Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν παντοτινὴ ἐπίγνωση τῆς
φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτούς, θὰ εἶναι φιλάνθρωποι κι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. Δὲν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἄσπλαχνους πρὸς τοὺς ἄλλους, ὅσο ἡ πεποίθηση πὼς κανένας δὲν θέλει νὰ δώσει καὶ στοὺς ἴδιους. Κανένας; Καὶ ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τότε; Δὲν μᾶς ἀποζημιώνει κάθε μέρα καὶ κάθε νύχτα ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐσπλαχνία Του, σὲ ἀντίθεση μ’ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε ἄσπλαχνοι; Δὲν εἶναι πιὸ σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ μᾶς εὐεργετήσει ὁ Βασιλιὰς στὴν αὐλή Του μὲ τὴν εὐσπλαχνία Του, ἀντὶ νὰ μᾶς εὐεργετοῦν οἱ δοῦλοι Του; Τί μᾶς ὠφελεῖ ἂν μᾶς εὐεργετοῦν ὅλοι οἱ δοῦλοι Του, ἀλλὰ ὁ Βασιλιὰς εἶναι συγκρατημένος ἀπέναντί μας;
. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀνελεήμονες, ὅταν περιμένουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς ἐλεήσουν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι περιμένουν τὸ ἴδιο ἀπ’ αὐτούς. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀμοιβαία ἀναμονή, στὸ νὰ περιμένει δηλαδὴ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ τὸν ἐλεήσει, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, σὰν ἕνας γενικὸς κανόνας, γίνονται ἄσπλαχνοι κι ἀνελεήμονες. Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως δὲν εἶναι παθητικὴ ἀρετή, ἀλλὰ ἐνεργητική. Πῶς θὰ γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι τὴ φιλανθρωπία, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὴν εἶχε πρῶτος ἀσκήσει σ’ αὐτούς; Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τὴ φιλανθρωπία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε πρῶτος δείξει τὴ φιλανθρωπία Του, ὁ κόσμος δὲν θὰ ἤξερε τί ἦταν.
. Ἐκεῖνος ποὺ κατανοεῖ πὼς ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἐνεργητικὴ ἀρετὴ κι ὄχι παθητική, κι ἀρχίσει νὰ τὴν ἐφαρμόζει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, σύντομα θὰ διαπιστώσει πὼς ὁ οὐρανὸς κι ἡ γῆ ἀποκαλύπτονται μπροστά του μὲ νέα χρώματα. Σύντομα θὰ κατανοήσει τόσο τοῦ Θεοῦ τὴ φιλανθρωπία ὅσο καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι ὅπως ἡ θραύση πέτρας μὲ πέτρα, ποὺ πάντα παράγει σπινθήρα. Αὐτὸς ποὺ παράγει τὸ σπινθήρα αὐτὸν κι ὁ ἄλλος ποὺ τὸν δέχεται, νιώθουν κι οἱ δύο τους τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη νιώθουν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ θωπεύει τὶς καρδιές τους. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε´ 7).
. Ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ συμπόνια, ποὺ οἱ ἰνδουιστὲς θεωροῦν ὡς τὴ μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ νιώσει συμπόνια γιὰ ἕναν ἐπαίτη, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν προσπεράσει. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως θὰ νιώσει συμπάθεια γιὰ τὸν ἐπαίτη καὶ θὰ τὸν βοηθήσει. Τὸ νὰ δείξεις φιλανθρωπία στὸν ἐπαίτη δὲν εἶναι οὔτε τὸ πιὸ δύσκολο οὔτε τὸ ἀνώτερο πράγμα στὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πράγμα εἶναι νὰ δείξεις ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς σου. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ συχώρεση τῶν προσβολῶν. Ἡ συχώρεση τῶν προσβολῶν εἶναι τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ δρόμου πρὸς τὸν Θεό. Ἡ τέλεση ἔργων ἀγάπης εἶναι τὸ δεύτερο μισό.
. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τὸ ποῦμε, πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη; Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἦταν θύματα τῆς κοσμικῆς νομικῆς δικαιοσύνης. Χωρὶς ἀγάπη ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ περιφρουρήσει αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρχει. Ἡ ἀγάπη ὅμως δημιουργεῖ καινούργια καὶ μεγάλα ἔργα στὸν κόσμο. Ὁλόκληρο τὸν κόσμο τὸν δημιούργησε ἡ ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι καλλίτερο στοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀσκοῦνται ἀπὸ τὴ παιδική τους ἡλικία στὴ γνώση τῆς γλυκύτητας ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη κι ἡ φιλανθρωπία, παρὰ νὰ μάθουν τὴ σκληρότητα τοῦ νόμου. Τὸ νόμο τὸν μαθαίνει κανεὶς ὁποτεδήποτε. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ σκληρυνθεῖ, εἶναι δύσκολο νὰ ξαναγυρίσει καὶ νὰ γίνει σπλαχνική. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεήμονες δὲν θ’ ἁμαρτήσουν ἐνάντια στὸ νόμο. Ὅταν ὅμως τηροῦν τὸ νόμο ἀλλὰ τοὺς λείπει ἡ φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸ στεφάνι τῆς δόξας ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς φιλανθρώπους.
* * *
. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ τὴν ὕψιστη μορφὴ ἀγάπης: τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ –ὄχι συμβουλὴ ἀλλὰ ἐντολή– ν’ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας. Ἡ ἐντολή Του αὐτὴ δὲν εἶναι περιστασιακὴ καὶ σποραδική, ὅπως εἶχε γίνει πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του σὲ κάποιες σπάνιες περιπτώσεις. Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας τοποθετεῖται στὴν ὕψιστη θέση στὸ εὐαγγέλιο.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. ϛ´ 31). Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ποὺ μᾶς εἰσάγουν στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἂν δὲν θέλετε νὰ γίνουν ἐχθροί σας οἱ ἄνθρωποι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα φροντίστε νὰ μὴ γίνετε ἐσεῖς ἐχθροί τους. Ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς κάθε ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἔχει ἐχθρούς, αὐτὸ σημαίνει πὼς εἶσαι ἐχθρὸς κάποιου. Πῶς τότε ἀπαιτεῖς ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο νὰ γίνει φίλος σου, ἀφοῦ εἶσαι ἐχθρός του; Πρῶτα λοιπὸν ξερίζωσε τὴν ἔχθρα ἀπὸ τὴν καρδιά σου κι ὕστερα νὰ μετρήσεις τοὺς ἐχθρούς σου στὸν κόσμο. Στὸ μέτρο ποὺ θὰ ξεριζώσεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν πονηρὴ αὐτὴ ρίζα κι ἀποκόψεις ὅλα τὰ κλαδάκια ποὺ πετοῦν ἀπ’ αὐτήν, θὰ βρεῖς καὶ λιγότερους ἐχθροὺς νὰ μετρήσεις. Ἂν μετὰ θελήσεις νὰ γίνουν φίλοι σου οἱ ἄνθρωποι, πρέπει ἐσὺ πρῶτα νὰ πάψεις νὰ εἶσαι ἐχθρός τους καὶ νὰ γίνεις φίλος τους. Ὅσο γίνεσαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τόσο ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐχθρῶν σου θὰ μειώνεται καὶ στὸ τέλος θὰ μηδενιστεῖ. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τὸ κύριο θέμα. Τὸ κύριο θέμα εἶναι πὼς σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἔχεις φίλο σου τὸν Θεό. Εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαῖο γιὰ τὴ σωτηρία σου νὰ μὴν εἶσαι ἐχθρὸς κανενός, νὰ μὴν ἔχεις καθόλου ἐχθρούς. Ἂν εἶσαι ἐχθρὸς ἄλλων, τόσο ἐσὺ ὅσο κι οἱ ἄλλοι εἶστε ἐμπόδια στὴ σωτηρία σου. Ὅταν εἶσαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τότε οἱ ἐχθροί σου, ἔστω καὶ ἀσυνείδητα, βοηθοῦν στὴ σωτηρία σου. Ἂς σκεφτόταν ἀλήθεια κάθε ἄνθρωπος τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ἐχθρεύεται ὁ ἴδιος, κι ὄχι ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐχθροί του. Τότε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ κόσμου θὰ ἄστραφτε μέσα σὲ μία μέρα σὰν τὸν ἥλιο.
. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πὼς πρέπει νὰ κάνουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε κι ἐμεῖς ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τόσο φυσικὴ καὶ τόσο σαφὴς καὶ καλή, ποὺ εἶναι νὰ θαυμάζει καὶ ν’ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς δὲν ἔχει γίνει ἀπὸ παλιὰ μιὰ καθημερινὴ συνήθεια στοὺς ἀνθρώπους. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ τὸν βλάψουν οἱ ἄλλοι. Ἑπομένως ἂς μὴ βλάψει κι αὐτὸς τοὺς ἄλλους. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νὰ τοῦ φέρονται καλά. Ἑπομένως ἂς φέρεται κι αὐτὸς καλὰ στοὺς ἄλλους. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νὰ τοῦ συχωροῦν τὶς ἁμαρτίες του. Ἂς συγχωρεῖ κι αὐτὸς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νὰ συμπάσχουν οἱ ἄλλοι στὶς λύπες του καὶ νὰ χαίρονται στὴ χαρά του. Ἂς συμπάσχει κι αὐτὸς μὲ τὶς λύπες τῶν ἄλλων κι ἂς χαίρεται μὲ τὶς χαρές τους. Κάθε ἄνθρωπος θέλει ν’ ἀκούει καλὰ λόγια ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Θέλει νὰ τὸν τιμοῦν, νὰ τὸν ταΐζουν, ὅταν πεινάει, νὰ τὸν ἐπισκέπτονται, ὅταν εἶναι ἄρρωστος καὶ νὰ τὸν προστατεύουν, ὅταν τὸν κυνηγοῦν. Ἂς κάνει κι αὐτὸς τὰ ἴδια στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ἰσχύει τόσο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀτομικά, ὅσο καὶ γιὰ ὁμάδες ἀνθρώπων, γειτονικὲς φυλές, ἔθνη καὶ κράτη. Ἂν τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τὴν υἱοθετοῦσαν σὰν κανόνα ὅλες οἱ τάξεις, τὰ ἔθνη καὶ τὰ κράτη, θὰ ἔπαυε ἀμέσως κάθε κακία καὶ σύγκρουση ἀνάμεσά τους, θὰ ἐξαλειφόταν κάθε ἔχθρα καὶ πόλεμος. Αὐτὸ εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ κάθε παρόμοια ἀρρώστια, δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο.
. Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα» (Λουκ. ϛ´ 32-34). Αὐτὸ πάει νὰ πεῖ: Ἂν περιμένετε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ σᾶς κάνουν καλὸ καὶ τὴν καλοσύνη αὐτὴ νὰ τὴν ἀνταμείψετε καὶ σεῖς μὲ καλό, δὲν κάνετε κάτι ἐπαινετό. Περιμένει ὁ Θεὸς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ θερμότητα τοῦ ἡλίου, γιὰ νὰ δώσει ἐντολὴ στὸν ἥλιο νὰ λάμψει; Ἢ μήπως ἐνεργεῖ ἀπὸ εὐσπλαχνία κι ἀγάπη; Τὸ ξαναλέμε, πὼς ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἐνεργητικὴ ἀρετή, ὄχι παθητική. Αὐτὸ τὸ ἔκανε σαφὲς ὁ Θεὸς ἀπὸ τότε ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο. Μέρα μὲ τὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου ὁ Κύριος μοίραζε ἁπλόχερα τὰ πλούσια τὰ δῶρα Του σ’ ὅλα τὰ πλάσματά Του. Ἂν περίμενε πρῶτα ἀπὸ τὰ πλάσματά Του νὰ τοῦ ἀνταποδώσουν κάτι, οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ἕνα μοναδικὸ πλάσμα δὲν θὰ ὑπῆρχε σ’ αὐτόν. Ἂν ἀγαπᾶμε μόνο αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶνε, εἴμαστε ἔμποροι καὶ κάνουμε ἀνταλλαγές. Ἂν κάνουμε τὸ καλὸ μόνο στοὺς εὐεργέτες μας, εἴμαστε ὀφειλέτες καὶ ἐπιστρέφουμε τὸ χρέος μας. Ἡ εὐσπλαχνία δὲν εἶναι κάποια ἀρετὴ ποὺ ἁπλὰ ἀποπληρώνει τὶς ὀφειλές της, ἀλλὰ ποὺ πάντα δανείζει. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀρετὴ ποὺ δανείζει συνέχεια, χωρὶς νὰ ἐλπίζει σὲ ἐπιστροφὴ τῆς ὀφειλῆς. Ἂν δανείζουμε ἐκείνους ποὺ ἐλπίζουμε πὼς θὰ μᾶς τὰ ἐπιστρέψουν, ποία ἡμῖν χάρις ἐστι; Τί καλὸ κάνουμε; Μεταφέρουμε τὰ χρήματά μας ἀπὸ μία κάσα σὲ μίαν ἄλλη, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ δανείζουμε τὸ θεωροῦμε δικό μας, ὅπως κι ὅταν ἦταν στὰ δικά μας χέρια.
. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ σκεφτοῦμε πὼς μὲ τὰ παραπάνω λόγια ὁ Θεὸς μᾶς διδάσκει νὰ μὴν ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαπᾶνε, νὰ μὴν κάνουμε τὸ καλὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς εὐεργετοῦν. Θεὸς φυλάξοι! Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ, εἶναι πὼς αὐτὴ εἶναι μία κατώτερη ἀρετή, ποὺ μποροῦν νὰ τὴν ἀσκήσουν ἀκόμα κι οἱ ἁμαρτωλοί. Εἶναι τὸ ἐλάχιστο μέτρο τοῦ καλοῦ, ποὺ φτωχαίνει τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ περιορίζει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς κάνει στενόμυαλους. Ὁ Θεὸς θέλει ν’ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὰ ἀνώτερα ὕψη τῶν ἀρετῶν, ἀπ’ ὅπου θεωρεῖ κανεὶς ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ὅλους τοὺς κόσμους Του, ἐκεῖ ποὺ ἡ τρομοκρατημένη καὶ περιορισμένη καρδιὰ τοῦ δούλου γίνεται ἀπεριόριστη κι ἐλεύθερη καρδιὰ τοῦ υἱοῦ καὶ κληρονόμου. Ἡ ἀγάπη πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶνε εἶναι μόνο τὸ πρῶτο μάθημα στὸ ἀπέραντο βασίλειο τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀνταπόδοση τοῦ καλοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶνε, εἶναι μόνο τὸ στοιχειῶδες σχολεῖο, μπροστὰ στὴ μακρὰ σειρὰ σπουδῶν στὰ καλὰ ἔργα. Ὁ δανεισμὸς σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ ξεπληρώσουν τὸ χρέος τους δὲν εἶναι οὔτε καλὸ οὔτε κακό. Εἶναι μόνο τὸ πρῶτο δειλὸ βῆμα πρὸς τὸ μέγιστο καλό, ποὺ δίνει χωρὶς νὰ περιμένει ἐπιστροφή.
. Ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐδῶ ἀποκαλεῖ ἁμαρτωλοὺς ὁ Θεός; Πρῶτα εἶναι οἱ εἰδωλολάτρες, στοὺς ὁποίους δὲν ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ πληρότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴ ἀποστράφηκαν τὴν πρωταρχικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη Του. Ἐπειδὴ στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἔχουν προσλάβει ὡς νομοθέτη αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ τοὺς διδάσκει πὼς πρέπει ν’ ἀνταποδίδουν ἀγάπη μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαπᾶνε, νὰ εὐεργετοῦν μόνο ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους δέχονται τὸ καλό. Τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μέσῳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τώρα μάλιστα μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἐνάργεια καὶ λαμπρότητα ἀπ’ ὅ,τι στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Ἀρχικὰ ἀποκαλύφθηκε μέσῳ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἀπ’ αὐτούς, ἂν κι ὄχι μόνο γι’ αὐτούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς.
. Ὅπως ὁ Θεὸς προετοίμασε τοὺς Ἰουδαίους χιλιάδες χρόνια γιὰ νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου, μὲ τὸν Νόμο καὶ τοὺς προφῆτες Του, ἔτσι κι ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τὴ λέξη «ἁμαρτωλοὶ» γιὰ ἄλλους λαούς, ποὺ ἔχουν βυθιστεῖ στὴν εἰδωλολατρία. Μὲ τὴν λέξη «ἁμαρτωλοὶ» ὅμως καὶ μάλιστα μεγαλύτεροι ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐννοεῖ κι ὅλους ἐκείνους στοὺς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀγάπης ἀλλὰ δὲν ἔμειναν πιστοὶ σ’ αὐτό, παρὰ ξαναγύρισαν στὸ κατώτερο ἐπίπεδο τοῦ ἀγαθοῦ, «ὥσπερ κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα» (Β´ Πέτρ. β´ 22). Κι ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι ἀνάμεσά μας, χριστιανοὶ κατ’ ὄνομα, ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους φανερώνονται οἱ πιὸ πρωτόγονοι εἰδωλολάτρες.
. Τί ὄφελος ἔχουμε ἂν ἀγαπᾶμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν καὶ κάνουμε τὸ καλὸ σ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς εὐεργετοῦν; Δὲν ἐπιστρέφουμε στὴ θέση του αὐτὸ ποὺ λάβαμε; Τὴν ἀνταπόδοσή μας τὴν λάβαμε. Ἔπαινος ἀξίζει στὰ ἔργα πού, σὲ μικρὴ κλίμακα, μοιάζουν στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς, γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστὶ» (Λουκ. ϛ´ 35-36). Αὐτὰ εἶναι τὰ ὕψη στὰ ὁποῖα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐξυψώσει τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἦταν μία διδαχὴ ἀνήκουστη πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ οὔτε κι ὁ μεγαλύτερος σοφὸς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου δὲν εἶχε ὀνειρευτεῖ ὣς τότε. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀλλοιώνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν μετατρέπει σὲ ποταμὸ δακρύων.
. Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν. Δὲν λέει «μὴν ἀνταποδίδετε κακὸ στὸ κακό». Αὐτὸ δὲν εἶναι σπουδαῖο πράγμα. Αὐτὸ εἶναι ἁπλὰ ἀνοχή. Οὔτε καὶ λέει «ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν». Αὐτὴ εἶναι μόνο παθητικὴ ἀγάπη. Ὁ Χριστὸς λέει ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν. Ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς ἀνέχεστε, ὄχι νὰ εἶστε παθητικοί, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε. Τὸ ξαναλέμε καὶ πάλι, πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνεργητικὴ ἀρετή.
. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δὲν εἶναι ἀφύσικη; Ἡ ἀντίρρηση αὐτὴ προβάλλεται πολὺ ἔντονα ἀπὸ τοὺς μὴ χριστιανούς. Δὲν βλέπουμε πὼς πουθενὰ στὴ φύση δὲν ὑπάρχει παράδειγμα ἀγάπης γιὰ τοὺς ἐχθρούς, παρὰ μόνο ἀγάπης γιὰ τοὺς φίλους; Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν αἰτία ἀμφισβήτησης. Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό; Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ πίστη μας ἀναγνωρίζει δύο φύσεις: μία ἄφθαρτη, φωτεινὴ καὶ ἄτρεπτη στὸ κακὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο· κι ἄλλη μία διεστραμμένη, σκοτεινὴ κι ἐπιρρεπῆ στὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἀντιμετωπίζουμε διαρκῶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
. Στὸν κύκλο τῆς πρώτης φύσης, ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἀπόλυτα φυσική. Στὴ φύση αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι σὰν τὸν ἀέρα ποὺ ἀνασαίνουν ὅλα τὰ πλάσματα καὶ ζοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ φύση ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Ἀπ’ αὐτὴν ἡ θεϊκὴ ἀγάπη λάμπει στὴ φύση μας ὅπως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα. Ὁτιδήποτε στὴ γῆ ἔχει ἀληθινὴ ἀγάπη, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτή.
Στὸν κύκλο τῆς δεύτερης, τῆς ἐπίγειας φύσης, ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σπάνια καὶ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀφύσικη. Δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀφύσικη. Σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίγεια φύση μας εἶναι στὴν οὐσία ὑπερφυσικὴ ἤ, καλύτερα, προ-φυσική, καθὼς ἡ ἀγάπη φτάνει στὴν ἁμαρτωλὴ φύση μας ἀπὸ τὴν πρωταρχική, ἀναμάρτητη κι ἀθάνατη φύση ποὺ προϋπῆρχε τῆς δικῆς μας.
. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι τόσο σπάνια, ὥστε θὰ μποροῦσε νὰ κληθεῖ ἀφύσικη, λένε ἄλλοι ἀντιρρησίες. Ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι, τότε καὶ τὸ μαργαριτάρι εἶναι ἀφύσικο, ὅπως καὶ τὸ διαμάντι κι ὁ χρυσός. Αὐτὰ εἶναι ὅλα σπάνια ἀντικείμενα. Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ τὰ ὀνομάσει ἀφύσικα; Ὅπως ὑπάρχουν φυτὰ ποὺ εὐδοκιμοῦν μόνο σὲ μία περιοχή, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὸ σπάνιο αὐτὸ φυτό, τὴ σπάνια αὐτὴ ἀγάπη. Φυτρώνει κι ἀναπτύσσεται μόνο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ πειστεῖ κάποιος ἀπὸ τὰ πολυάριθμα παραδείγματα τοῦ φυτοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ κάλλους του, πρέπει νὰ διαβάσει τοὺς βίους τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ὁμολογητῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, τῶν μαρτύρων τῆς μεγάλης ἀλήθειας κι ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
. Μία τρίτη ὁμάδα ἀντιρρησιῶν ἰσχυρίζεται πὼς ἂν δὲν εἶναι ἀδύνατη, ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι τουλάχιστο ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶναι εὔκολη, κυρίως γιὰ ἐκεῖνον ποὺ διδάσκεται τὴν ἀγάπη μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐνισχύεται καὶ τροφοδοτεῖται ἡ ἀγάπη αὐτή. Πῶς ὅμως δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε αὐτοὺς ποὺ ἀγαπάει ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ περισσότερο ἐμᾶς ἀπ’ ὅσο ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ μάλιστα ὅταν εἴμαστε ἐχθροὶ ἄλλων. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει κανένας στὸν κόσμο ποὺ νὰ τὸν ἀποκαλεῖ ἐχθρό του; Ἂν ὁ ἥλιος τοῦ Θεοῦ ζέσταινε κι ἡ βροχὴ ἔπεφτε μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ κανένας δὲν τοὺς λογαρίαζε ἐχθρούς του, δύσκολα θά ᾽φτανε κάποια ἀκτίνα στὴ γῆ ἢ θά ᾽πεφτε κάποια σταγόνα βροχῆς στὸ χῶμα. Ὁ ἄνθρωπος φορτώνεται ἀπὸ μόνος του μεγάλο φορτίο ἔχθρας. Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ φόβο στὸν ἄνθρωπο. Κι ὁ φόβος αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὸν κάνει νὰ ὑποπτεύεται ἐχθροὺς σ’ ὅλα τὰ πλάσματα γύρω του. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι ἀναμάρτητος κι ἄφοβος κι ἑπομένως δὲν ὑποπτεύεται κανέναν, ἀλλὰ τοὺς ἀγαπᾶ ὅλους. Μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολὺ ὥστε, ὅταν μᾶς κυκλώνουν ἐχθροὶ χωρὶς νὰ φταῖμε σὲ τίποτα, πρέπει νὰ πιστεύουμε πὼς αὐτὸ γίνεται ἐν γνώσει Του καὶ γιὰ τὸ καλό μας.
Η ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ» (Λουκ. ϛ´ 31-36)ΙΘ´ Κυρ. Μετὰ τὴν ΠεντηκοστήΒ´ Λουκᾶ
ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁμιλίες Ε´-
Κυριακοδρόμιο Β´»
Ἀθῆναι 2013, μετάφρ. Π. Μπότση,σελ. 181 ἑπ.