καὶ θεούμενοι, παρ’ οὗ τούτους ἐχαρίσθη τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τὰ ἐνεργήματα τῶν δυνάμεων; ὅταν τις ἐπὶ νοῦν λάβῃ ταῦτα, καὶ προσεννοήσῃ ὅτι τὴν φύσιν ὑπερβαίνει τὴν ἡμετέραν, θαυμάζει καὶ δοξάζει Θεὸν τὸν τούτοις παρασχόντα τὴν τοσαύτην χάριν καὶ δύναμιν· εἰ γὰρ καὶ τὴν προαίρεσιν ἀγαθὴν καὶ καλλίστην εἶχον, ἀλλὰ χωρὶς τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως οὐκ ἄν ἴσχυσαν ὑπὲρ τὴν φύσιν γενέσθαι, καὶ ἐν  σώματι ὄντες τὸν ἀσώματον καταπαλέσαι πόλεμον.

Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ψαλμῳδὸς Προφήτης εἰπών· «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ», ἐπήγαγεν· «Αὐτὸς δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ».  Καὶ σκοπεῖτε μετὰ συνέσεως τῶν προφητικῶν ρημάτων τὴν δύναμιν·  παντὶ μὲν γάρ, φησί, τῷ λαῷ αὐτοῦ δίδωσιν ὁ Θεὸς δύναμιν καὶ κραταίωσιν· οὐ γὰρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ· θαυμάζεται δὲ ἐν μόνοις τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. Ὥσπερ γὰρ ὁ ἥλιος ἄνωθεν πλουσίως πᾶσαν ἐπίσης ἐπιχεῖ τὰς ἀκτῖνας, ὁρῶσι δὲ μόνοι ταύτας οἱ ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, καὶ τούτους οὑ μεμυκότας καθαρᾶς δὲ ἀπολαύνουσι τῆς αὐγῆς οἱ διὰ καθαρότητα τῶν ὀμμάτων ὀξυωποῦντες, καὶ μὴ διὰ νόσον ἤ ἀχλὺν, ἤ τι τοιοῦτον ἐμπεσὸν τοῖς ὄμμασιν ἀμβλυωποῦντες· οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἄνωθεν πλουσίαν πᾶσι χορηγεῖ τὴν αὐτοῦ βοήθειαν· αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ ἀεννάως βρύουσα τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγαθότητος σωστικὴ καὶ φωτιστικὴ πηγή. Ἀπολαύουσι δὲ τῆς ἐκεῖθεν χάριτος καὶ δυνάμεως πρὸς τὴν τῆς ἀρετῆς ἐνέργειαν καὶ τελείωσιν, ἤ καὶ τὴν τῶν θαυμάτων ἐπίδειξιν, οὐχ ἁπλῶς ἅπαντες, ἀλλ’ οἱ προαίρεσιν ἀγαθὴν κεκτημένοι, καὶ δι’ ἔργων τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπην καὶ πίστιν ἐπιδεικνύμενοι· καὶ τὰ μὲν φαῦλα τελείως ἀποστρεφόμενοι, τῶν δὲ τοῦ Θεοῦ προσταγμάτων ἀσφαλῶς ἀντεχόμενοι, καὶ τὸ τῆς διανοίας ὄμμα πρὸς αὐτὸν ἀνατείνοντες τὸν τῆ δικαιοσύνης ἥλιον Χριστόν· ὅς οὐ μόνον ἀοράτως χεῖρα βοηθείας ἄνωθεν προτείνει τοῖς ἀγωνιζομένοις, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου προτρεπόμενος αἰσθητῶς ἡμῖν σήμερον· διαλέγεται·  «Πᾶς γάρ, φησίν, ὅς ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ὁρᾶτε ὅτι οὔτε ἡμεῖς δυνάμεθα παρρησιάσασθαι τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ τὴν ὁμολογίαν ἄνευ τῆς παρ’ αὐτοῦ δυνάμεως καὶ συνεργείας, οὔτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρρησιάσεται ὑπὲρ ἡμῶν ἐν αἰῶνι τῷ μέλλοντι, καὶ συστήσει καὶ οἰκειώσει τῷ ἀνωτάτῳ Πατρί, ἄνευ λαβεῖν ἀφ’ ἡμῶν τὰς ἀφορμᾶς; Τοῦτο γὰρ δηλῶν οὐκ εἶπε·  Πᾶς ὅς ἄν ὁμολογήσῃ με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, πᾶς ὅς ἄν ὁμολογήσῃ  ἐμοί·  ὡς ἐν ἐκείνῳ, καὶ διὰ τῆς ἐκείνου βοηθείας δυνάμενος παρρησιάσασθαι τὴν εὐσέβειαν. Οὕτω πάλιν·  ὁμολογήσω κἀγώ, καὶ οὐκ εἶπεν, αὐτόν, ἀλλ’ ἐν αὐτῷ τοὐτέστι διὰ τῆς τοῦ ὁμολογοῦντος ἀγαθῆς ἐνστάσεως καὶ καρτερίας, ἥν ἐνεδείξατὸ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας. Ὅρα γὰρ τί φησιν ἐφεξῆς ἐπὶ τῶν μαλακισθέντων καὶ προδόντων τὴν εὐσέβειαν·  «Ὅστις δ’  ἄν  ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγὼ αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Οὐκ εἶπεν, ἐνταῦθα, Ὅστις ἀρνήσεται ἐν ἐμοί· διατί; Ὅτι ἔρημος γενόμενος τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ βοηθείας ἀρνεῖται τὸν Θεὸν ὁ ἀρνούμενος.  Διατὶ δὲ ἐγκατελείφθη καὶ ἔρημος ἐγένετο τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ φθάσας αὐτὸς ἐγκατέλιπεν αὐτὸν ἀγαπήσας τὰ πρόσκαιρα καὶ γήϊνα πλέον τῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀπηγγελμένων οὐρανίων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν. Οὕτω πάλιν καὶ ὁ Χριστὸς ἀρνήσεται, οὐκ ἐν αὐτῷ, ἀλλ’ αὐτόν, ὡς ἐν αὐτῷ μηδὲν εὑρών, ὧ χρήσασθαι ἦν ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ ἔχων τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην ἐν τῷ Θεῷ μένει, καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ· καθάπερ ὁ ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ Θεολόγος φησίν, ὡς τοῦ Θεοῦ μένοντος ἐν τῷ ἀγαπῶντι αὐτόν, ποιεῖται τὴν ὁμολογίαν εἰκότως ἐν τῷ Θεῷ ὁ ἀγαπῶν ἐν ἀληθείᾳ τὸν Θεόν, ὡς δὲ καὶ αὐτοῦ μένοντος ἐν τῷ Θεῷ, ποιήσεται καὶ ὁ Θεὸς τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ὁμολογίαν ἐν αὐτῷ. Τὸ οὖν, «Πᾶς ὅς ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ», τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας ἀδιάσπαστον συνάφειαν δηλοῖ, ἧς ἀφέστηκε μακρὰν ὁ ἀρνούμενος. Οὕτως αἱ θεῖαι ἀντιδόσεις μεθ’ ἑαυτῶν ἔχουσι τὴν θείαν δικαιοσύνην, ἐξ ὁμοιώσεως καταλλήλως ἀντεπαγόμεναι.
Ἡ μὲν οὖν ὁμοιότης τῶν παρὰ Θεοῦ βραβείων πρὸς τὰ παρ’ ἡμῶν αὐτῷ προσφερόμενα τοιαύτη καὶ οὕτως ἔχουσα. Σκοπεῖτε δὲ καὶ τὴν καθ’ ὑπεροχὴν διαφορὰν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀμοιβῆς ὅση πρὸς τοὺς ἐν αὐτῷ τοῦτον ὁμολογήσαντας. Ἕκαστος γὰρ τῶν ἁγίων, Θεοῦ δοῦλος ὤν, ἐπαρρησιάσατο τὴν ὁμολογίαν ἐν τῷ προσκαίρῳ τούτῳ βίῳ, καὶ ἐνώπιον θνητῶν ἀνθρώπων, μᾶλλον δὲ ἐπὶ καιροῦ βραχέος τοῦ αἰώνος τοῦτου, καὶ ἐπ’ ὀλίγων οἵων ἔφημεν ἀνθρώπων. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς ὤν καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, παρρησιάσεται ὑπὲρ αὐτῶν ἐν τῷ ἀϊδίῳ καὶ ἀκαταλύτῳ ἐκείνῳ κόσμῳ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, περιεστηκότων τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀρχαγγέλων, πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων, παρόντων τῶν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι συντελείας ἀνθρώπων πάντων· πάντες γὰρ ἀναστήσονται καὶ παραστήσονται τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε πάντων παρόντων, πάντων ὁρώντων, ἀνακηρύξει καὶ δοξάσει καὶ στεφανώσει τοὺς μέχρι τέλους τὴν εἰς αὐτὸν πίστι ἐπιδειξάμενος. Τί δεῖ πειρᾶσθαι δεικνύναι τοὺς ὑπερφυεῖς ἐκείνους στεφάνους, τὴν ὑπερβολὴν τῶν μελουσῶν ἐκείνων ἀμοιβῶν, ἄς οὔτε ὀφθαλμός, οἷος ὁ ἡμέτερος, ἰδεῖν δύναται, οὔτε οὗς ἀκοῦσαι, οὔτε καρδία διανοήσασθαι; Ἀλλὰ καὶ τὰ νῦν οἷα καὶ τὰ ὁρώμενα, τὶς λόγος ἀξίως ἐξείποι τὴν ἐν ταῖς σοροῖς τῶν ἁγίων καὶ τοῖς λειψάνοις τῶν ὀστῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ δόξαν, τῷ παντὶ χρόνῳ συμπαρατεινομένην, τὴν ἀνδιδομένην ἐκ τούτων ἰερὰν εὐωδίαν, τὰ πηγάζοντα μύρα, τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τὰ ἐνεργήματα τῶν δυνάμεων, τὰς πολυειδεῖς καὶ σωτηρίους ἡμῖν ἐν τούτοις ἐπιφανείας; Εἴπω τι τῶν παρ’ ἡμῶν προσφερομένων αὐτοῖς;  Ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ καθάπερ ἔφην, ἡ παρρησία τῆς κατὰ Θεὸν ὁμολογίας ἐκάστου τῶν ἁγίων, καὶ ἐνώπιον τινῶν ἀρχόντων καὶ βασιλέων·  ἀνυμνοῦσι δὲ καὶ μεγαλύνουσι τιμῶντες καὶ δοξάζοντες καὶ προσκυνοῦντες, οὐκ αὐτοὺς μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς αὐτῶν εἰκόνας, ὡς δεσποτῶν, καὶ πλέον ἤ δεσποτῶν καὶ βασιλέων, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, καὶ πᾶν τὸ ὑπήκοον, τοσοῦτον αὐταῖς ὑποπίπτοντες ἑκόντες καὶ χαίροντες, ὡς καὶ τοῖς παισὶν εὔχεσθαι τοῦτο πρὸς παντὸς ἄλλου καταλιμπάνειν οἷά τινα κλῆρον ὄλβιον, καὶ ποιητικὸν εὐδαιμονίας τῆς ἀνωτάτω.  Δεῖγμα δὲ τοῦτο καὶ παράστασις ἐστι καὶ οἷον προοίμιον τῆς μελλούσης ἐκείνης ἀπορρήτου δόξης, ἤν καὶ νῦν ἔχουσιν ἐν οὐρανοῖς τῶν δικαίων τὰ πνεύματα, καὶ ἧς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι τεύξονται σὺν τούτοις τὰ συνδιανύσαντα τὸν κατὰ Θεὸν ἀγῶνα σώματα. Ταύτην δὴ τὴν ὑπερβολὴν τῆς δόξης καὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ὀ Κύριος ἐνδεικνύμενος, πρὸς μὲν τοὺς ἁγίους αὐτοῦ μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἔλεγεν· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὑμεῖς οἰ ἀκολουθήσαντές μοι ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τὰ δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ·  πρὸς δὲ πάντας ἁπλῶς τοὺς πιστεύοντας, «Πᾶς, φησίν, ὅστις ἀφῆκεν οἰκίαν, ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφάς, ἤ πατέρα, ἤ μητέρα, ἤ γυναῖκα, ἤ τέκνα, ἤ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται, καὶ ζωὴν αἰωνίον κληρονομήσει· ὁ δὲ φυλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν ἀγαπητὸν ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς Υἱὸς ἔδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ ἡμᾶς δικαίως ἀπαιτεῖ πάντας τοὺς κατὰ γένος ἡμῖν προσήκοντας περιοράν, ὅταν ἐμπόδιον ὧσι πρὸς τὴν εὐσέβειαν, καὶ τὸν κατ’  αὐτήν, βίον.  Καὶ τί λέγω τοὺς κατὰ γένος προσήκοντας; αὐτὴν γὰρ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕκαστον παραιτήσασθαι, καιροῦ καλοῦντος, δίκαιόν τε ὁμοῦ καὶ ἀναγκαῖον, εἴπερ βούλεται ζωῆς αἰωνίου ἐπιτυχεῖν, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἔθηκεν ὑπὲρ ἡμῶν διὸ πάλιν αὐτὸς φησιν «Ὅς  οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Σταυρὸς μὲν οὖν ἐστι καὶ τὸ σταυρῶσαι τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
Ὅταν οὖν ἧ καιρὸς εἰρήνης τῆς κατ’ εὐσέβειαν, διὰ τῆς ἀρετῆς νεκρῶν ὁ ἄνθρωπος τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας, οὕτως αἵρων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ τῷ Κυρίῳ. Ὅταν δὲ καιρὸς ἧ διωγμοῦ, περιφρονῶν καὶ τὴν οἰκείαν ζωήν, καὶ προδιδοὺς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὑπὲρ  τῆς εὐσεβείας, οὕτως αἵρει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ  ὀπίσω τοῦ Κυρίου, καὶ οὕτω ζωὴν αἰώνιον κηρονομεῖ· «Ὁ γὰρ εὑών, φησί, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν». Τι ἐστιν, Ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εὑρήσει αὐτήν; Διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, τὸ σῶμα λέγω, καὶ ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ δηλονότι. Ὅταν οὖν κατὰ τὸν ἐκτὸς ἡμῶν ἄνθρωπον παραδῷ τις ἑαυτὸν εἰς θάνατον, ἀπόλλυσι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, χωριζομένην ἀπ’ αὐτοῦ. Ὁ γοῦν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου οὕτως ἀπολέσας αὐτὴν ὄντως εὑρήσει ταύτην, ζωὴν οὐράνιον καὶ αἰώνιον ταύτῃ προξενήσας, καὶ ἐν τῇ ἀναστάσει ταύτην κομισάμενος, καὶ δι’ αὐτῆς τοιοῦτος καὶ αὐτὸς καὶ κατὰ σῶμα γεγονὼς οὐράνιος καὶ αἰώνιος. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ταῦτα δύσκολα τε καὶ μεγάλα, καὶ τῶν τελείων μόνων, καὶ ὡς εἰπεῖν, ἀποστολικά, τὸ σταυρῶσαι τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις, τὸ ἕτοιμον εἶναι πρὸς ἀτιμίαν ἐσχάτην, καὶ τὸν αἴσχιστον ὑπὲρ τοῦ καλοῦ θάνατον, τὸ ἀπολέσαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπερ ἐφεξῆς φησι προϊὼν ὁ Κύριος, πρὸς παραμυθίαν τέ ἐστι τῶν οὕτως ἀγωνιζομένων ὑπὲρ φύσιν τῶν ἀτελεστέρων· «Ὁ γὰρ ὑμᾶς δεχόμενος», τοὺς ἀποστόλους δηλονότι, καὶ τοὺς μετ’ ἐκείνους Πατέρας καὶ διδασκάλους  τῆς εὐσεβείας, «ἐμὲ δέχεται, φησί, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντα με».
Τοῖς μὲν οὖν τελειοις ἐκείνοις ἐντεῦθεν ὑποδοχὴν  ἑτοιμάζει, τοῖς δὲ μὴ τοιούτοις ἐκ τοῦ ὑποδέχεσθαι ἐκείνους τὴν σωτηρίαν πορίζει. Ἀλλ’ ὁρᾷς καὶ πόσος ὁ μισθὸς τοῖς δεχομένοις τοὺς κατὰ Θεὸν ζῶντας καὶ διδασκάλους τῆς ἀληθείας; ὁ γὰρ δεχόμενος αὐτοὺς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν δέχεται. Πῶς οὖν δέχεσθαι τούτους χρή; Οὐ ξενίζειν μόνον καὶ ἀναπαύειν, ἀλλὰ καὶ ὑπακούειν. Διὸ ἀλλαχοῦ τοὺς ἀθετοῦντας φοβών, πρὸς τοὺς οἰκείους μαθητὰς ἔλεγεν· «Ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Ἀλλὰ καὶ ὁ ξενίζων καὶ ἀναπαύων τοὺς τοῦ Θεοῦ, ἐὰν διὰ τὸν Θεὸν τοῦτο πράττῃ, πολὺν λήψεται τὸν μισθόν·  καὶ τοῦτο δηλῶν ὁ Κύριος, ἔλεγεν· «Ὁ δεχόμενος πρόφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται· ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται». Πῶς μισθὸν προφήτου καὶ μισθὸν δικαίου  λήψεται; Ὡς ὁ Ἀπόστολος φησι· «Τὸ ἡμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ἡμῶν ὑστέρημα»· ὁ δὲ τὸν δίκαιον, ὡς δίκαιον, ὄντα, διὰ τὸν Θεὸν δεχόμενος καὶ ἀναπαύων, κἄν μὴ φιλοτίμως ἔχῃ, ἀλλὰ καὶ μικρὰ τινα δῷ, τὰ μεγάλα κερδανεῖ. «Ὅς γὰρ ἄν, φησί, ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ». Ἐν δὲ τούτοις τοῖς ρήμασι καὶ παραγγέλμασιν οὐ τῶν δικαίων μόνον μαθητῶν τὴν φροντίδα ποιεῖται, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τῶν δεχομένων αὐτούς·  εἰ γὰρ ἐκείνων μόνον ἐφρόντιζε, τὴν δοχὴν ἄν παρῇνει μόνον καὶ τὴν δοχὴν ἐκείνων ἐζήτει καὶ τὴν ἀνάπαυσιν, ὅπως ἄν ἦν · νῦν δὲ προστιθείς, εἰς ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου, δείκνυσι φροντίζων μᾶλλον τῶν δεχομένων, τὴν γνώμην αὐτῶν ἐπὶ τὸ κρεῖττον μεταποιῶν, ἵνα καὶ ὁ μισθὸς ἐπακολουθήσῃ τούτοις μετὰ τὴς ἀρετῆς. Ἡ οὖν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τιμῶσα καὶ μετὰ θάνατον τοὺς κατὰ Θεὸν ὡς ἀληθῶς ζήσαντας, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τοῦ ἐνιαυτοῦ μνήμην ποιεῖται τῶν κατ’ αὐτὴν μεταστάντων ἐντεῦθεν, καὶ τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς ἀποδημησάντων  ἁγίων·  τόν τε βίον ἑκάστου προτιθεῖσαι τῆς ἡμῶν ἕνεκεν ὠφελείας, καὶ τὸ τέλος ὑποδεικνῦσα, εἴτε μετ’ εἰρήνης, κεκοίμηται, εἴτε μαρτυρικῷ τέλει τὸν βίον κατέκλεισε. Νῦν δὲ μετὰ τὴν Πεντηκοτὴν ὁμοῦ πάντας συναγαγοῦσα, κοινὸν αὐτοῖς ἀναπέμπει τὸν ὕμνον, οὐ μόνον ὅτι πάντες ἀλλήλοις ἥνωνται, καὶ κατὰ τὴν δεσποτικὴν εὐχὴν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα ἐν Εὐαγγελίοις ὁ Κύριος, ἵνα πάντες ἕν ὧσι ἐν ἀληθείᾳ».
Οὐ μόνον τοίνυν διὰ τοῦτο κοινὸν αὐτοῖς πᾶσι τὸν ὕμνον ἀποδίδωσιν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ἀλλ’ ὅτι καὶ σπουδὴ ταύτῃ διά τε τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, καὶ τῆς μετ’ αὐτὴν Πεντηκοστῆς, πάντα τὰ ἔργα ἐκφῆναι καὶ ἀνυμνῆσαι τοῦ Θεοῦ. Ἐπεὶ οὖν πάντα ἐξεῖπεν, ὥς ἴστε·  πῶς τὴν ἀρχῆν ὁ κόσμος οὗτος ἅπας ἐγένετο ὑπὸ Θεοῦ·  πῶς ὁ Ἀδὰμ ἐξώσθη τοῦ παραδείσου καὶ τοῦ Θεοῦ· πῶς ὁ πάλαι λαὸς ἐκλήθη· πῶς καὶ αὐτοὶ παραβάντες ἐξώσθησαν τῆς πρὸς Θεὸν οἰκειότητος· πῶς ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς Υἱὸς κλίνας οὐρανοὺς ὑπὲρ ἡμῶν κατῆλθε, καὶ ἔπραξεν ὑπὲρ ὑμῶν ἐξαίσια, καὶ ἐδιδαξε τὰ σωτήρια, ἔπαθέ τε καὶ ἀπέθανεν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ ἐτάφη ὡς ἄνθρωπος, καὶ ὡς Θεὸς ἀνέστη τριήμερος, καὶ εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθεν, ὕστερον μετὰ σαρκὸς ἀνελήφθη, καὶ καθίσας ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς, ἔπεμψεν ἐκεῖθεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα· ἐπεὶ οὖν πάντα ταῦτα ἀνύμνησεν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, νῦν καὶ τὸ λεῖπον προστιθεῖσά τε ὁμοῦ καὶ δεικνῦσα, πόσους καὶ οἵους καρποὺς συνήγαγε πρὸς ζωὴν αἰωνίον ἡ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσία, καὶ ἡ τοῦ παναγίου Πνεύματος δύναμις, πάντων ὁμοῦ ποιεῖται τῶν ἁγίων τὴν μνήμην, καὶ πᾶσι τὸν ὕμνον καὶ τὴν τιμὴν ἀποδίδωσι σήμερον.
 Τιμήσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Τιμήσωμεν δὲ πῶς; Ἐὰν κατὰ μίμησιν ἐκείνων καθάρωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ ἀποστῶμεν τῶν κακῶν τέως διὰ τῆς ἀποχῆς τούτων πρὸς ἁγιωσύνην φερόμενοι·  ἐὰν παύσωμεν τὴν γλῶσσαν ἡμῶν ἀπὸ ὅρκου καὶ ἐπιορκίας, ληδωρίας τε καὶ λοιδορίας, καὶ τὰ χείλη ἡμῶν ἀπὸ ψεύδους καὶ συκοφαντίας, καὶ οὕτω τὴν εὐφημίαν αὐτοῖς προσάγωμεν. Ἐὰν δὲ μὴ οὕτως ἑαυτοὺς καθάρωμεν, ἀκουσόμεθα δικαίως παρ’ αὐτῶν καὶ ἡμῶν ἕκαστος ἐκεῖνα τὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸν ρήματα· Ἵνα τί τολμᾷς ἀναλαμβάνειν ἐπὶ μνήμης, καὶ λαλεῖν διὰ γλώττης καὶ αὐτὰ τὰ τῶν ἁγίων ὀνόματα, καὶ διηγεῖσθαι τὴν πάσης ἀρετῆς καὶ καθαρότητος πεπληρωμένην αὐτῶν διαγωγήν; Σὺ δὲ ἐμισησας τὸν ἐνάρετον βίον καὶ ἀπὸ σαυτοῦ τὴν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀπεδίωξας καθαρότητα. «Εἱ ἐθεώρεις κλέπτην συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις·  τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίας, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητας· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις, καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρὸς σου ἐτίθεις σκάνδαλον». Οὐ δέχεται ὕμνον, ἀδελφοί, ἀπὸ τοιούτων στομάτων οὔτε ὁ Θεός, οὔτε οἱ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι·  εἰ γὰρ ἕκαστος ἡμῶν τὴ ἑαυτοῦ χεῖρα κόπρου ἁψαμένην, οὐ δέχετια προσενεγκεῖν αὐτῷ τε πρὸς χρείαν, ἄν μὴ πρότερον αὐτὴν ἐκπλύνῃ, πῶς ὁ Θεὸς δέξηται τὰ ἀπὸ σώματος καὶ στόματος ἀκαθάρτου προσφερόμενα, ἄν μὴ πρότερον ἑαυτοὺς ἐκκαθάρωμεν; Πολὺ γὰρ τῆς κόπρου βδελυρωτέρα ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, τὰ αἰσχρὰ διανοήματά τε καὶ ρήματα, καὶ αἱ τούτοις ἐπακολουθοῦσαι μιαρεαῖ πράξεις. Ἀλλὰ πῶς ὁ τούτοις περιπεσὼν πάλιν καθαίρεται; διὰ τῆς μετανοίας, διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, διὰ τῆς ἀγαθοεργίας, διὰ τῆς ἐκτενοῦς πρὸς τὸν Θεόν δεήσεως.
Ὅταν τοίνυν ἐν ταῖς ἑορταζόμεναις τῶν ἁγίων μνήμαις ἀπὸ τῶν τεχνῶν ἡμῶν καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἕκαστος σχολάζων,  τοῦτο ἡμῶν ἔστω μελέτημα, πῶς ἵνα ἀποστῶμεν καὶ ἐλεύθεροι γενώμεθα τῶν ὧν ἕκαστος περιέπεσεν ἀμαρτιῶν καὶ μολυσμῶν. Εἰ δὲ καὶ τότε παίζομεν κατὰ τῶν ἡμετέρων αὐτῶν ψυχῶν καὶ ἀδιαφοροῦμεν καὶ μεθύομεν, πῶς ἄναγνον ποιοῦντες τὴν ἡμέραν ἑορτάζειν τοὺς ἁγίους λέγομεν; Ἀλλὰ μὴ οὕτως ἑορτάζωμεν, ἀδελφοί, παρακαλῶ, ἀλλὰ παραστήσωμεν καὶ ἡμεῖς σώματά τε καὶ ψυχὰς εὐαρέστους τῷ Θεῷ, κατ’ αὐτὰς γοῦν τὰς ἑορτίους ἡμέρας, ἵνα πρεσβείαις τῶν ἁγίων μέτοχοι καὶ αὐτοὶ γενώμεθα τῆς πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης ἐκείνης τῆς ἀπεράντου ·  ἧς  γένοιτο  πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὧ πρέπει δόξα σὺν τῷ ἀνάρχῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια θαυμαστὸς ὁ Θεὸς στὰ ἔργα τῶν ἁγίων του. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ του τοὺς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πῶς μὲ τὴν ἀσθενικὴ σάρκα τους ντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὸ κακό, πῶς δὲν εἶχαν  συναίσθηση τῶν πόνων καὶ τῶν τραυμάτων καθὼς ἔρριχναν τὸ σῶμα τους σὲ ἀγῶνα μὲ τὴ φωτιά, μὲ τὸ ξίφος, μὲ τὰ διάφορα εἴδη θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀντιπαλεύοντας μὲ τὴν ὑπομονή. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ ὅτι κομμάτιαζαν τὶς σάρκες τους, κι ἔσπαζαν τὶς κλειδώσεις τους, καὶ τσάκιζαν τὰ κόκκαλά τους, αὐτοὶ ὅμως φύλαγαν ἀκέραια, κι ἀπείραχτη κι ἀσάλευτη τὴ πίστη τους.  Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν χάρισμα τὴν ἀδιαφιλονίκητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ δύναμη γιὰ θαύματα. Ὅταν ἀναλογιστῆ τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πῶς ὑπέφεραν θεληματικὰ σὰ νὰ ἦσαν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς διάφορες ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, πῶς ἀντιστάθηκαν ὡς τὸ τέλος τὰ πονηρὰ πάθη, στὰ διάφορα εἴδη τῆς ἁμαρτίας, στὸν πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀοράτος μέσα μας, στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, στὶς πνευματικὲς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ πῶς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἔλιωνε κι ἀφανιζόταν, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀνανεωνόταν καὶ θεοποιοῦνταν –καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς δόθηκε ἡ χάρη νὰ θεραπεύουν καὶ νὰ πραγματοποιοῦν ἔργα δυνάμεως. Ὅταν κανένας τὰ συλλογιστῆ αὐτὰ καὶ κάνη τὴ σκέψη ὅτι αὐτὰ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση, θαυμάζει καὶ δοξολογεῖ τὸ Θεό, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸση χάρη καὶ δύναμη. Γιατὶ ἄν εἶχαν τὴν προαίρεση τὴν ἀγαθὴ καὶ πολὺ ὡραία, ὅμως χωρις τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ ἀποχτοῦσαν τὴ δύναμη νὰ γίνουν ὑπεράνθρωποι κι ἐνῶ ἦσαν ἄνθρωποι σωματικοὶ νὰ νικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό.
Γι’ αὐτὸ κι ὁ Προφήτης ποιητὴς τῶν ψαλμῶν εἶπε· «ἀξιοθαύμαστος εἶναι ὁ Θεὸς σήμερα στοὺς ἁγίους του» καὶ συνάμα πρόσθεσε «αὐτὸς θὰ δώση δύναμη καὶ ἀντοχὴ στὸ λαό του». Ἐξετάστε μὲ σύνεση τὴ δύναμη τῶν προφητικῶν λόγων. Σ’ ὅλο τὸ λαό του δίνει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ἀντοχή· δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωποληψία, θαυμάζεται ὅμως μόνο ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους του. Καθὼς ὁ ἥλιος ἀπὸ ψηλὰ πλούσια σ’ ὅλους σκορπᾶ τὶς ἀκτῖνες του, τὶς βλέπουν ὅμως μόνο ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ μάλιστα ὄχι κλειστὰ καὶ χαίρονται καθαρὴ τὴ λάμψη, μόνο ἐπειδὴ μὲ καθαρὰ μάτια βλέπουν καλὰ καὶ δὲ θαμποξεχωρίζουν μονάχα ἀπὸ ἀρρώστεια ἤ ὁμίχλη ἤ κανένα ἐμπόδιο ποὺ μπῆκε μπροστά, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πλούσια δίνει ἀπὸ ψηλὰ τὴ βοήθειά του σ’ ὅλους, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἄπειρη σωστικὴ φωτιστικὴ πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς καλωσύνης. Κερδίζουν τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἀκτινοβολεῖται γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τὴς ἀρετῆς ἤ καὶ τὴν πραγματοποίηση τῶ θαυμάτων ὄχι ὅλοι γενικὰ παρὰ ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ ἐκδηλώνουν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Κι ὅσοι ἀποστρέφονται τέλεια τὴν κακία καὶ κρατοῦν μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφουν τὰ νοερὰ μάτια στὸ Χριστό,  στὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκεῖνος δὲν ἁπλώνει μόνο χέρι βοήθειας ἀόρατα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς προτροπὲς τοῦ Εὐαγγελίου σήμερα συνομιλεῖ αἰσθητὰ μαζί μας. Ὅποιος ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομά μου θὰ ὁμολογήσω κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ φανερώσωμε μὲ θάρρος τὴν πίστη μας στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία μας χωρὶς τὴ δύναμη καὶ τὴ βοήθειά του, οὔτε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ μιλήση φανερὰ γιὰ μᾶς στὴ μέλλουσα ζωή, γιὰ νὰ μᾶς συστήση καὶ νὰ μᾶς γνωρίση μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ πάρη ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς. Αὐτὸ θέλοντας νὰ τὸ φανερώση δὲν εἶπε, καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καθένας ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ στ’ ὀνομά του καὶ μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου μπορεῖ νὰ φανερώση θαρρετὰ τὴν εὐσέβειά του. Ἔτσι πάλι δὲν εἶπε, θὰ ὁμολογήσω  κι ἐγὼ αὐτὸν ἀλλὰ στὸ ὄνομά του δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ ἐμμονὴ καὶ καρτερία ἐκείνου ποὺ ὁμολογεῖ, ποὺ ἔδειξε γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας. Πρόσεξε τί λέει παρακάτω γι’ αὐτοὺς ποὺ δείλιασαν καὶ πρόδωσαν τὴν εὐσέβεια. «Ὅποιος μὲ ἀρνηθῆ μπροστὰ  στοὺς ἀνθρώπους  θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγὼ μπροστὰ  στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς». Δὲν εἶπε ἐδῶ ὅποιος ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ ὅποιος ἀρνεῖται τὸ κάνει, ἀφοῦ στερηθῆ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴ στερεῖται γιατὶ αὐτὸς πρῶτος ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήϊνα περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὰ οὐρνάνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἔτσι πάλι καὶ ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τὸν ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά του ἀλλὰ θὰ ἀρνηθῆ αὐτόν, γιατὶ δὲν βρῆκε τίποτα σ’ αὐτὸν νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σὰν ἐπιχείρημα.  Γιατὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη στὸ Θεό, μένει στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ Θεὸς μένει σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ ἀγαπητὸς στὸ Χριστὸ Θεολόγος, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μένει μέσα σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, κατὰ φυσικὸ λόγο μέσα στὸ Θεὸ κινεῖ τὴν ὁμολογία του αὐτὸς ποὺ ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Κι ἐπειδὴ κι αὐτὸς μένει μέσα στο Θεὸ κι ὁ Θεὸς θέτει τὴν ὁμολογία του γι’ αὐτὴν μέσα σ’ αὐτόν. Ἡ φράση τέλος «γιὰ καθέναν ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου, θὰ ὁμολογήσω στ’ ὄνομά του κι ἐγὼ» φανερώνει τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μ’ ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν, ἀπὸ τὴν ὁποία μένει μακριὰ στέκεται αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται. Ἔτσι οἱ θεϊκὲς ἀνταποδόσεις ἔχουν μέσα τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρονται κατάλληλα σύμφωνα μὲ μιὰ ἀρχὴ ὁμοιότητος.
Ἡ ὁμοιότητα λοιπὸν τῶν θείων ἐπιβραβεύσεων πρὸς αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρομε εἶναι τέτοια.  Ἐξετάστε καὶ τὴ διαφορὰ πρὸς τὰ ἄνω τῆς θείας ἀμοιβῆς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ὁμολογοῦν μέσα στὸν ἑαυτό   του. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμολογία μέσα στὸν πρόσκαιρο αὐτὸν βίο καὶ μπροστὰ σὲ θνητοὺς ἀνθρώπους ἤ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα σ’ ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ σὲ λίγους ὅπως εἶπα ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς θὰ μιλήση φανερὰ γι’ αὐτοὺς μέσα στὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο ἐκεῖνο κόσμο μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα, σὲ ἀγγέλους ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, σὲ ἀρχαγγέλους, ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, κι ἐνῶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ κι ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξη τὰ ὀνόματα καὶ θὰ δοξάση καὶ θὰ στεφανώση ἐκείνους ποὺ ἔδειξαν ὡς τὸ τέλος τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν.  Γιατὶ πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τοὺς οὐράνιους ἐκείνους στεφάνους, τὶς ὑπερβολικὲς ἐκεῖνες ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς περιμένουν, ποὺ οὔτε μάτι σὰν τὸ δικό μας μπορεῖ νὰ δῆ, οὔτε αὐτὶ ν’ ἀκούση, οὔτε νὰ σκεφθῆ; Ἀλλὰ  καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομε τώρα εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστα.  Ποιός λόγος μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψη τὴ δόξα ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στὰ λείψανα καὶ τὰ ὀστὰ  τῶν ἁγίων, ποὺ παρατείνεται σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ χρόνου, τὴν ἱερὴ εὐωδία ποὺ ἀναδίνεται ἀπ’  αὐτὰ τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς δωρεὰν θεραπεῖες, τὴ διενέργεια τῶν θαυμάτων, τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες γιὰ μᾶς ἐμφανίσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτά. Νὰ πῶ κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται σ’ αὐτοὺς ἀπὸ μᾶς;  Λίγο χρόνο, ὅπως εἶπα, κράτησε ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ μπροστὰ σὲ μερικοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς·  ἀνυμνοῦν ὅμως καὶ μεγαλύνουν τιμῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ προσκυνῶνας ὄχι αὐτοὺς μονάχα καὶ τὶς  εἰκόνες τους σὰ νὰ ἦσαν κύριοι καὶ παραπάνω ἀπὸ κύριοι καὶ βασιλεὶς οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες κι ὅλοι οἱ ὑπηκόοι προσπέφτοντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸση πορθυμία καὶ χαρά, ὥστε νὰ εὔχεται κανεὶς νὰ τὸ κληρονομήσουν αὐτοὸ καὶ στὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, σὰ μιὰ καλότυχη κληρονομία, ποὺ προξενεῖ τὴν πιὸ ψηλὴ εὐτυχία. Κι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἐξοικόνιση καὶ σάμπως προανάκρουσμα τῆς δόξας ἐκείνης τῆς ἄρρητης ποὺ μᾶς περιμένει ποὺ καὶ τώρα τὴ χαίρονται τὰ πνεύματα τῶν δικαίων καὶ ποὺ θὰ τὴν ἐπιτύχουν μαζί μ’ αὐτὰ καὶ τὰ σώματα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα πέρασαν ὄλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ.  Γι  αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάνοντας ἔνδειξη ὁ Κύριος στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἀπὸ τὴ μιὰ εἶπε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σεῖς ποὺ μ’ ἀκολουθήσατε, στὴν ὥρα τοῦ ξαναγεννημοῦ, ὅταν ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίση στὸν θρόνο τῆς δόξας του θὰ καθίσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ». Καὶ σ’ ὅλους πάλι γενικὰ ποὺ πιστεύουν. «Καθένας ποὺ ἄφησε σπίτη ἤ ἀδελφὴ ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μάνα ἤ γυναῖκα ἤ παιδιὰ ἤ χωράφια γιὰ χάρη μου, θὰ λάβη ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ θὰ κληρονομήση ζωὴ παντοτινή. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἤ τὴ μάνα του περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἐπεῖδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸν Γιὸ του τὸν ἀγαπητὸ ( καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μας) ζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς δίκαια ὅλους τοὺς συγγενεῖς μας νὰ μὴν λογαριάζωμε, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν στὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο.  Καὶ τί λέγω τοὺς συγγενεῖς; Εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ προσφέρη καθένας τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅταν τὸ καλέση ἡ περίσταση, ἄν θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν παντοτινὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε γιὰ  μᾶς τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ «ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μ’ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ἄξιος μου». Σταυρὸς λοιπὸν εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώση κανεὶς τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες.
Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸ σταυρὸ του ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶντας καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ παραδίδοντας τὴν ψυχὴ του γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν παγντοτινὴ ζωή. Ὅποιος εὕρη τὴν ψυχὴ του λέει θὰ τὴ χάση, κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ μένα θὰ τὴν εὕρη. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρη; Ὁ  ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἔξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ μέσα μας ἄνθρωπος δηλ. ἡ ψυχή. Ὅποιος λοιπὸν παραδώση σὲ θάνατο τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν ἔξω ἄνθρωπο χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ χάνει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ τὴν εὕρη, ἀφοῦ τῆς χαρίση ζωὴ οὐράνια καὶ παντοτινὴ καὶ τέτοια θὰ τὴν πάρη κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τέτοιος θὰ γίνη κι αὐτὸς κατὰ τὸ σῶμα ἐξ αἰτίας της, οὐράνιος κι αἰώνιος. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ μεγάλα καὶ γιὰ τοὺς τέλειους μόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἀποστολικά, νὰ σταυρώσης δηλ. τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση καὶ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο θάνατο γιὰ χάρη τοῦ καλοῦ, νὰ χάσης τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια λέει ὁ Κύριος εἶναι γιὰ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ πιὸ ἀτελεῖς ποὺ τὸσο ὑπεράνθρωπα ἀγωνίζονται·  «αὐτὸς ποὺ δέχεται ἐσᾶς» δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς Πατέρες καὶ δασκάλους τῆς εὐσεβείας «δέχεται καὶ ἐμένα κι ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μ’ ἔστειλε».
 Γιὰ τοὺς τέλειους ἐκείνους ἀπὸ δῶ ἑτοιμάζει ὑποδοχή, σ’ ὅσους δὲν εἶναι τέλειοι παρέχει τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ ὑποδέχονται ἐκείνους.  Βλέπεις πόσο μεγάλος εἶναι κι ὁ μισθὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχονται ὅσους ζοῦν κατὰ Θεὸ κι ὅσους διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ὅποιος τοὺς δέχεται αὐτοὺς δέχεται τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε αὐτούς; Ὄχι μόνο νὰ τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύωμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Γι’ αὐτὸ σ’ ἄλλο σημεῖο θέλοντας νὰ φοβίση ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀψηφοῦν, ἔλεγε στοὺς μαθητές του. «Ὅποιος σᾶς ἀψηφᾶ, ἀψηφᾶ ἐμένα κι ὅποιος ἀψηφᾶ ἐμένα ἀψηφᾶ ἐκεῖνον ποὺ μ’ἔστειλε». Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ μόνο κι ἀναπαύει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτὸ τὸ κάμη γιὰ τὸ Θεό, θὰ πάρη μισθὸ πολύ. Αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε· «Ὅποιος δέχεται προφήτη ὡς προφήτη θὰ πάρη μισθό προφήτου κι ὅποιος δέχεται δίκαιο ὡς δίκαιο θὰ λάβη δικαίου μισθό». Πῶς θὰ πάρη μισθὸ προφήτου καὶ μισθὸ δικαίου; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τὸ δικὸ τους περίσσευμα θ’ ἀναπληρώση τὸ ὑστέρημα τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὸν δίκαιο σὰ δίκαιο δέχεται κι ἀναπαύει κι ἄν δὲν προσφέρη μ’ ἀφθονία ἀλλὰ δώση μικροπράγματα, θὰ κερδίση τὰ μεγάλα. Ὅποιος ποτίση ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἕνα ποτήρι νερὸ στ’ ὄνομα μαθητοῦ, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονταν. Ἄν φρόντιζε μόνο γι’ αὐτούς, θὰ συνιστοῦσε τὴν ὑποδοχή τους μόνο καὶ θὰ ζητοῦσε τὴν ὑποδοχὴ μονάχα ἐκείνων καὶ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως καὶ νὰ ἦταν. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσθήκη, σὲ ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου δείχνει ὅτι φροντίζει περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται θέλοντας ν’ ἀλλάξη τὴν ἀντίληψή τους στὸ καλύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀρετὴ ν’ ἀκολουθήση καὶ ὁ μισθός τους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντας μετὰ τὸν θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ τὸ  θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸ χρόνο μνημονεύει κάθε μέρα αὐτοὺς ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη ἔφυγαν ἀπὸ δῶ, καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ τὴ σημαδεμένη μὲ τὸ θάνατο. Καὶ φέρνει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴ ζωὴ καθενὸς γιὰ δική μας ὠφέλεια καὶ παρουσιάζει τὸ τέλος  τους, εἴτε ἦταν εἰρηνικὸ εἴτε ἔκλεισε ἡ ζωή του μὲ τὴ σφραγίδα  τοῦ μαρτυρίου.  Καὶ τώρα μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἀφοῦ ὅλους μαζί μᾶς συγκέντρωσε, τοὺς κάμνει κοινὰ ἔπαινο, ὄχι μονο ἐπειδὴ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξὺ τους κι εἶναι ἕνας κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου. «Δῶσε σ’ αὐτοὺς, λέει πρὸς τὸν Πατέρα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος, δῶσε τους νὰ  εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πατέρα, μὲ σένα καὶ σὺ μένα ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζί μας ἀληθινά».
Δὲν ἀποδίδει λοιπὸν σ’ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὸν κοινὸ ὕμνο μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ γιατὶ σπεύδει ἔτσι μὲ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ κι ἔπειτα τὴν Πεντηκοστὴ νὰ φανέρωση καὶ ν’ ἀνυμνήση ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα τὰ ἐφανέρωσε, ὅπως   γνωρίζετε, πῶς στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος· πῶς  ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸ Θεό·  πῶς ὁ παλαιὸς λαὸς δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ· πῶς  κι αὐτοὶ μὲ τὶς παραβάσεις τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκειότητα τους μὲ τὸ Θεό· πῶς ὁ μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε σ’ ἐμᾶς κι ἀφοῦ ἔπραξε θαυμάσια, καὶ ἐδίδαξε κήρυγμα  σωτηρίας, ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς σὰν ἄνθρωπος θάφτηκε ἀλλὰ καὶ σὰ Θεὸς ἀναστήθηκε σὲ τρεῖς μέρες καὶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπ’ ὅπου κατέβηκε ὕστερα ξαναγύρισε καὶ καθίζοντας στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα ἔστειλε ἀπὸ κεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τώρα κι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε προσθέτοντας καὶ παρουσιάζοντας, πόσο πολλοὺς δηλαδὴ καὶ ὡραίους καρποὺς μάζεψε γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅλων μαζί τῶν ἁγίων κάμνει τὸ μνημόσυνο καὶ σ’ ὅλους τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμὴ ἀποδίδει σήμερα.
Ἄς τιμήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμε πῶς; Ἄν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μόλυσμα σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακίες προχωρῶντας πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπ’ αὐτές. Ἄν ἐμποδίσωμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ τὴν ἐπιορκία, ἀπὸ τὴ φλυαρία καὶ ὑβρεολογία καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία κι ἔτσι τοὺς προσφέρομε τὸν ἔπαινο. Ἄν δὲν καθαρίσωμε ἔτσι τὸν ἑαυτό μας, δίκαια θ’ ἀκούσωμε ὁ καθένας μας ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Πῶς τολμᾶς νὰ φέρνης στὴ μνήμη σου καὶ νὰ ἀναφέρης μὲ τὴ γλῶσσα σου ἀκόμα κι αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων καὶ νὰ διηγῆσαι τὴ συμπεριφορά τους γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Ἐνῶ ἐσὺ ἐμίσησες τὸν ἐνάρετο βίο καὶ πέταξες μακρυά σου τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἄν ἔβλεπες κλέφτη, τὸν βοηθοῦσες καὶ ἔπαιρνες τὸ μερίδιο μὲ τὸ μοιχό. Τὸ στόμα σου ξεχείλισε ἀπὸ κακία κι ἡ γλῶσσα ὕφανε δολιότητες. Καθόσουν κάπου καὶ καταλαλοῦσες τὸν ἀδελφό σου, ἔστηνες παγίδα στὸν γιὸ τῆς μητέρας σου. Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνο. Ἄν καθένας ἀπὸ μᾶς, ἄν ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο μὲ τὸ χέρι του, δὲ θέλη νὰ τὸ χρησιμοποιήση, ἄν δὲν τὸ πλύνη πρῶτα, πῶς ὁ Θεὸς θὰ δεχτῆ ὅ,τι προσφέρωμε ἀπὸ σῶμα καὶ στόμα ἀκάθαρτα, ἄν δὲν καθαρίσωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας; Πολὺ πιὸ σχαμένη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, οἱ αἰσχροὶ διαλογισμοὶ καὶ λόγοι καὶ οἱ ἀκαθάρατες πράξεις ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν. Καὶ πῶς καθαρίζεται πάλι ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σ’ αὐτά; Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀγαθοεργία, μὲ τὴ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸ Θεό.
 Ὅταν λοιπὸν στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζομε, σχολάζομε ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὸ ἐπάγγλεμά μας καθένας, αὐτὰ ἄς εἶναι ἡ σκέψη μας, πῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἄν ὅμως καὶ τότε ἀκόμη περιπαίζωμε τὶς ψυχές μας κι ἀδιαφοροῦμε καὶ μεθοῦμε, πῶς λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους, ἀφοῦ διώχνουμε ἀπὸ τὴν ἡμέρα τὴν ἁγιότητα; Ἀλλα ἄς μὴ γιορτάζωμε ἔτσι, ἀδελφοί μου, παρακαλῶ. Ἄς φέρνωμε τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς στὸ Θεὸ ἔτσι ὅπως τὰ θέλει καὶ μάλιστα τὶς γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες κι ἔτσι μὲ τὴ μεσίτευση τῶν ἁγίων νὰ λάβωμε μέρος κι ἐμεῖς στὴν πανήγυρη καὶ στὴν ἀπέραντη ἐκείνη εὐφορσύνη. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολαύσωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀξίζει ἡ δόξα μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.104-113


Άναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com