Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Ιλάσκεσθαι – Ιλασμός – Ιλαστήριον – Ίλεως




    

Λίγα ετυμολογικά
1. «Ιλάσκομαι»: ο επικός του τύπος «ιλέομαι». Στο «ιλέομαι» θέμα «λα, ιλασκ» και του «ιλέομαι» θέμα «ιλε». Ετυμολογικά από το «ίλεως». Με αόριστο «ιλασάμην» και αόριστο παθ. «ιλάσθην».
 
 
 
 
2. Από το αρχικό «σίσλα» όταν τρέπεται το αρχικό «σ» σε δασεία και αποβάλλεται το δεύτερο «ίλα».
3. Με το πρόσφυμα «σκ» έχουμε συντάξεις:
1. «ιλάσκομαι» (εξιλεώνω, αλλά και καταπραΰνω το θυμό των θεών).
2. εξευμενίζω, ενεργώ για να συμφιλιωθώ με τους ανθρώπους ή να τους συμφιλιώσω.
3. εξευμενίζω τις ψυχές των θανόντων.
4. με δοτική, συγχωρώ. Γίνομαι, δείχνομαι ευσπλαχνικός.
5. από τον επικό τύπο «ιλέομαι»ο Αισχύλος στις «Ικέτιδες». Με αιτιατική εξιλεώνω. Στην έννοια του εξιλεώνω τα γνωστά σύνθετα «αφιλάσκομαι» και «εξιλάσκομαι».
Γενικά
Εγκυκλοπαιδικά να σημειώσουμε την «ιλαρά» κατ’ ευφημισμόν (ιλαρός, γεμάτος χαρά!) τη γνωστή παιδική ασθένεια και τον Ιλάριο (όταν η δασεία στις λατινικές και αγγλοσαξονικές γλώσσες γίνεται «Η» (χ) με ονόματα όπως «Χίλλαρυ» (Χίλαρυ). Γνωστός ο Άγιος Ιλάριος της Ορθόδοξης Κρατικής Εκκλησίας, στην πραγματικότητα τέσσερα πρόσωπα με το αυτό όνομα που εορτάζουν 12 Ιουλίου, 14 Ιουλίου, 4 Μαΐου, 16 Δεκεμβρίου. Ο Πάπας Ρώμης Ιλάριος (461-468) και ο Ιλάριος του Πουατιέ (Πικταβίον – 366 μ.Χ.).
Και ιλαροπρόσωπος, ιλαροτραγωδία, ιλαρυντικός, ιλαρύνω (ευρίσκεται και ιλαρίνω).
4. Ο Όμηρος το ισοδύναμο του «ιλάομαι», «ίλαμαι», οπότε «ιλάντες» σημαίνει εξευμενιζόμενοι, εξιλεούμενοι (Ησύχιος). Ο Πλάτωνας (Νομ. 8048) και ο Λουκιανός (Ορχ. 17), κάνουν χρήση του «ιλεόομαι».
5. Το «ίλαος» σε χρήση κυρίως στους λυρικούς (οι Αττικοί «ίλεως») στην έννοια του ευμενής έναντι των θεών ή και το ανάστροφο. Επί ανθρώπων, ευμενής, πράος, αγαθός, ήπιος, γλυκής «ου δ’ ίλαου ένθεο θυμόν» (Ομ. Ιλ. Ι’639). Και ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο (206D) «ο οίνος τον άνθρωπον ποιεί ίλεων». Οι εορτές των Ρωμαίων «ιλάρια» κατά την εαρινή ισημερία και «ιλαρός» («ίλαος»), φαιδρός, εύθυμος, περιχαρής Αριστοφάνης, «Βάτραχοι» (455). Από το «ιλαρός» πιθανώς και η λέξη «ιλάειρα», στην έννοια η ελαφρώς φωτίζουσα φλόγα, οπότε και «ιλαρεύομαι» έχω φωτισμένο πρόσωπο (Θεόδωρος Στουδίτης «ιλαροπρόσωπος»).
6. Ιλάσκομαι (ιλάσσομαι) και «ιλαξάμην», με περιεχόμενο εννοιολογικό, εξιλεώνω, καταπραΰνω. Στην Καινή Διαθήκη κάμνω εξιλέωση «ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ. 2:17). Κατά τους Ο’ (Ψαλμ. 78:38) «αυτός δε ο Θεός – εστίν οικτίρμων και ιλάσεται ταις αμαρτίαις αυτών». Με προστακτική (Λκ. 18:13) «ιλάσθητι» στην έννοια γίνου, έσο, εύσπλαχνος, ελεήμων, οικτίρμων (από το ομηρικό «ιλήκω» και «ίλημι»).
7. «Ίλαμαι», «ιλάομαι» τουλάχιστον στον Όμηρο, πάντοτε επί θεών («εγώ πρώτος κελόμην θεόν ιλάσκεσθαι» Ιλ. Α’386).
8. Στο «εξιλάσκομαι», επί ανθρώπων, όταν με θείες τιμές καταβάλλεται προσπάθεια εξευμενισμού μετά θάνατον. Σαν «ιλάσκομαι», προξενώ, φέρνω, δίδω ευφροσύνη. «Ιλασμός», το μέσο εξιλέωσης, ενώ «εξιλαστήριος» ο προσφερόμενος προς εξιλέωση, για την επίτευξη εξιλέωσης. Σαν εξιλεώνω και το ρήμα «ιλεοποιέομαι». Και οι Αττικοί, «ίλεως» αντί «ίλαος» και ενίοτε «ίλεως». Ο Μιχαήλ Ψελλός, «ιλέωσις» αντί «εξιλέωσις».
Παλαιά Διαθήκη
1. Το ρήμα «ιλαρύνω» στην Παλαιά Διαθήκη, στις Παρ. 15:13 «το πρόσωπον» κάμει φαιδρό, γελαστό το πρόσωπο.
2. Το «ιλαστήριο» σε πλούσιες αναφορές (Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Α’ Χρονικών).
3. Η λέξη «ίλεως» στο Δευτερονόμιο, Α’ Βασιλέων, Β’ Χρονικών, Εσθήρ, Ιώβ, ψαλμικό λόγο, Αμώς. Τα «ιλαρός» και «ιλαρότης» λείπουν από την Παλαιά Διαθήκη.
4. Τα εδάφια που αναφέρουν τις πιο πάνω έννοιες στην Καινή Διαθήκη θα τύχουν, πιο κάτω, ειδικής ανάλυσης.
Το ιλαστήριο
1. Το ιλαστήριο (Εξ. 21:17-22) είναι το κάλυμμα (σκέπασμα) της Κιβωτού της Διαθήκης. Η Κιβωτός περιέχει τους τρεις συμβολισμούς που συνθέτουν τον Κύριο Ιησού: Λόγος (πλάκες), Άρτος (Μάννα), Αγιασμός εις καρποφορία (ράβδος Ααρών). Τοποθετημένος εις τα Άγια των Αγίων, συνίστατο από καθαρό χρυσάφι και είχε μήκος δύο πήχεων και ημίσεως, πλάτος δε, ένα πήχυ και μισό. Εις τα δύο άκρα του θυσιαστηρίου σε όρθια θέση δύο χερουβείμ χρυσά με εκτεταμένα τα φτερά τους έως προς το άλλο, σε τρόπο ώστε να την καλύπτουν – επισκιάζουν. Ο συμβολισμός του Αρχιερέα που εισήρχετο μια φορά το έτος με ραντισμό αίματος – μόνος πάντοτε – δηλώνει τη δικαίωση η οποία δωρίζεται μόνον από τον Ιησού και μόνο με Αίμα θυσίας σταυρού.
2. Η ενότητα Κιβωτού και Ιλαστηρίου, δηλώνει την ταυτότητα Προσώπου και Θυσίας του Χριστού Ιησού. Το δυο χερουβείμ κοιτάζουν προς τα κάτω, στο Ιλαστήριο. Ίσως εκφράζουν το χώρο Παλαιάς και Νέας Διαθήκης καθώς ενατενίζουν στην εν Χριστώ Χάρη.
3. Η Κιβωτός ίσως χάθηκε κατά την αιχμαλωσία και αξίζει να σημειωθεί η παράθεση από τα βιβλία των Μακκαβαίων ότι ο Ιερεμίας κατά τη μεταγωγή του στην Αίγυπτο όπου κατά πάσα πιθανότητα μαρτύρησε με πριόνι, έκρυψε κάπου στη διαδρομή την Κιβωτό που θα ανακαλυφθεί όταν έλθει ο Μεσσίας.
Καινή Διαθήκη
1. Ιλαρός: Β’ Κορ. 9:7 «ιλαρόν δότην αγαπά…» (Βλ. Παρ. 22:8). Αυτόν που δίνει χαρωπά, χαρούμενος γελαστός, πλατύκαρδος, άνετα.
2. Ιλαρότης: Ρωμ. 12:8 «ο ελεών εν ιλαρότητι». Στην πιο πάνω έννοια. Και επιπλέον, πλούσια, γενναιόδωρα, με πλούσια χέρια.
3. Ιλάσκεσθαι:
3.1. Λκ. 18:12 «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Κάμε έλεος. Σπλαχνίσου με. Ελέησέ με.
3.2. Εβρ. 2:17: «εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού». Να εξιλεώνει. Να προσφέρεται ως θυσία για την εξιλέωση.
4. Ιλασμός:
4.1. Α’ Ιωάν. 2:2 «αυτός ιλασμός εστίν…». Εξιλέωση. Γενόμενη προσφορά (θυσία) για εξιλέωση. Με το σκοπό να κάμει εξιλέωση.
4.2. Α’ Ιωάν. 4:10 «…απέστειλε τον Υιόν Αυτού ιλασμόν…». Μέσον για ιλασμό. Το θύμα για να γίνει ιλασμός.
5. Ιλαστήριον:
5.1. Ρωμ. 3:25 «ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον…». Το όργανο του εξιλασμού. Το πρόσωπο μέσω του οποίου πραγματώθηκε ο εξιλασμός. Το ιλαστήριο θύμα. Το υποκείμενο.
5.2. Εβρ. 9:5 «…κατασκιάζοντα το ιλαστήριον». Στην ιστορική έκφραση. Το εις την Σκηνή του Μαρτυρίου, χρυσό επικάλυμμα.
6. Ίλεως:
6.1. Ματθ. 16:22 «Ίλεως Σοι, Κύριε…». Μακάρι ο Θεός να φερθεί απέναντί Σου με έλεος. Να σε σπλαχνιστεί. Να σε αντιμετωπίσει με έλεος από το δικό Του έλεος.
6.2. Εβρ. 8:12 «Ίλεως έσομαι ταις αδικίαις αυτών» (Εξ. 19:5). Οικτίρμων, ελεήμων, συγχωρητικός, συγχωρών, παραβλέπων.
Σαν συμπέρασμα:
Ο Ιησούς Χριστός, όντας Ιλαρός, χαρίζει Ιλαρότητα, Ιλάσκεται, εγένετο Ιλασμός, θυσιάστηκε και το Παντοδύναμο Αίμα Του στάλαξε επί του Ιλαστηρίου.

πηγή : The Eternal Word of God
 


 

 



 

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Η θεολογία ως θεραπευτική επιστήμη


του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου

κ.κ. Ιεροθέου Βλάχου

πηγή : Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία


[...]
Από όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα φαίνεται καθαρά πως ο Χριστιανισμός είναι κυρίως επιστήμη που θεραπεύει, δηλαδή είναι μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος και αγωγή. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την θεολογία. Δεν είναι φιλοσοφία, αλλά κυρίως θεραπευτική αγωγή. Η ορθόδοξη θεολογία δείχνει καθαρά ότι αφ’ ενός μεν είναι καρπός μιας θεραπείας και αφ’ ετέρου ότι είναι δρόμος που δείχνει την θεραπεία. Με άλλα λόγια μόνον όσοι έχουν θεραπευθή και απέκτησαν κοινωνία με τον Θεό είναι θεολόγοι και μόνον αυτοί μπορούν να δείξουν τον αληθινό δρόμο στους Χριστιανούς για να φθάσουν στον «τόπο» της θεραπείας.
  Άρα η θεολογία είναι και καρπός και μέθοδος θεραπείας.

Εδώ χρειάζεται να επιμηκύνουμε τον λόγο για να δούμε καθαρότερα αυτές τις αλήθειες. Θα παραθέσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων σχετικά με την θεολογία και τους θεολόγους.

Νομίζω πως πρέπει να αρχίση κανείς από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στον οποίο η Εκκλησία δεν προσέδωσε τυχαία την προσωνυμία του Θεολόγου. Γράφει στην αρχή των περιφήμων θεολογικών του λόγων ότι δεν μπορεί κάθε άνθρωπος να θεολογή, να ομιλή περί του Θεού, γιατί το να μιλά κανείς για τον Θεό δεν είναι ευθυνόν πράγμα «και των χαμαί ερχομένων». Δεν είναι όλων το έργο αυτό, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον». Μόνον αυτοί που πέρασαν από την πράξη στην θεωρία μπορούν να μιλήσουν για τον Θεό. Και πότε γίνεται αυτό; «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις». Γι’ αυτό συνιστά ο άγιος «δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν»[6].

Ο Νείλος ο ασκητής συνδέει την θεολογία με την προσευχή και κυρίως την νοερά προσευχή. Ξέρουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι εκείνος που απέκτησε το χάρισμα της νοεράς ή καρδιακής προσευχής εισήλθε στα πρώτα στάδια της θεωρίας του Θεού. Είναι και αυτή ένα είδος θεωρίας. Γι’ αυτό όσοι προσεύχονται νοερά αποκτούν κοινωνία με τον Θεό και αυτή η κοινωνία είναι γνώση του Θεού από τον άνθρωπο. Λέγει λοιπόν ο άγιος Νείλος: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει»[7].

Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος σε πολλά σημεία στο πνευματικότατο εντρύφημά του που αποκαλείται «Κλίμαξ» παρουσιάζει την αληθινή θεολογία. «Τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις». Εκείνος που ήνωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεό μυσταγωγείται υπ’ Αυτού. Αν δεν έχη γίνη αυτό τότε «χαλεπόν περί Θεού διαλέγεσθαι»[8]. Αντίθετα εκείνος που δεν γνώρισε τον Θεό υπαρκτικά, αυτός «στοχαστικώς αποφθέγγεται»[9]. Μάλιστα, κατά την πατερική διδασκαλία, το να μιλά κανείς στοχαστικά για τον Θεό είναι πολύ κακό, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στην πλάνη. Ο ίδιος άγιος γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται μέσα μας «η των διαμόνων θεολογία». Σε καρδιές κενόδοξες, που δεν έχουν προηγουμένως καθαρθή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, οι ακάθαρτοι δαίμονες «την των θείων γραφών ερμηνείαν εν προοιμίοις υφηγούνται»[10]. Γι’ αυτό εκείνος που έχει πάθος είναι αδύνατον «θεολογίας άπτεσθαι»[11].

Οι άγιοι έπασχαν «τα θεία μη διανοούμενοι» και, κατά τον λόγο των Πατέρων, θεολογούσαν όχι αριστοτελικώς, δηλαδή με την διάνοια, αλλά αλιευτικώς, δηλαδή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αν δεν καθαρθή προηγουμένως ο άνθρωπος από τα πάθη, και κυρίως από την φαντασία, είναι ανίκανος να διαλεχθή με τον Θεό και να μιλήση για τον Θεό, αφού «νους φανταζόμενος είναι ανίκανος δια την θεολογίαν». Οι άγιοι έζησαν μια «πνευματογράφον θεολογίαν».

Την ίδια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όταν ο άνθρωπος ζη την πρακτική φιλοσοφία, που είναι η μετάνοια και η κάθαρση από τα πάθη, «εις φρόνησιν προκόπτει». Όταν ζη την θεωρία τότε προκόπτει «εις γνώσιν». Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να διακρίνη μεταξύ της αρετής και κακίας, στην δεύτερη περίπτωση (στην θεωρία) «εις τους περί ασωμάτων και σωμάτων λόγους άγειν τον μέτοχον». Και προχωρεί στην συνέχεια ότι «της θεολογικής χάριτος τηνικαύτα καταξιούται, οπηνίκα τα προειρημένα πάντα δια των της αγάπης πτερών διαπεράσας και εν θεωρία γενόμενος, τον περί αυτού λόγον δια του Πνεύματος, ως ανθρωπίνω νω δυνατόν, διασκοπήση»[12] . Η θεολογία, δηλαδή η γνώση περί του Θεού, μυσταγωγείται σ’ εκείνον που έφθασε στην θεωρία. Μάλιστα σε άλλο σημείο ο ίδιος Πατήρ λέγει ότι εκείνος που αδιάλειπτα «περί τα ένδον τας διατριβάς ποιείται» όχι μόνον σωφρονεί, μακροθυμεί, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεί, αλλά «και θεωρεί και θεολογεί και προσεύχεται»[13]. Η θεολογία και στο σημείο αυτό συνδέεται στενώτατα με την θεωρία και την προσευχή.

Πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η θεολογία που δεν είναι αποτέλεσμα της καθάρσεως, δηλαδή της πράξεως, είναι δαιμονική. Κατά τον άγιο Μάξιμο, «δαιμόνων θεολογία ή δίχα πράξεως γνώσις»[14].

Και ο όσιος Θαλάσσιος ευρισκόμενος στην ίδια προοπτική γράφει ότι όταν ο νους του ανθρώπου αρχίζη από την πίστη «εις την παντός επέκεινα νου καταλήγει θεολογίαν, ην άληστον πίστιν και πράγματος αφανούς θεωρίαν αρίζουσιν»[15]. Η θεολογία είναι πέρα από την λογική, είναι αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο και οι Πατέρες την ορίζουν ως θεωρία. Και εδώ η θεολογία είναι κυρίως θεωρία του Θεού, δηλαδή θέα του Θεού. Σε άλλο σημείο ο ίδιος όσιος γράφει ότι από αγάπη ειλικρινή γεννιέται η γνώση «ταύτην δε διαδέχεται το έσχατον ορεκτόν. Τούτο δε έστιν, η της Θεολογίας Χάρις»[16].

Στην διδασκαλία του αγίου Διαδόχου του Φωτικής η θεολογία παρουσιάζεται ως το μεγαλύτερο χάρισμα που προσφέρει στον άνθρωπο το Πανάγιο Πνεύμα. Όλα τα χαρίσματα «καλά λίαν», «ουδέν δε ούτως ημών αναφλέγει και κινεί την καρδίαν εις την αγάπην της αυτού αγαθότητος ως η θεολογία». Γιατί η θεολογία ως γέννημα της Χάριτος του Θεού «πρώτα πάντως και δώρα τη ψυχή χαρίζεται»[17].

Κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, το Άγιο Πνεύμα δίδει στον έναν άνθρωπο το χάρισμα της γνώσεως, σε άλλον το χάρισμα της σοφίας (α’ Κορ. ιβ’, 8). Και ερμηνεύοντας ο άγιος Διάδοχος αναφέρει ότι η γνώση συνάπτει τον άνθρωπο με τον Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή στους λόγους των πραγμάτων. Υπάρχουν μοναχοί που αγαπούν την ησυχία και φωτίζονται από την Χάρη του Θεού, «εις λόγους δε θείους ουκ έρχονται». Η σοφία είναι ένα από τα πιο σπάνια δώρα που δίδονται από τον Θεό στον άνθρωπο εκείνον που έχει και έκφραση και νου χωρητικό. Γι’ αυτό την γνώση του Θεού «ευχή φέρει και πολλή ησυχία εν αμεριμνία παντελεί, την δε σοφίαν ακενόδοξος μελέτη των λογίων του θεού και πρώτον η χάρις του διδόντος Θεού»[18]. Το χάρισμα της θεολογίας είναι ενέργεια του Παρακλήτου, αλλά και συνέργεια του ανθρώπου, αφού το Άγιο Πνεύμα δεν δίδει την γνώση των μυστηρίων «χωρίς της κατά φύσιν ζητούσης και ερευνώσης την γνώσιν δυνάμεως»[19].

Στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά οι θεολόγοι είναι κυρίως οι θεόπτες και η θεολογία είναι η θεωρία. «Εστι γαρ και η περί Θεού και των κατ’ αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ο θεολογίαν ονομάζομεν...»[20]. Όποιος χωρίς να έχη γνώση και πείρα των θεμάτων της πίστεως διδάσκει περί αυτών, «στοιχών τοις οικείοις διαλογισμοίς και δια λόγου δείξαι ζητών το υπέρ λόγον αγαθόν, εις έσχατον απονοίας δήλός εστι κατενεχθείς...». Και μαζί με την αφροσύνη και «Θεομάχος ευρεθήσεται»[21]. Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που άνθρωποι χωρίς να έχουν έργα, δηλαδή χωρίς να έχουν υποστή την κάθαρση, έχουν συναντήσει και ακούσει αγίους ανθρώπους, μετά όμως «παρ’ εαυτούς διανοούμενοι» απορρίπτουν και τον άγιον εκείνον και από την φυσίωση πλανώνται[22].

Όλα αυτά δείχνουν ότι η θεολογία είναι κυρίως καρπός της θεραπείας του ανθρώπου και όχι μια διανοητική επιστήμη. Μόνον ο καθαρθείς ή τουλάχιστον ο καθαιρόμενος μπορεί να μυσταγωγηθή στα απόρρητα μυστήρια και στις μεγάλες αλήθειες, να δεχθή την αποκάλυψη και εν συνεχεία να τα διαβιβάση στον λαό. Της θεολογίας προηγείται απαραίτητα η θεραπεία και εν συνεχεία ο θεολόγος μπορεί να θεραπεύση άλλους. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση ο θεολόγος συνδέεται και ταυτίζεται με τον πνευματικό πατέρα και ο πνευματικός πατέρας είναι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος, δηλαδή εκείνος που πάσχει τα θεία και μπορεί έτσι να καθοδηγή απλανώς τα πνευματικά του παιδιά.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει χαρακτηριστικά: «Ο κατ’ εξοχήν Ορθόδοξος Θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τα ενεργείας του Θεού μέσω προφητών, αποστόλων, και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων και των αποφάσεων και πρακτικών των Οικ. και Τοπικών αυτών Συνόδων. Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφώς να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων. Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων. Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα.
Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της Φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται. Η θεολογία δεν είναι μια αφηρημένη επιστήμη ή πρακτική, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και ιατρικήν∙ η μεν ασχολείται με την άμυναν και επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.

Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τα μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους. Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή»[23].

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική αγωγή)

από το Α' ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Η Ορθοδοξία ως θεραπευτική επιστήμη
Έκδοση Ζ’ Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)


 
Υάκινθος

The Beauty of the Lord, the Theotokos and the Church

 
πηγή : Mystagogy 


By St. Nikolai Velimirovich

"Thou art fairer than the sons of men" (Psalm 45:2).

Holy Scripture does not ascribe any particular value to physical beauty, and in general to anything transient. That is why everyone who reads Holy Scripture should take care to be sufficiently attentive and wise to transfer the praise of physical beauty to the soul and to spiritual values. Without a doubt, spiritual beauty gives a wondrous attractiveness to the most unattractive body, just as an ugly soul makes even the most attractive body repulsive.

The Prophet David, pouring forth good words (Psalm 45:1), says to his King, the Lord Jesus Christ: "Thou art fairer than the sons of men." The Lord Himself created His bodily cloak as He wanted. Had He wanted to appear in the world as the physically fairest of men, He could have done so. But there is nothing in the Gospel to indicate that He drew followers to Himself or influenced men by His appearance. He Himself said: "the flesh profiteth nothing" (John 6:63). Therefore, it is clear that David was not speaking of the physical beauty of Christ, but of His spiritual, divine beauty. This is clearly seen in the following words of the Psalmist: "Grace is poured forth upon thy lips" (Psalm 45:2). So it is that the unsurpassed beauty of the Son of God is not in the form and shape of His lips, but rather in the stream of grace that flows from His mouth. Again, the Prophet Isaiah speaks of Christ: "He had no form or comeliness; and when we shall see Him, there is no beauty that we should desire Him" (Isaiah 53:2-3).

Do Isaiah and David agree? Perfectly well. David speaks of Christ's inward beauty, and Isaiah speaks of Christ's external abasement. Isaiah said that He would not be seen as a king or a rich man, but as a servant and sufferer.

O Lord Jesus Christ, Thou art fairer to us than all men and angels: glory to Thine immortal and unending beauty. O gracious Lord, correct the ugliness of our souls, which are disfigured by sin, we pray Thee. To Thee be glory and praise forever. Amen.


"The king's daughter is all glorious within" (Psalm 45:13).

The Church of God is the daughter of the King. However poor and unattractive to the physical eye it may seem on the outside, no matter how persecuted and humiliated, it is filled with royal radiance and beauty from within. The King, He Who is "fairer than the sons of men" (Psalm 45:2), imparts beauty to His royal daughter. The Church of God is like a vesture for Christ; Christ lives in her. No outer beauty can be compared with inner beauty, that is, the beauty of Christ.

The Most-holy Theotokos is the daughter of the King: "Her vesture is woven with gold" (Psalm 45:13). This vesture is the virtue of her soul. That we understand "vesture" as virtue is clear in the parable of the marriage of the king's son. The man who was not clothed in a wedding garment was driven from the king's table and punished (cf. Matthew 22:11-13). True faith in God was the golden vesture of the Most-holy Virgin. Virginity, meekness, compassion, sanctity, piety, devotion to God's will, and all other virtues, were like embroideries on this golden garment. However, her beauty was the work of the Lord Christ, hidden within her and born of her.

The soul of every faithful Christian is like the daughter of the King. All the beauty of that soul is in Christ and of Christ, Who is within the soul. A soul without Christ the Sun of Righteousness is in darkness, without form and comeliness, as the universe would be without form and comeliness without the material sun.

O great and gracious Lord, our true God and our man-loving Provider, help us to clothe ourselves in the garment of the virtues, that we may not be found naked at Thy Dread Judgment. To Thee be glory and praise forever. Amen.

John Sanidopoulos


 

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

“The Life in Christ”

by Fr. John Romanides
 
 
πηγή : Mystagogy  

INTRODUCTION

In the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit, Amen.

Dr. Andrew Sopko once remarked that Fr. John Romanides “manifests a rather elusive presence, remaining on the periphery of many of the predominant themes occupying Orthodox theology today.” One explanation Sopko proffers for Fr. John’s continued obscurity is that half of his work was written in Greek and the other half in English, and since Greek is not commonly spoken in the West, few are in a position to “see the complete picture.” Until now, the existence of a sermon by Fr. John in French, composed in the mid-fifties while he was a student at L’Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge, further complicated the situation. We have translated this worthy but unnoticed piece — Fr. John’s “La Vie dans Christ” — as a continuation of Fr. Alexios Trader’s admirable achievement in translating Patristic Theology: The University Lectures of John Romanides, published by Uncut Mountain Press earlier this year. Now efforts can be focused on Fr. John’s many great works in Greek that have yet to be translated, chief amongst them the masterful Romeosyne, Romania, Rumeli.

In “The Life in Christ” Fr. John’s message is urgent: Today’s Orthodox have forgotten the meaning of life in the Holy Sacraments. True membership in the Body of Christ is grounded in a day-to-day crucifixion of one’s sentimental, eudaemonistic love. Such a crucifixion gradually replaces self-centered love with the kenotic love of the Cross, which “seeketh not its own.” However, this call to arms bears no resemblance to the revivalism of American Protestantism, because for Fr. John the spiritual ascesis of the individual Christian is inseparable from life in the Holy Sacraments. Sacramental life, in turn, is always presented as a literal union of love between actual people who are waging unremitting warfare against Satan, side by side with the Holy Angels as well as with the Saints of all eras.

In Fr. John’s important early essay, “Man and His True Life According to the Greek Orthodox Service Books,” Holy Baptism is viewed as the culmination of an arduous catechesis of self-denial and noetic purification, at the end of which the newly-illumined “can freely choose to die with Christ to the vanity of the ways of this world and live within the love of the corporate life in the body of Christ.” The same hesychastic notion of sacramental life is found in “The Life in Christ,” where Fr. John proclaims that: "The one who is a living member of the Body of Christ is one who is dead to the power of death and who lives in the renewal of the Spirit of life. For this very reason, those who denied Christ during persecution, even after hours of torture, were considered excommunicated."

Fr. John’s “coenobitic” Church corresponds to Fr. Alexander Golitzin’s vision of the Church as a single Temple which is also Threefold: 1) the Cardial Temple, where man purifies his heart to receive the Holy Spirit; 2) the Physical Temple, where the faithful gather to communally fight the devil; 3) and the Heavenly Temple, where those faithful on the other side of death ceaselessly offer “Holy things to the Holy.”

In closing, let us note that “The Life in Christ” contributes to Fr. John’s “neopatristic synthesis” by its insistence that the life in Christ is always a rediscovery of the mind of Christ, which does not change. Why is it that many Orthodox traditionalists who seek to preserve the true fullness of the Church’s life end up as mere "conservatives,” unable to discern what is changeless from what must change in the maintenance of a living Tradition? Fr. John, though his immediate audience in “The Life in Christ” was the youth of a secularized French society in the 1950s, formulates an answer which applies equally to today’s troubled seekers who would recover Orthodox Tradition in their own lives: Just as the essential methods and aims of the devil never change, likewise the Orthodox method for defeating the devil does not change, but is preserved in the spiritual “[g]uidance, participation in prayer, and communion” which together constitute hesychasm. “The Life in Christ” evinces Fr. John’s belief that hesychasm is the only life that truly is in Christ, since its Orthodox therapeutic cure is grounded solely in the reality of Christ in the Holy Sacraments of the Church.

The Life in Christ

By Protopresbyter John Romanides

The sacred task that faces Orthodoxy today, and in particular its youth, who are often lost in the liberalism of past generations, is the rediscovery of the Paschal victory in the daily life of the Church. The common faith and worship of the Apostles and the Fathers remains essentially unchanged in our liturgical and canonical books, but in practice, in the spirit of clergy and faithful, there is great confusion, no doubt due to a lack of spiritual understanding of the very nature of the work of Christ in the Church. Thus many people who claim to be Orthodox and who sincerely want to be, conceive of the life of the Church according to vague personal sentiments and not according to the spirit of the Apostles and Fathers of the Church. What is lacking is a living acceptance (acceptation vivante) that presupposes the sacramental life of the Church.

This lack of understanding explains to a large extent the weaknesses of the Church in the Western world and, in particular, characterizes its attitude toward various schisms and heresies. Those who cannot understand that “The Spirit itself bears witness to our spirit that we are children of God” (Rom. 8:16) cannot preach the truth, but must ask themselves the question: Are not they themselves outside the Truth and, therefore, dead members of the Church?

1. Presuppositions of Sacramental Life

In contrast to most Western religions that generally accept death as a normal phenomenon, or even regard it as a result of a legal decision of God to punish the sinner, the Patristic Tradition of the [Christian] East takes very seriously the fact that death is intrinsically linked to sin (I Cor. 15:56) and that it is under the power of the Devil (Heb. 2:14). The Fathers of the [Christian] East rejected the idea that God is the author of death, that the world is “normal” in its current condition, and that man can live a “normal” life solely based on following natural laws that are assumed to govern the universe.

The Orthodox conception of the universe is incompatible with a static system of natural moral laws. The world is, on the contrary, seen as a field of action and struggle of living persons. A living and personal God is the originator of creation in its entirety. His omnipresence does not exclude, however, other wills, themselves established by Him even with the power to dismiss the will of their Creator. Thus, the Devil is not only able to exist, but also to aspire to the destruction of works of God. He does this by trying to lure the creation toward the nothingness from which it was formed. Death, which is a “return to nothingness” (St. Athanasius, Incarnatio Verbi, 4-5), constitutes the very essence of demonic power in creation (Rom. 8:19-22). The resurrection of Christ in the very reality of his flesh and his bones (Luke 24:39) not only serves as proof of the “abnormal” character of death, but also designates it as the true enemy (I Cor. 15:26). But if death is an abnormal phenomenon, there can be nothing resembling a “moral law” inherent in the universe. The Bible, at least, does not know of one (Rom. 8: 19-22). Otherwise, the Lord Jesus Christ gave himself in vain “for our sins so that we might uproot this present evil age.”

The destiny of man has been perfection since his origin, and is the same today: to become perfect, as God is perfect (Eph. 5:1, 4:13). The achievement of this perfection was rendered impossible by the coming of death into the world (Rom. 5:12), for “the sting of death is sin” (I Cor 15:56). Once submitted to the power of death, man can only concern himself with the sufficiency of the flesh (Rom. 7:14-25). His instinct for self-preservation saturates his everyday life and often leads him to be unfair to others for personal gain (I Thes. 4:4). A man subjected to the fear of death (Heb 2:15) cannot live the life of love of the Creator and be an imitator of God (Eph 5:1). Death and the instinct for self-preservation are at the root of sin that separates man from unity in love, life, and divine truth. According to St. Cyril of Alexandria, death is the enemy that prevents man from loving God and neighbor without anxiety or concern for his own security and his own comfort. For fear of becoming valueless and meaningless, man seeks to demonstrate to himself and to others that he is really worth something. He is then obliged to make himself appear, at least from a certain point of view, superior to others. He loves those who flatter him and hates those who insult him. An insult profoundly affects a man who is afraid of becoming insignificant! Whoever the world sees as a “natural man” almost always lives a life of half-lies and of disappointments. He cannot love his friends who give him a sense of security, while his instinct for self-preservation, both moral and physical, causes him to hate his enemies (Matt. 5:46-48; Luke 6:32-36).

Death is the source of individualism: it has the power to enslave the free will of man completely to the “body of death” (Rom. 7:18). It is death which, by reducing mankind to self-centeredness and egotism, blinds men to the truth. And the truth is rejected by many, because it is too difficult to accept. Man always prefers to accept a truth that satisfies his personal desires. Mankind seeks security and happiness rather than the sufferance of a love that is a self-offering (Philip. 1: 27-29). The natural man seeks a sentimental religion of security in moral precepts and simple rules that generate feelings of comfort, but require no effort at self-denial in “death with Christ to the elements of the world” (Col. 2:20). The Apostles and Fathers do not transmit to us a faith accomplished in “feelings of piety or comfort”. Instead, on every page they raise a cry of victory over death and corruption. “O death, where is thy sting? O grave, where is your victory? ...Thanks be to God who gives us the victory through our Lord Jesus Christ” (I Cor. 15: 55-57).

The victory of Christ over the devil has destroyed the power of death that separated man from God and neighbor (Eph. 2:13-22). This victory over death and corruption has been accomplished in the flesh of Christ (ibid. 2:15), as well as among the just ones who have died before (I Pet. 3:19). “Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life” (Paschal Hymn). The Kingdom of God is already established, both beyond the grave and on this side of it (Eph. 2:19). The gates of hell cannot prevail over the Body of Christ (Mat. 16:18). The power of death cannot seize the kingdom of life. Each day the Devil and his kingdom moves a little closer to their final defeat (I Cor. 15:26), which is assured in the Body of Christ.

2. Sacramental Participation in the Victory of the Cross

Participation in the victory of the Cross is not only a hope for the future, but a present reality (Eph. 2:13-22). It is given to those who are baptized (Rom. 6:3-4) and grafted into the Body of Christ (Jn. 15:1-8). There is nevertheless no magical guarantee of salvation and of continued participation in the life of Christ (Rom. 9:19-20).

Christ came to destroy the power of disunity, uniting those who believe in him in his own Body. The external sign of the Church is unity of love (Jn. 17:21), while the center and the source of this unity is the Eucharist: “Since there is one bread, we who are several, are one body, because we are all part of one Bread” (I Cor. 6:19-20). Baptism and Confirmation grafts us to the Body of Christ, while the Eucharist keeps us alive in Christ and united with each other by the inhabitation of the Holy Spirit in our body (I Cor. 6:19-20). Faith is insufficient for salvation. The catechumens who were already “believers” had to stay vigilant before receiving baptism in rejecting anything that the world sees as “normal life” in the corrupt body of sin and death, to be resurrected in the unity of the Spirit, that is to say, to be united with other members of a local community in Christ and the communal life of love. Orthodoxy knows nothing of a sentimental love for humanity. It is with concrete individuals that we must be united to live in Christ. The only way that leads to the love of Christ is that of a real love for others. “I tell you the truth, whenever you have done these things to one of these, my brethren, it is to me that you have done them” (Mt. 15:20).

Love in the Body of Christ does not consist in vague abstractions expressing the need to serve ideologies or human causes. Love, according to the image of Christ, consists in being crucified to the world and is the liberation of the self from all vague ideas in order to live in the complexity of communal life, seeking to love Christ in the body of brethren who have a very real existence. It is easy to talk about love and goodness, but it is very difficult to enter into sincere and intimate relationships with people of diverse origins. It is, however, the death and resurrection in Christ that has established a community of saints who think not of themselves, nor of their own opinions, but continually express their love for Christ and other men, seeking to humble themselves as Christ was humiliated. What was not possible under the law of death has become possible through unity in the Spirit of life.

3. How We Today Achieve the Victory of the Cross

Throughout its history the Church has had to fight sin and corruption within its own members, and often within its clergy. However, in every epoch She knew how to implement the appropriate means, as She always remained able to recognize the enemy. The Church exists in the truth not because all its members are without sin, but because the sacramental life is always present in Her and against Her the Devil is defenseless. “When you often assemble in one place (epi to auto), the power of Satan is destroyed” (St. Ignatius of Antioch, Letter to the Ephesians, 13). Whenever members of a community gather to celebrate the Eucharist and are in the condition to exchange the kiss of peace to commune together in the Body and Blood of Christ, the devil is defeated. However, when a member of the Body of Christ communes unworthily, he eats and drinks damnation (I Cor. 11:29). When a Christian does not commune at all with the Body and Blood of Christ in every Eucharist, he is spiritually dead (Jn. 6:53). The Church has categorically refused to endorse the practice whereby a large number of Christians attend the Eucharist, while a few commune. Guidance, participation in prayer and communion are inseparable (7th Apostolic Canon; St. John Chrysostom, 3rd Homily On Ephesians). “Let no one be deceived: if somebody is outside the sanctuary, he is deprived of the Bread of God...he who does not gather together with the Church has shown his pride and has condemned himself” (St. Ignatius of Antioch, Eph. 5). The Biblical and Patristic tradition is unanimous on one point: The one who is a living member of the Body of Christ is one who is dead to the power of death and who lives in the renewal of the Spirit of life. For this very reason, those who denied Christ during persecution, even after hours of torture, were considered excommunicated. Once a Christian died with Christ in baptism, he was expected to be ready to die anytime in the name of Christ. “Whoever denies me before men I will deny also before my Father in heaven” (Mat. 10:33). The 10th Canon of the First Ecumenical Council does not merely prohibit the ordination of anyone who has denied Christ during the persecution, but declares the automatic invalidation of any such ordination, even if it took place in ignorance of the ordainer. All who have performed such an ordination are themselves deprived of the priesthood. What serious breakers of the vows of baptism are those who are too lazy to go to church. The approval that our clergy today gives our sacramental practice is even more unacceptable! If the Christian was excommunicated for having denied Christ after hours of physical torture, those who week after week excommunicate themselves are all the more condemnable.

The character and methods of the Devil have not changed. He has remained similar to himself, as Paul described, capable of “transforming into an angel of light” (2 Cor. 11:15). The power of death in the world remains the same. The means of salvation, the death of baptism and the life of the Eucharist, have thus remained the same (at least in the liturgical books of the Church). The canons of the Church were never changed. We always read the same Scriptures approved by the Fathers. How then can we explain our modern weaknesses? They have never been so evident.

There can be only one answer to this question. The members of the Church are not fighting evil in the spirit of the Bible. Too many Christians employ the Church for their own interests and interpret the doctrine of Christ according to their own feelings. The essential task of the Orthodox youth today must be to return to the truth of the Apostles and the Fathers and to not walk according to the laws of the prince of darkness and the elements of this world. It is for this reason that Christ died. To deny this is to deny his Cross and the blood of martyrs. Before criticizing the “inflexibility” of patristic doctrine, the modern Orthodox must return to the presuppositions of life in Christ in Scripture and be careful not to pervert the doctrine of Christ.

La Vie dans Christoriginally appeared in SYNAXE No 21 (p.26-28) and No 22 (p.23-26). To God Be Glory, Amen.
Translated from the French with an Introduction by James L. Kelley




 

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

" Αναστάσεως ημέρα "




Περί της Αναστάσεως του Χριστού
Κατηχητικός Λόγος ΙΓ΄
Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου
 
Αδελφοί και πατέρες, ήδη το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα ,που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, η καλύτερα γίνεται κάθε ημέρα και συνεχώς μέσα σ'αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση, αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πώ καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι'αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία, πέρασε.
Ας ευχαριστήσομε λοιπόν τον Κύριο, που μας διαπέρασε από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με ευθυμία στον λιμένα της Αναστάσεώς Του.Ας Τον ευχαριστήσομε και όσοι περάσαμε το δρόμο της νηστείας με θερμή πρόθεση και αγώνες αρετής, και όσοι ησθένησαν στο μεταξύ από αδιαφορία και ασθένεια ψυχής, επειδή  ο ίδιος είναι που δίνει με το παραπάνω τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους σ'εκείνους που αγωνίζονται, και πάλι αυτός είναι που απονέμει τη συγγνώμη στούς ασθενέστερους ως ελεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις, παρά τους κόπους του σώματος, με τους οποίους γυμνάζομε τους εαυτούς μας  στην αρετή, ή επαυξάνοντας την άσκηση λόγω προθυμίας της ψυχής ή ελαττώνοντας αυτήν από τα σπουδαία εξ αιτίας του σώματος, και σύμφωνα με  τις προθέσεις μας ανταποδίδει τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, κάμνοντας κάποιον από τους αγωνιζόμενους περίφημο και ένδοξο ή αφήνοντας τον ταπεινό και έχοντα ανάγκη από κοπιαστικότερη κάθαρση. [...]
 
Καταβασία της Αναστάσεως
Ωδή α' , ήχος α'
 
Αναστάσεως ημέρα,
λαμπρυνθώμεν Λαοί.
Πάσχα Κυρίου Πάσχα'
εκ γαρ θανάτου πρός ζωήν,
και εκ γής προς ουρανόν,
Χριστός ο Θεός,
ημας διεβίβασεν,
επινίκιον άδοντας.
 
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού υψώθηκε στο σταυρό και κάρφωσε σ'αυτόν την αμαρτία του κόσμου και γεύθηκε το θάνατο, κατήλθε στα κατώτατα μέρη του άδη. 'Οπως λοιπόν όταν ανήλθε πάλι από τον άδη εισήλθε στο άχραντό Του σώμα, από το οποίο όταν κατήλθε εκεί δεν χωρίσθηκε καθόλου, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ'αυτό ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι και τώρα, όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ'αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
 
Ωδή στ'
 
Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γής,
και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους,
κατόχους πεπεδημένων Χριστέ,
και τριήμερος,
ως εκ κήτους Ιωνάς,
εξανέστης του τάφου.
 
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι εκείνος, αφού ποτέ δεν έπεσε στην αμαρτία, όπως έχει γραφεί, ούτε αλλοιώθηκε καθόλου η δόξα του, πώς θ'αναστηθεί ποτέ η θα δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε υπερδεδοξασμένος και που διαμένει επίσης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία; ανάσταση και δόξα του Χριστού, είναι όπως έχει λεχθεί, η δική μας δόξα, που γίνεται μέσα μας με την ανάστασή του, και δείχνεται και οράται από εμάς. Διότι από τη στιγμή που έκανε δικά του τα δικά μας, όσα κάμνει μέσα μας αυτός, αυτά αναγράφονται σ'αυτόν. Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζεί ούτε μπορεί να ζεί, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ'εαυτήν μπορεί να ζεί , εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή.
Διότι πρίν από αυτήν την ένωση ως πρός τη γνώση και όραση και αίσθηση είναι νεκρή, αν και νοερά υπάρχει και είναι ως πρός τη φύση αθάνατη.
Διότι δεν υπάρχει γνώση χωρίς όραση, ούτε όραση δίχως αίσθηση.[..]
 
Πατερικές Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς"
 
 
 
 
 
Απολυτίκιον
'Ηχος δ'
 
Εξηγόρασας ημάς,
εκ της κατάρας του νόμου,
τω τιμίω σου αίματι'
τω Σταυρώ προσηλωθείς,
και τη λόγχη κεντηθείς,
την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις.
Σωτήρ ημών δόξα σοι.
 
 
Χρόνια Πολλά από τον Υάκινθο

Βυζαντινή χορωδιακή παράδοση και Νέα Μέθοδος γραφής: Προβληματισμοί

 

Δρ Ευαγγελία Σπυράκου, Μουσικολόγος - Διευθύντρια Μουσικού Σχολείου Δράμας
 
Η Διευθύντρια του Μουσικού Σχολείου Δράμας- Μουσικολόγος Δρ Ευαγγελία Σπυράκου μιλάει στο Διεθνές Μουσικολογικό και Ψαλτικό Συνέδριο με θέμα: ''Η Βυζαντινή Μουσική μέσα από τη Νέα Μέθοδο Γραφής 1814-2014'', που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη από 30 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου 2014. Θέμα της εισηγήσεώς της είναι: «Βυζαντινή Χορωδιακή Παράδοση και η Νέα Μέθοδος Γραφής: Προβληματισμοί».
 
πηγή: Διακόνημα