Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Tο μαρτυρικό τέλος των Αγίων Ραφαήλ,Νικολάου και Ειρήνης.

 
    πηγή : Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας 
    
image002
 
 
            Περί τα τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου του έτους 1461, οι Τούρ­κοι επέδραμαν και κυρίευσαν την νήσο Λέσβο. Τον Απρίλιο του έτους 1462, οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής της θερμής, μη ανεχόμενοι την βαρύτατη φορολογία που επιβλήθηκε από τους βάρβαρους κατακτητές, επαναστάτησαν. Κατόπιν αυτού, ο Τούρκος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ εξοργίσθηκε και εξαπέστειλε ένοπλες ορδές με την ρητή εντολή να κα­ταπνίξουν την εξέγερση των Ελλήνων διά πυρός και σιδήρου, πράγμα το οποίο πέτυχαν οι κτηνώδεις βάρβαροι μετά από αγώνα 17 ημερών, αφανίζοντας τους κατοίκους προς παραδειγματισμό.
            Την Μεγάλη Πέμπτη, 4ην Απριλίου 1462, ο Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, έχοντας μεταβεί στην Αγορά του διπλανού προς τη Μονή χωριού για αγορά προμηθειών, πληροφορήθηκε την επικείμενη επιδρομή των Τούρκων κατά της Μονής και έσπευσε αμέσως να πληροφορήσει τον Ηγούμενο πατέρα Ραφαήλ. Αμέσως τότε, ο Ηγούμενος προέβη εις την φύλαξη όλων των Κειμηλίων και Σκευών της Ιεράς Μονής, μέσα σε μυστική κρύπτη, ώστε να μη περιέλθουν στα χέρια των άπιστων βαρβάρων.
            Την Μεγάλη Παρασκευή 5ην Απριλίου 1462, οι Τούρκοι κατόπιν υποδείξεως του ανθέλληνα φίλου τους Γερμανοεβραίου Ιατρού Σβάϊτσερ (SWAΪTZER), με αρχηγό τον θηριώδη Αρίφ Αγά, πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι από τους εξεγερθέντες Έλληνες της περιοχής που αντιστέκονταν ακόμη είχαν βρει καταφύγιο στην Μονή. Με την λήξη της Ακολουθίας του Επιταφίου, επέδραμαν εναντίον της Μονής. Κατά την εκδήλωση της επιθέσεως των Τούρκων, ο ηρωικός Ηγούμενος Ρα­φαήλ, υπέδειξε στους επαναστατημένους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί κρυφή δίοδο διαφυγής διά της οποίας τους απέστειλε με ρητή εντολή του στο παρακείμενο Όρος Παντέρα, για να διασωθούν. 0ι Τούρκοι, επιτιθέμενοι με ιδιαίτερο μένος κατά της Μονής, την κατέλαβαν χωρίς να τους αντισταθεί κανείς, συνέλαβαν τους πατέρες, καθώς και όσους λαϊκούς βρήκαν εκεί. Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν ο Ηγούμενος της Μονής πατήρ Ραφαήλ, ο Διάκονος Νικόλαος, ο Προεστός του χωριού Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, η 12ετής κόρη του Ειρήνη, το ηλικίας 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, ή ορφανή 16ετής ανεψιά του Ελένη, ο Διδάσκαλος του χωριού Θεόδωρος εξ Ηπείρου. Ο Ηγούμενος, με την πεποίθηση ότι ο καλός Ποιμένας ουδέποτε εγκαταλείπει το Ποίμνιο, αλλά θυσιάζεται για χάριν του, παρέμεινε στη Μονή να αντιμετωπίσει τους στυγνούς κακούργους. Επίσης, κατόπιν σταθερής επιμονής τους και με την ελεύθερη τους βούληση, και οι υπόλοιποι που προαναφέρθηκαν παρέμειναν πλησίον του Ηγουμένου αποφασισ­μένοι να του συμπαρασταθούν σθεναρά και να συμμετάσχουν στη θυσία και το μαρτύριο αυτού ως πιστοί εν Χριστώ αδελφοί και ακόλουθοι.
            Ο Μοναχός πατήρ Σταύρος καθώς και ο γιος της Μελπομένης και Επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, διέφυγαν την σύλληψη, με προτροπή του Ηγουμένου Ραφαήλ. Θα τελούσαν αργότερα το Ιερό καθήκον του ενταφιασμού των τιμίων Λειψάνων των Μαρτύρων, κατά την πρόβλεψη του ιδίου του Αγίου.
 102_1552
Τα Μαρτύρια των Αγίων
            Από τη στιγμή της συλλήψεως του Ηγουμένου Ραφαήλ τη νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής, άρχισαν οι ανακρίσεις, με τον πιο άγριο τρόπο. Αφού οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πάρουν με τις ανακρίσεις τις πληροφορίες που ήθελαν, άρχισαν τους βασανισμούς.
            Πρώτα, άρπαξαν από την αγκαλιά της μητέρας του το 11 μηνών βρέφος Ραφαήλ, το έριξαν στο έδαφος και το φόνευσαν με χτυπήματα και ποδοπατήματα. Την ίδια τη μητέρα του, Μαρία, την έδεσαν σε ένα δέντρο, επειδή ορμούσε να πάρει το παιδί της, φώναζε και έκλαιγε.
            Μετά άρχισαν να βασανίζουν σκληρά την 12ετή Παρθενομάρτυρα ΕΙΡΗΝΗ, κόρη του Προεστού Βασιλείου, μπροστά στους γονείς της, προκειμένου να κάμψουν το ηθικό τους και να τους εκβιάσουν, για να απαρνηθούν την Πίστη τους και να αποκαλύψουν τον τόπο στον οποίο κρυβόντουσαν οι επαναστάτες Έλληνες. Άρχισαν λοιπόν να ρίχνουν βραστό νερό στο στόμα της μικρής Ρηνούλας και μετά απέκοψαν διαδοχικά το ένα της χέρι και το ένα της πόδι, ρίχνοντας τα αιμόφυρτα ακρωτηριασμένα μέλη της μπροστά στους γονείς της, για να κάμψουν την αντίστασή τους. Η μητέρα της, δεν άντεξε στη θέα όλων αυτών και από το σπάραγμα ψυχής έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας της όμως, παρά τον τεράστιο ψυχικό του πόνο άντεξε και έμεινε ακλόνητος. Βλέποντας λοιπόν οι βάρβαροι ότι η απόπειρα εκβιασμού απέβηκε ανεπιτυχής και μάταια, την έριξαν σε ένα μεγάλο πιθάρι και την έκαψαν ζωντανή, ολοκληρώνοντας το μαρτύριό της. (Το πιθάρι αυτό βρέθηκε στις ανασκαφές των ημερών μας, με στάχτη μέσα, λίγα καμένα οστά και κάποιες πέτρες. Τα λίγα οστά αυτά έμειναν διότι δεν τα είδαν όταν ενταφίασαν τα υπόλοιπα καμένα υπολείμματα που υπήρχαν στο πιθάρι, ενώ οι πέτρες έπεσαν στο πιθάρι από τους τοίχους της Εκκλησίας, όταν την ανατίναξαν οι Τούρκοι)
            Την νεαρή ανεψιά του Προεστού, Ελένη, η οποία ήταν 15 χρονών και από ηλικίας τριών ετών είχε μείνει ορφανή, την κακοποιούσαν αλληλοδιαδόχως και κατ’ εξακολούθηση οι Τούρκοι υπάνθρωποι και την χτυπούσαν με βαναυσότητα, έως ότου από το φόβο, τους πόνους και την αιμορραγία παρέδωσε το πνεύμα Της στον Κύριο.
            Ο Προεστός Βασίλειος, αφού πρώτα μαρτύρησε ψυχικά βλέποντας το μαρτύριο των παιδιών του, υπέστη και φοβερά σωματικά μαρτύρια. Του έκοψαν τη μύτη, τ’ αφτιά, τα γεννητικά του όργανα και του έβγαλαν τα μάτια. Στο τέλος του έκοψαν την κεφαλή και τον περιέπεξαν. Γι’ αυτό, ο Προεστός Βασίλειος είναι και πρέπει να τιμάται ως Μεγαλομάρτυς.
            Έπειτα, άρχισαν να βασανίζουν το δάσκαλο Θεόδωρο επίσης με πολύ σκληρό τρόπο. Του έκοψαν κι’ εκείνου τα γεννητικά όργανα, όπως επίσης και τα χέρια και τέλος του απέκοψαν την κεφαλή, βάζοντάς τη μετά ανάμεσα στα πόδια του.
            Τελευταίος μαρτύρησε ο Άγιος Ραφαήλ, γιατί οι θηριώδεις και αιμοδιψείς βασανιστές τον δεν βιάζονταν να τον αποτελειώσουν, νομίζοντας ότι θα αποσπούσαν την ομολογία που επιθυμούσαν. Έτσι, τράβηξε απίστευτα βασανιστήρια. Τον έβριζαν, τον χτυπούσαν με λύσσα και τον απειλούσαν. Σε μια στιγμή εκείνος πετάχτηκε όρθιος, τραβώντας τον σταυρό του από το ράσο του και τον έδειξε με θάρρος λέγοντας: «Εμείς Αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δε θα Τον αρνηθούμε!». Τότε όρμησαν με μανία πάνω του, τον γύμνωσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα, και συνεχώς τον χτυπούσαν ανηλεώς με τα κοντάκια των όπλων τους, παραλύοντάς τον. Του κατατρυπούσαν το σώμα σε διάφορα σημεία με λόγχες και τον έσερναν επάνω σε αιχ­μηρές πέτρες τραβώντας τον από την γενειάδα, ώστε όλος ο τόπος είχε βαφτεί κόκκινος από το αίμα του. Έπειτα, εφόσον το αθώο θύμα τους εξακολουθούσε να αντέχει και να υπομένει αγόγγυστα τα μαρτύρια, τον κρέμασαν από τα πόδια με την κεφαλή προς το έδαφος από τα κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς που βρισκόταν στο προαύλιο της Μονής. Σε εκείνη την καρυδιά αποκάτω έκαναν οι πατέρες κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στη συνέχεια, όταν οι ανάλγητοι και θηριώδεις εγκληματίες (δαιμονόψυχοι κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου του Αγίου) διαπίστωσαν ότι παρ’ όλα τα μαρτύρια στα οποία τον είχαν υποβάλει, ο Ηγούμενος Ραφαήλ δεν απαρνιόταν την Πίστη του και δεν πρόδιδε τους Έλληνες Χριστιανούς επαναστάτες, με οφθαλμούς λαμπυρίζοντες σαν πυρωμένα κόκκινα κάρβουνα και χείλη αφρισμένα από το μίσος και τη μανία τους, τον κάθισαν γονατιστό στο έδαφος και τον αποκεφάλισαν με φρικώδη τρόπο: Πριονίζοντας την κεφαλή του!! Όχι στο λαιμό, αλλά ξεκινώντας από το σημείο του στόματος!! Τη ματωμένη κάτω σιαγόνα που αποκόπηκε την έριξαν καταγής εν μέσω μιας λίμνης αίματος και σε μικρή απόσταση από το υπόλοιπο σώμα. Τη σιαγόνα αυτή δεν τη βρήκαν όταν ενταφίασαν τον Άγιο, γι’ αυτό και βρέθηκε ξεχωριστά, εκτός του τάφου στις ανασκαφές επί των ημερών μας. Έτσι, ο ήδη πριν μαρτυρήσει Άγιος, έγινε και Μεγαλομάρτυς του Χριστού ένδοξος και παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο!
            Τον Άγιο Νικόλαο, τον έδεσαν κι’ αυτόν πισθάγκωνα, τον κρέμασαν από άλλη μικρότερη καρυδιά ευρισκόμενη και εκείνη στο προαύλιο της Μονής και τον βασάνιζαν νυχθημερόν, χτυπώντας και λογχίζοντάς τον. Όμως, λόγω της ασθενούς κράσεως του οργανισμού του, ο Άγιος Νικόλαος δεν άντεξε για πολύ στα μαρτύρια, τους ανηλεείς δηλαδή ξυλοδαρμούς, αλλά βλέποντας και τον πολυαγαπημένο του Ηγούμενο να τον σέρνουν αιμόφυρτο υπέστη ανακοπή καρδιάς και παρέδωσε κι’ Αυτός το πνεύμα Του στον Κύριο. Κατά δε την αποκαλυπτική μαρτυρία του Αγίου Ραφαήλ, οι ψυχές των δύο Αγίων ανέβηκαν μαζί στον Ουρανό. Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο!!
            Ένας ξένος Ιατρός, ο Αλέξανδρος, που αγαπούσε πολύ τον πατέρα Ραφαήλ και έτρεξε να δει τι γίνεται όταν έμαθε πως οι Τούρκοι επέδραμαν στο μοναστήρι, αντικρύζοντας το φοβερό θέαμα της σφαγής του Αγίου Ηγουμένου δια πριονισμού της κεφαλής του, από την φρίκη τρελάθηκε και τράβηξε μαχαίρι να αυτοκτονήσει, παθαίνοντας όμως ανακοπή πριν προλάβει να το μπήξει στην καρδιά του.
            Μετά το πέρας των σφαγών και του αποτρόπαιου λουτρού αίματος, οι αιμοσταγείς Τούρκοι, αφού σύλησαν και λεηλάτησαν όσα Ιερά κειμήλια και αντικείμενα αξίας βρήκαν, παρέδωσαν στις φλόγες την Μονή, ανατινάζοντάς την. Η σφαγή των Μαρτύρων συντελέστηκε τη νύκτα της Δευτέρας της Διακαινισίμου, δεκαπέντε λεπτά της ώρας προ του μεσονυκτίου (εκκλησιαστικώς ήδη θεωρούμενης από το απόγευμα της Δευτέρας ως Τρίτη του Πάσχα), και η καταστροφή της Ι. Μονής λίγο αργότερα, ενώ ξημέρωνε Λαμπροτρίτη 9η Απριλίου 1462.
            Μετά τη διάπραξη των προαναφερθέντων βανδαλισμών και την εκτέλεση των περιγραφέντων κακουργημάτων, οι κτηνώδεις ως συνήθως Τούρκοι, ικανοποίησαν προσωρινώς τα θηριώδη ένστικτά τους και απήλθαν για να συνεχίσουν το ίδιο έργο τους αλλού. Πίσω τους άφησαν καπνισμένα ερείπια και πέτρες γεμάτες από τα αίματα των Μαρτύρων, ενώ στο έδαφος κείτονταν εδώ και εκεί τα ακρωτηριασμένα τίμια λείψανα των σφαγιασθέντων Μοναχών και λαϊκών.
            Μεταξύ των άλλων ανθρωπόμορφων κτηνών, οι κυριότεροι και αγριότεροι βασανιστές ήταν πέντε ελεεινά άτομα εκ των οποίων δύο Τούρκοι Μουσουλμάνοι, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος και ένας Τουρκαλβανός. Σύντομα, βεβαίως, η Θεία Οργή για το ανοσιούργημα που με κακία επιτέλεσαν έφθασε πάνω τους. Έλληνες επαναστάτες τους έπιασαν και τους σκότωσαν και τους έθαψαν όλους μαζί στον ίδιο λάκο…
 
     Αναρτήθηκε από τον/την στο Μαΐου 6, 2013 in ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ, ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου