Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Η υπόσχεση της πίστεως


του Αγίου Διαδόχου Φωτικής
από τα 100 πρακτικά Κεφάλαια

 
55. Η ψυχή δεν μπορεί να επιθυμήσει να χωριστεί από το σώμα, αν η διάθεσή της δεν γίνει ανεξάρτητη από τον αέρα αυτό (δηλ. το σώμα). Όλες οι αισθήσεις του σώματος είναι αντίθετες στην πίστη, επειδή αναφέρονται στα παρόντα· ενώ η πίστη υπόσχεται τη μεγαλοπρέπεια των μελλόντων αγαθών. Δεν πρέπει λοιπόν εκείνος που αγωνίζεται για τη σωτηρία του να νοσταλγεί ποτέ δένδρα φουντωμένα και σκιερά, ή πηγές με καλά τρεχούμενα νερά, ή λειβάδια με άνθη, ή ωραία σπίτια, ή και συγγενικές συναναστροφές, ούτε να θυμάται επιδείξεις σε γιορταστικές, αν τύχει, συγκεντρώσεις· αλλά να χρησιμοποιεί τα αναγκαία της ζωής με ευχαριστία και να νομίζει τον βίο σαν κάποιο αλλόκοτο δρόμο, που δεν διαθέτει καμιά σαρκική απόλαυση. Έτσι μόνον περιορίζοντας τη διάνοιά μας, θα την κατευθύνομε ολόκληρη στο δρόμο που οδηγεί στα αιώνια.
 
πηγή : Ομολογία Πίστεως 

πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 299-309


 

Ποιμαντικό έργο


"Ζών και ενεργόν παραστήσαι δεί τω Θεώ
το της ψυχής παθητικόν, ίνα ή θυσία ζώσα"
 



 
Το ποιμαντικό έργο πρέπει να είναι ατομικό και δημιουργικό.

***
Κάθε λόγος και κάθε διδασκαλία τότε μόνο έχει νόημα και αξία, όταν είναι καρπός της προσωπικής πνευματικής πείρας και γνώσης του λέγοντος ή του  διδάσκοντος. Κάθε λόγος, που προφέρεται μονάχα με τα χείλη, είναι νεκρός και ψεύτικος, κι αυτοί που τον ακούνε, πάντα τόν διακρίνουν κατά ένα τρόπο αλάθητο.
***
Πρέπει να διδάσκουμε τους ανθρώπους πώς να εξομολογούνται. Πόσο συχνά, αντί εξομολόγησης, ακούς μονάχα κουβέντες συνηθισμένες, καυχησιολογίες, αναφορές σε καλές γνώμες για το άτομο του εξομολογουμένου ή παράπονα για την οικογένεια του και για τις δυσκολίες της ζωής. Αυτό οφείλεται εν μέρει στήν άγνοια και στήν έλλειψη εκκλησιαστικής καλλιέργειας και εν μέρει στήν λόγω αμαρτημάτων σύγχυση και αδυναμία στίς περιπτώσεις, που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση και δεν προσπαθεί να δεί τον εαυτό του, όταν δεν έχει ούτε την συνήθεια  ούτε την θέληση να αναλύσει και να κατανοήσει την ψυχήν του, δεν νοιώθει αποστροφή πρός την αμαρτία και δεν αναζητάει το φώς, ούτε έχει την δίψα  και τον πόνο να καθαριστεί.
***
Προσπαθείτε έτσι, που όσοι προσέρχονται στήν εξομολόγηση να αποκομίζουν ύστερα από κάθε περίοδο νηστείας και μια καλή συνήθεια - για παράδειγμα, τη συνήθεια να κάνουν υποχρεωτικά και μια δεύτερη προσευχή κάθε μέρα, το μεσημέρι, να μη κρίνουν τους άλλους κ.τ.λ. Να τους εμφυτεύετε επίμονα αυτές τις συνήθειες και να τις ελέγχετε με επιμονή. 'Υστερα το πράγμα γίνεται μια ανάγκη.
***
Συμβαίνει καμμιά φορά αυτός που νηστεύει και ετοιμάζεται για την εξομολόγηση , να δοκιμάζει ένα αίσθημα φόβου για την αμαρτία και μια ειλικρινή μετάνοια μέχρι δακρύων, κι όταν προσέλθει στόν ιερέα, να μη συναισθάνεται τίποτα, να μη διακατέχεται από τον φόβο εκείνο και τη συντριβή. Δεν θα ήταν μήπως δυνατό να διευρύνουμε τα όρια του μυστηρίου; Δεν θα ήταν δυνατό να θεωρούμε ότι το μυστήριο της μετανοίας, συμπεριλαμβάνει μέσα του και κάθε προπαρασκευή για τη Θεία Μετάληψη, τις προσευχές και τα αισθήματα μετάνοιας και πως η στιγμή της καθαυτό εξομολόγησης, δεν είναι παρά μόνο η τελική, αν και σπουδαιότερη, στιγμή;
***
Κάθε ιερέας πρέπει να είναι καλά ενήμερος στόν τομέα των διαφόρων νευρικών και ψυχικών ασθενειών' αυτό είναι αναγκαίο στήν άσκηση της κλήσης του πνευματικού.
Ένα συνηθισμένο πράγμα είναι  όταν ο εξομολογούμενος και μαζί του και ο πνευματικός παίρνουν ένα φαινόμενο καθαρά νευρικής φύσης για εμπειρία πνευματική, ή όταν ο ιερέας δεν μπορεί να καθορίσει και αναγνωρίσει το υστερικό υπόστρωμα πολλών φαινομένων και έτσι χειροτερεύει την κατάσταση. Συχνά συμβαίνει και το αντίθετο: σαν νευρική ασθένεια  εκλαμβάνεται μια οδυνηρή κατάσταση της ψυχής, που είναι βαρυμένη από την αμαρτία, συγχυσμένη και σκοτισμένη από άλυτες συγκρούσεις. Είναι γνωστές περιπτώσεις, στίς οποίες μιά μόνο εξομολόγηση θεράπευσε, δίχως ν' αφήσει οποιαδήποτε ίχνη τους, παλιές, βαθιά ριζωμένες και σοβαρές, δήθεν νευρικές ασθένειες, που είχαν αποδειχτεί ανίσχυρα όλα τα ιατρικά μέσα.
Ένας ανθρωπος, που εξομολογείται συχνά και που στην ψυχή του δεν έχει απομεινάρια αμαρτίας, δεν μπορεί παρά να είναι υγιής. Η εξομολόγηση είναι ένα ευεργετικό  ξαλάφρωμα της ψυχής. Μ' αυτήν την έννοια, είναι τεράστια η σημασία της εξομολόγησης και γενικά μια ζωή, που βρίσκεται σε κοινωνία με την ευεργετική βοήθεια, που παρέχει  η Εκκλησία. (συνεχίζεται)
 
 
Από το βιβλίο " Πνευματικά Κεφάλαια "
του Πρεσβ. Αλεξάνδρου Ελτσιανίνωφ
 
 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ ΤΩ ΚΥΡΙΩ-ΣΙΜΟΝΟΠΕΤΡΑ..mp4


Υάκινθος

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

" Η αρχή της αγάπης είναι τριπλή "


του Κάλλιστου Αγγελικούδη
πηγή : Ομολογία Πίστεως 
  
46. Η πείρα γνωρίζει ότι η αρχή της αγάπης είναι τριπλή, και ανάλογα τριών ειδών είναι τα πρώτα της, και βέβαια κι οι λόγοι της είναι τριών ειδών. Υπάρχει αγάπη αισθητική, δηλαδή των αισθήσεων, προς μερικά αισθητά. Πρόκειται για περιπαθή όρεξη κάποιου επιθυμητού· γι' αυτό πολλές φορές και τα άλογα ζώα αγαπούν. Υπάρχει και άλλη αγάπη, λογική έφεση της ψυχής για κάτι που νομίζεται αγαθό, με σκοπό να επιτευχθεί το αγαθό.


Η τρίτη είναι βέβαια νοερή, αλλά είναι από το ζωοποιό Πνεύμα. Είναι ένα υπερφυσικό θέλγητρο που ωθεί το καλό αθέλητα μέσα στην καρδιά και φλογίζει κι ενεργεί με τη θεωρία του άκρου Αγαθού, δηλαδή του Θεού. Γιατί όπως ο Θεός δε θεωρείται με τη θέληση της ψυχής ωραίος και άπειρες φορές πιο ωραίος απ' όλα, αλλά από τη φύση Του, έτσι ανάλογα και ο θείος έρωτάς Του δεν ανάβει με τη θέληση του ανθρώπου, γιατί είναι αεικίνητη φυσική ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος που ενεργεί μέσα στην καρδιά και απέχει τόσο πολύ από το να κινείται από τη θέληση της ψυχής, ώστε να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή μάλλον αυτή η ενέργεια από τη φύση της κινεί τη θέληση.

Γι' αυτό και είναι και λέγεται επιπλέον θεία παράκληση, γιατί από το ένα μέρος είναι ενέργεια του Θεού επάνω στην ψυχή με έμπνευση και επιφοίτηση του Πνεύματος, και από το άλλο είναι σχέση της ζωοποιού ψυχής με το Θεό, η μοναδική θαυμάσια ένωση και συμπάθεια, που έλκει και θέλγει ολόκληρο το νου μαζί με όλες τις δυνάμεις της ψυχής με όλη την ορμή προς την ένωση με το θείο κάλλος, μαζί με νοερή επιθυμία του καλού.

Γι' αυτό και δε λέγεται παράκληση τίποτε από τα προλεχθέντα· ούτε η όρεξη κάποιου επιθυμητού αισθητού, ούτε η έφεση κάποιου αγαθού. Αλλά παράκληση λέγεται μόνο η αγάπη τού κατά τη θεωρία νοερού καλού, που κινείται ως επιθυμία με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος με συναίσθηση μέσα από την καρδιά. Και Παράκλητος ονομάζεται το Άγιο Πνεύμα, του οποίου ενέργεια είναι αυτή, η οποία είναι και πραγματικά αγάπη, και αυτής απεικονίσεις είναι οι άλλες δύο αγάπες. Ή μάλλον, η μία, δηλαδή η αγάπη της ψυχής, που με το λογισμό ζητεί το αγαθό για το αγαθό, είναι δικαιολογημένα απεικόνιση της θείας και πνευματικής αγάπης, ενώ η άλλη, η αισθητική, είναι απεικόνιση της ψυχικής.

Επομένως, ελάχιστα γνωρίζει κανείς τα της αγάπης, τη γλυκιά διάθεση και την παράκληση, κι έχει πλήρη άγνοια της αγάπης προτού λάβει στην καρδιά του αέναα και φανερά την ενέργεια της ζωοποιού δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Γιατί ο λογισμός δεν μπορεί πάντως να κινήσει από μέσα την έδρα των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή την καρδιά, αλλά από έξω· πολύ λιγότερο μπορεί να την κινήσει η αίσθηση. Γι' αυτό και με αυτά μόνο επιφανειακά και εικονικά αγαπά κανείς ο,τιδήποτε.

Η δύναμη όμως και η ενέργεια του αγίου και ζωοποιού Πνεύματος, όταν καταλάβει από μέσα όλο τον οίκο της ψυχής από τα βάθη της και στη συνέχεια κινεί με το θέλγητρό της, όπως είπα, ολόκληρες τις δυνάμεις της ψυχής στη νοερή θεωρία του άκρου Αγαθού, αρπάζει τελείως την ψυχή προς το θείο κάλλος με αγάπη ουσιαστική και γοητεία υπερκόσμια. Μόνο λοιπόν όποιος κινείται από το Θεό κι έχει μέσα του θεία ενεργήματα όπως αυτά που περιγράψαμε, μόνο αυτός έμαθε με βεβαιότητα, μέσα στο μυστικό βάθος της ψυχής του, τι είναι η ουσιαστική αγάπη και ποιά είναι η απόλαυσή της.

Και ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει ουσιαστικά τίποτε από τα μύρια όσα, ούτε και το Θεό τον ίδιο, πριν γίνει μέτοχος του ζωοποιού Πνεύματος, ακόμη κι αν αγαπά όσο μπορεί· αλλά ούτε και γνωρίζει ακριβώς τί είναι αγάπη και ποιά η ανέκφραστη ηδονή που απορρέει από αυτή με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.

--------------------------------------------------------------
πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος



 
Υάκινθος

Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά

πηγή : Πεμπτουσία

 

Francois Cheng: Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά
Επιστήμες / Εκδόσεις   Δρ. Δημήτρης Μπαλτάς 



 

CHENG copy

Σήμερα, στην εποχή της πάνδημης δυστυχίας, της τυφλής βίας, των φυσικών και οικολογικών καταστροφών, το να μιλάμε για την ομορφιά μπορεί να φαίνεται άτοπο, άπρεπο, ακόμη και προκλητικό. Σχεδόν σκανδαλώδες. Ίσως όμως, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η ομορφιά, σε αντίθεση με το κακό, βρίσκεται όντως στους αντίποδες μιας πραγματικότητας την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε”.
  • Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά
  • François Cheng
  • μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Μαρίνα Λεοντάρη
  • Εξάντας, 2011
  • 133 σελ.
  • ISBN 978-960-256-698-5
Ο Φρανσουά Τσενγκ γεννήθηκε στην Κίνα το 1929. Το 2002 έγινε το πρώτο, ασιατικής καταγωγής, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Το βιβλίο που παρουσιάζω σήμερα, είναι πέντε διαλέξεις του συγγραφέως πάνω σε ζητήματα αισθητικής, κυρίως δε στην έννοια του ωραίου. Εξ αυτού του λόγου είναι εμφανής η προφορικότητα των κειμένων, με τις συχνές επαναλήψεις των λεγομένων.
Παραδέχεται εξ αρχής ο συγγραφέας ότι «το να μιλάμε για την ομορφιά μπορεί να φαίνεται άτοπο, ακόμη και προκλητικό. Σχεδόν σκανδαλώδες» (σ. 15). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι από το τέλος του 19ου και κυρίως στον 20ο αι. ο σκοπός της τέχνης ως αποκάλυψη του ωραίου έχει αλλάξει: «Η ασχήμια των μεγαλουπόλεων, η συνείδηση μιας νεωτερικότητας βασισμένης στην ιδέα του ‘’θανάτου του Θεού’’, η κατάρρευση του ουμανισμού» ανέστρεψαν την παραδοσιακή αντίληψη περί της τέχνης (σ. 99).
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση του συγγραφέως περί της μοναδικότητας της υπάρξεως εκάστου όντος, στην οποία «η ομορφιά αρχίζει να υπάρχει» (σ. 24). Ενώ ο Τσενγκ δέχεται ότι «το σύμπαν φανερώνεται σαν ένα δώρο που μας καλεί να το εξυμνήσουμε» (σ. 31), υπενθυμίζει επίσης ότι «η κινεζική σκέψη δεν γνώρισε την ιδέα της Δημιουργίας με την βιβλική έννοια του όρου» (σ. 37).
Αξιοπρόσεκτες, από την άποψη της ιστορίας της τέχνης, είναι οι προσεγγίσεις του συγγραφέως στην γνωστή «Μόνα Λίζα» (σσ. 54-60).
Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο Φρ. Τσενγκ αντιπαραβάλλει σε πολλές σελίδες του βιβλίου του την ομορφιά με το κακό και όχι με το άσχημο (βλ. ενδεικτικώς σ. 16, σ. 63, σ. 65), αφορμώμενος κυρίως από την λόγια κινεζική παράδοση η οποία δεχόμενη «την ποίηση και την ζωγραφική ως υπέρτατη έκφραση της ανθρώπινης δημιουργίας, δεν διαχωρίζει την αισθητική από την ηθική» (σ. 128).
Γνωρίζει καλώς ο συγγραφέας την αρχαία ελληνική περί της τέχνης, αλλά και τις αισθητικές αντιλήψεις των φιλοσόφων του Γερμανικού Ιδεαλισμού, όπως φαίνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου (βλέπε λ.χ. σσ. 73-75, σ. 91, σ. 99, σ. 116).
Στην γνωστή ρήση του Ντοστογιέφσκι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» (σ. 116) ο Τσενγκ ερμηνεύει την ομορφιά ως λύτρωση από το κακό.
Οι «πέντε στοχασμοί» παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως αν αναγνωσθούν στο πλαίσιο μιας απλής, σύντομης, έκθεσης των προσεγγίσεων περί του ωραίου στην κινεζική κοσμολογία και αισθητική. Ο συγγραφέας δεν αντιπαραβάλλει με εχθρική διάθεση, την δική του με τις άλλες παραδόσεις, κυρίως την αρχαία ελληνική και την χριστιανική, και έτσι πρέπει να πράξει, νομίζω, και ο αναγνώστης.
Αυτό που κομίζει ο συγγραφέας ως πρόταση στην Δύση όπου έζησε και εργάσθηκε, είναι ότι η κινεζική τέχνη, ιδιαιτέρως η ζωγραφική, δεν απεικονίζει απλώς τοπία της φύσεως αλλά «τοπία της ψυχής» (σ. 86). Προτείνει, τελικά, ο Τσενγκ στην σημερινή εκβαρβαρισμένη Δύση την σύνδεση της αισθητικής με την ηθική, σχέση την οποία είχε απορρίψει, αν και όχι απολύτως, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Ιμμ. Καντ.
 
 

 

 Trois  poèmes lus par François Cheng, de l’Académie française
présentation par François Cheng de son livre 
Vraie Lumière née de vraie Nuit
 
François Cheng, de l’Académie française, a uni son talent de poète à celui de l’artiste Kim En Joong, pour réaliser un album où ses vingt-quatre poèmes sont illustrés par huit lithographies. Il explique ici dans quelles circonstances douloureuses de sa vie sont nés ces poèmes et il nous offre la lecture de trois d’entre eux. Un moment inoubliable !



 
 
 
C'était un froid samedi de décembre 2009. Les Editions du Cerf avaient convié quelques amis de François Cheng et de l'artiste dominicain Kim En Joong pour présenter le livre qu'elles venaient de publier : Vraie Lumière née de vraie Nuit. La petite salle de la maison d'éditions était comble. Et jamais aucune présentation de livre ne fut plus émouvante. François Cheng, qui a commencé par évoquer le père Carré, de l'Académie française, raconte cette "période d'enfermement", de souffrance physique, qu'il a vécue, "une plongée en moi-même jusqu'à toucher le fond puis, à partir de là, l'impression de rejoindre la racine de la source de ma vie de quête. Au lieu du découragement, ou de la résignation devant mon état de santé, j'ai compris que ces épreuves étaient une sorte de bénédictions". En effet, il sortait d'une longue période de maladie, et il a relaté la naissance de ses poèmes, comment ils lui sont venus, comment, à l'époque de Noël dernier, ce titre "Vraie Lumière née de vraie Nuit" s'est imposé à lui alors qu'il pensait que la fin de sa vie était proche. Dieu merci, ses amis présents ont pu se réjouir de le retrouver en bonne forme. "Au delà de l'expérience de souffrance, j'ai ressenti une sorte de gratitude, de félicité, avec la sensation de renaître à une vie, une nouvelle naissance". Toute cette expérience est relatée, si l'on peut dire, dans ses poèmes.

La vie comme don, et l'éternité comme instant


Ecoutez-le ici parler, comme personne, de l'Etre suprême, de Celui qui est, qui existe, qui se révèle à nous, et dont l'existence est un don, pour nous qui pouvons la recevoir. De tels propos auraient pu donner une leçon de métaphysique mais le ton de simplicité, de vérité, de témoignage, adopté par François Cheng les transforme en un moment de partage fraternel sur ce qui fait l'essentiel de la vie. "La vie est un don inouï et non un dû, conclut François Cheng, la moindre chose devient signe". Et puisque la vie est don, chaque instant prend un relief extraordinaire. Car le don n'est pas un état statique, il s'exprime dans l'instant, il est inattendu, inespéré. L'Etre, lui, advient dans l'instant. Et nous, nous tentons aussi à chaque instant, d'accéder à l'être. Mais il faut que l'Etre fasse cet acte d'être,(...)
πηγή : Canal Academie

Yasemin Coplan

Ομορφιά!


πηγή: Δροσοσταλίδα  

 

Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.. Ελύτης






..Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει..
Ελύτης



Τρίτη 22 Απριλίου 2014

" Το πύρινον ύδωρ "

του Αγίου Πατρός ημών Συμεών του νέου Θεολόγου

Ηθικός Λόγος Α' ι΄, 3, 4

( συνέχεια του ι' 2)

 
[...] 'Ετσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνομε, όπως ειπώθηκε, στίς καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πύρ της Θεότητας, έτσι ούτε εμάς καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές' αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας.Το ότι δεχόμαστε κι εμείς παρομοίως το αφόρητον πύρ της Θεότητας, άκουσε τον Κύριο που λέγει: " ήλθα να βάλω πύρ επάνω στην γή " (Λκ. 12,49). Ποιό άλλο είναι, παρά το ομοούσιο της Θεότητάς του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται και ό ίδιος μαζί με τόν Πατέρα και ευρίσκεται μέσα μας; Αφού όμως ο Λόγος του Θεού εσαρκώθηκε μιά φορά από την Παρθένο και εγεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τί κάνει;  Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της Πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας εγεννήθηκε σωματικώς , από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση' και τρώγοντάς την, έχομε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του  Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτήν τήν σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο: "εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ'αυτόν" (Ιω. 6,56), χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα (Β' Κορ.5,17) σ' εμάς ως βρέφος, αλλά ευρίσκεται ασωμάτως με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του ( Εφ. 5,29). Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω.[...]
 
Πατερικές Εκδόσεις " 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς "



 
 
 
***
 
Τριφεγγής Μονάς Θεαρχική,
πάσαν διασκέδασον,
αμαρτιών και παθών μου την ζόφωσιν,
φωτεινών ακτίνων σου,
γλυκυτάταις εν μετουσίαις,
και ποίησον σού τής απροσίτου,
δόξης με ναόν, και σκηνήν άχραντον.
 
Θεοτοκίον
 
Ρούν τον πρίν της φύσεως ημών,
πεπονθυίας άτοπον,
και πρός φθοράν ολισθησάσης 'Αχραντε,
σαρκωθείς εν μήτρα σου,
ο Θεός Λόγος,
φιλανθρώπως ανέστειλε,
και την θεαρχίαν τρίφωτον,
ημάς εμυσταγώγησεν.
Από τον  Τριαδικό Κανόνα
Μεσονυκτικού της Κυριακής
'Ηχος Β΄
 
 
 
 
 
Υάκινθος

The Gospel of Resurrection

πηγή :Mystagogy
 

By Fr. George Florovsky

Death is a catastrophe for man; this is the basic principle of the whole of Christian anthropology. Man is an amphibious being, both spiritual and corporeal, and so he was created by God. Body belongs organically to the unity of human existence. And this was perhaps the most striking novelty in the original Christian message. The preaching of the Resurrection as well as the preaching of the Cross was foolishness and a stumbling–block to Gentiles. St. Paul had already been called a "babbler" by the Athenian philosophers just "because he proclaimed to them Jesus and the resurrection" (Acts XVII:18, cf. v.32). The Greek mind was always rather disgusted by the body. The attitude of an average Greek in early Christian times was strongly influenced by Platonic or Orphic ideas, and it was a common opinion that the body was a kind of a "prison", in which the fallen soul was incarcerated and confined. The Greeks dreamt rather of a complete and final disincarnation. And the Christian belief in a coming Resurrection could only confuse and frighten the Gentile mind. It meant simply that the prison will be everlasting, that the imprisonment will be renewed again and for ever. The expectation of a bodily resurrection would befit rather an earthworm suggested Celsus, and he jeered in the name of common sense. He nicknamed Christians a "philosomaton genos", a "flesh–loving crew" (ap. Origen, Contra Celsum, V:14 and VII:36). The great Plotinus was of the same opinion. "The true awakening is the true resurrection from the body, not with the body. For resurrection with the body would be simply a passage from one sleep to another, to some other dwelling. The only true awakening is an escape from all bodies, since they are by nature opposite to the nature of the soul. Both the origin, and the life and the decay of bodies show that they do not correspond to the nature of the souls" (Plotinus, Ennead. III: 6:6). With all Greek philosophers the fear of impurity was much stronger than the dread of sin. Indeed, sin to them just meant impurity. This "lower nature", body and flesh, a corporeal and gross substance, was utterly resented as the source and vehicle of evil. Evil comes from pollution, not from the perversion of the will. One must be liberated and cleansed front this filth. And at this point Christianity brings a new conception of the body as well. From the very beginning Docetism was rejected as the most destructive of temptations, a sort of dark anti–gospel, proceeding from the Anti–Christ (I John IV: 2–3). And St. Paul emphatically preaches "the redemption of our body" (Romans VIII:23). And again: "not for that we would be unclothed, but that we would be clothed, that what is mortal may he swallowed up by life" (2 Cor. V:4). This is just an antithesis to Plotinus’ thesis…

St. John Chrysostom commented: "He deals a death–blow here to those who depreciate the physical nature and revile our flesh. It is not flesh, as he would say, that we put off from ourselves, but corruption. the body is one thing, corruption is another. Nor is the body corruption, nor corruption the body. True, the body is corrupt, but it is not corruption. The body dies, but it is not death. The body is the work of God, but death and corruption entered in by sin. Therefore, he says, I would put off from myself that strange thing which is not proper to me. And that strange thing is not the body, but corruption. The future life shatters and abolishes not the body, but that which clings to it, corruption and death" (De resurr. mortuorum, 6). St. Chrysostom, no doubt, gives here the common feeling of the Church. "We must also wait for the spring of the body", as a Latin apologist of the 2nd century put it, "expectandum nobis etiam et corporis ver est" (Minutius Felix, Octavius, 34). One Russian writer, speaking of the catacombs, aptly recalls these words. "There are no words which could better render the impression of jubilant serenity, the feeling of rest and unbound peacefulness of the early Christian burial place. Here the body lies, like wheat under the winter shroud, awaiting, anticipating and foretelling the otherworldly eternal Spring" (V. Ern, Letters on Christian Rome, 1913). This was the simile used by St. Paul. "So also is the resurrection of the dead. It is sown in corruption: it is raised in incorruption" (I Cor. XV:42). The earth, as it were, is sown with human ashes in order that it may bring forth fruit, by the power of God, on the Great Day. "Like seed cast on the earth, we do not perish when we die, but having been sown, we rise" (St. Athanasius, De Incarnatione, 21). Each grave is already the shrine of incorruption.

The resurrection, however, is no mere return or repetition. The Christian dogma of the General Resurrection is not that eternal return which was professed by the Stoics. The resurrection is the true renewal, the transfiguration, the reformation of the whole creation. Not just a return of what had passed away, but a heightening, a fulfillment of something better and more perfect. "And that which thou sowest, thou sowest not that body which shall be, but bare grain… It is sown a natural body; it is raised a spiritual body" (1 Cor. XV:37, 44). A profound change will take place. And yet the individual identity will be preserved. St. Paul's distinction between the "natural" body ("soma physikon") and the "spiritual" body ("soma pneumatikon") obviously calls for a further interpretation. And probably we have to collate it with another distinction he makes in Phil. III:21: the body "of our humiliation and the body of His glory"... Yet the mystery passes our knowledge and imagination. "It has not yet appeared what we shall be" (I John III:2).

But as it is, Christ has risen from the dead, the first–fruits of those who have fallen asleep (I Cor. XV:20). The great "three days of death", triduum mortis, were the mysterious days of the Resurrection. As it is explained in the Synaxarion of that day: "On Great and Holy Saturday do we celebrate the divine — bodily burial of Our Lord and Saviour Jesus Christ and His descent into Hades, by which, being called from corruption, our race passed to life eternal. This was not merely the eve of salvation. It was already the very day of salvation. "This is the blessed Sabbath, this is the day of rest, whereon the only Begotten Son of God has, rested from all His deeds" (Matins of Good Saturday). In His flesh the Lord is resting in the grave, and His flesh is not abandoned by his Divinity. "Though Thy Temple was destroyed in the hour of the Passion, yet even then one was the Hypostasis of Thy Divinity and Thy flesh" (Matins of Good Saturday, Canon, 6th canticle, 1st troparion; the canon is by Cosmas of Maioum). The Lord’s flesh does not therefore suffer corruption, for it abides in the very bosom of the Life, in the Hypostasis of the Word, Who is Life. And in this incorruption the Body has been transfigured into a state of glory. The body of humiliation has been buried, and the body of the glory rose from the grave. In the death of Jesus the powerlessness of death over Him was revealed. In the fullness of His human nature Our Lord was mortal. And He actually died. Yet death did not hold Him. "It was not possible that He should be holden of it" (Acts II:24) As St. John Chrysostom puts it, "death itself in holding Him pangs as in travail, and was sore beset..., and He so rose as never to die" (in Acta, hom. VII; cf. the Consecration — Prayer in the Liturgy of St. Basil). He is Life Everlasting, and by the very fact of His death He destroys death. His very descent into Hades, into the realm of death, is the mighty manifestation of Life. By the descent into Hades He, as it were, quickens death itself. In the first Adam the inherent potentiality of death by disobedience and fall was actualized and disclosed. In the second Adam the potentiality of immortality by obedience was sublimated and actualized into the impossibility of death "for as in Adam all die, even so in Christ shall all be made alive" (I Cor. XV:2). The whole fabric of human nature in Christ proved to be stable and strong. The disembodiment of the soul was not consummated into a rupture. Even in common death of man, as St. Gregory of Nyssa pointed out, the separation of soul and body is never absolute: a certain connection is still there. In the death of Christ this connection proved to be not only a "connection of knowledge": His soul never ceased to be the "vital power" of the body. Thus this death in all its reality, as a true separation and disembodiment, was rather like a sleep. "Then was man’s death shown to be but a sleep" as St. John of Damascus says (Office for the Burial of a Priest, Stikhira idiomela by St. John of Damascus). The reality of death is not yet abolished, but its powerlessness is revealed. The Lord really and truly died. But in His death in an eminent measure the "dynamis of the resurrection" was manifest, which is latent in every death. To His death the glorious simile of the corn of wheat can be applied to its full extent (John XII:24). In the body of the Incarnate One the interim between death and resurrection is foreshortened. "It is sown in dishonor: it is raised in glory: it is sown in weakness: it is raised in power; it is sown a natural body: it is raised a spiritual body" (I Cor. XV: 43–44). In the death of the Incarnate One this mysterious growth of the seed was consummated in three days: Triduum mortis. "He suffered not the temple of His body to remain long dead, but just having shown it dead by the contact of death, straightway raised it in the third day, and raised with it also the sigh of victory over death, that is, the incorruption and impassibility manifested in the body". In these words St. Athanasius brings forward the victorious and resurrecting character of the death of Christ (De Incarnatione, 26). In this mysterious "triduum mortis", the body of Our Lord has been transfigured into a body of glory, and has been clothed in power and light. The seed matures. And the Lord rises from the dead, as a Bridegroom comes forth from the chamber. This was accomplished by the power of God, as also the General Resurrection will in the last day be accomplished by the power of God. And in the Resurrection the Incarnation is completed and consummated a victorious manifestation of Life within human nature, a grafting of immortality into the human composition.

The Resurrection of Christ was a victory not over His death only, but over death in general. "We celebrate the death of death, the downfall of Hades, and the beginning of a life new and everlasting" (Easter Canon 2nd canticle, 2nd troparion). In His resurrection the whole of humanity, all human nature, is co-resurrected with Him: "the human race is clothed in incorruption". Co-resurrected — not indeed in the sense that all are actually raised from the grave: men do still die. But the hopelessness of dying is abolished: death is rendered powerless. St. Paul is quite emphatic on this point. "But if there be no resurrection of the dead, then is Christ not risen… For if the dead rise not, then is not Christ risen" (I Cor. XV: 13, 16). St. Paul obviously meant to say that the Resurrection of Christ would become meaningless if it were not a universal accomplishment, if the whole Body were not implicitly "pre–resurrected" with the Head. And faith in Christ itself would lose any sense and become empty and vain: there would be nothing to believe in. "And if Christ be not risen, your faith is vain" (v. 17). Apart from the hope of the General Resurrection, belief in Christ itself would be vain and to no purpose; it would only be vainglory. "But now is Christ risen"… and herein lies the victory of Life. "It is true, we still die as before, says St. John Chrysostom, but we do not remain in death; and this is not to die... The power and very reality of death is just this, that a dead man has no possibility of returning to life… But if after death he is to be quickened and moreover to be given a better life, then this is no longer death, but a falling asleep" (In Hebrews, hom. XVII,2). The same conception is found in St. Athanasius. The "condemnation of death" is abolished. "Corruption ceasing and being put away by the grace of Resurrection, we are henceforth dissolved for a time only, according to our bodies’ mortal nature; like seeds cast into the earth, we do not perish, but sown in the earth we shall rise again, death being brought to nought by the grace of the Saviour" (De Incarnatione, 21). All will rise. From henceforth every disembodiment is but temporary. The dark vale of Hades is abolished by the power of the life–giving Cross.

St. Gregory of Nyssa strongly stresses time organic interdependence of the Cross and the Resurrection. He makes two points especially: the unity of the Divine Hypostasis, in which the soul and body of Christ are linked together even in their mortal separation and the utter sinlessness of Christ. And then he proceeds: "When our nature following its proper course, had even in Him been advanced to the separation of soul and body, He knitted together again the disconnected elements, cementing them together, as it were, with a cement of His Divine power, and recombining what was severed in a union never to be broken. And this is the Resurrection, namely the return, after they have been dissolved, of those elements that have been before linked together, into an indissoluble union through a mutual incorporation; in order that thus the primal grace which invested humanity might be recalled, and we restored to the everlasting life, when the vice that has been mixed up with our kind has evaporated through our dissolution… For as the principle of death took its rise in one person and passed on in succession through the whole of human kind, in like manner the principle of the Resurrection extends from one person to the whole of humanity… For when, in that concrete humanity which He had taken to Himself, the soul after the dissolution returned to the body, then this uniting of the several portions passes, as by a new principle, in equal force upon the whole human race. This then is the mystery of God's plan with regard to His death and His resurrection from the dead" (Orat. cat. 16). In other words, Christ’s resurrection is a restoration of the fullness and wholeness of human existence, a re–creation of the whole human race, a "new creation". St. Gregory follows here faithfully in the steps of St. Paul. There is the same contrast and parallelism of the two Adams.

The General Resurrection is the consummation of the Resurrection of Our Lord, the consummation of His victory over death and corruption. And beyond the historical time there will be the future Kingdom, "the life of the age to come". Then, at the close, for the whole creation the "Blessed Sabbath", the very "day of rest", the mysterious "Seventh day of Creation", will be inaugurated for ever. The expected is as yet inconceivable. But the pledge is given. Christ is risen.

Source: Published by The Student Christian Association of Greece (Athens 1951).



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

" Περί ωφελείας εκ της φυγής από τον κόσμο "

Του Αγίου Ισαάκ του Σύρου

 (Λόγος Στ΄)

 
πηγή : Ομολογία Πίστεως
1. Είναι πράγματι βίαιος, σκληρός και δύσκολος ο αγών που γίνεται στα πράγματα του κόσμου, και όσο κι' αν μπορέση ο άνθρωπος να γίνη αήττητος και ισχυρός, όταν πλησιάσουν σ' αυτόν οι αιτίες των προσβολών, των πολέμων και των αγώνων, καταλαμβάνεται από φόβο και γίνεται εύκολος στην πτώσι, πολύ περισσότερο αν συναντήση τον φανερό πόλεμο του διαβόλου.
Πράγματι, όσο δεν απομακρύνεται ο άνθρωπος από εκείνα που πτοούν την καρδιά του, πάντοτε δίνει στον εχθρό του τόπο για να του επιτεθή, και αν νυστάξη για λίγο, εύκολα τον καταστρέφει. Όταν δηλαδή η ψυχή κυριαρχηθή από τα περιστατικά του κόσμου, αυτά τα περιστατικά της γίνονται αγκάθια, και όταν τα συναντήση, νικάται σχεδόν φυσιολογικά.

2. Γι' αυτό λοιπόν οι αρχαίοι πατέρες μας, που εβάδισαν αυτούς τους δρόμους, γνωρίζοντας ότι ο νους δεν είναι όλον τον καιρό υγιής ούτε μπορεί να παραμείνη ακλινής προς μια κατεύθυνσι και άγρυπνος, συμβαίνει δε κάποτε να μη μπορή ν' αντιληφθή ποια πράγματα τον βλάπτουν, εσκέφθηκαν με σοφία· ενδύθηκαν ως όπλο την ακτημοσύνη που ελευθερώνει από πολλές αγωνίες, όπως έχει γραφή, ώστε δια της πτωχείας του να κατορθώση ο άνθρωπος ν' απαλλαγή από πολλά παραπτώματα. Ανεχώρησαν λοιπόν στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν πράγματα, που είναι αίτια των παθών, ώστε, και όταν συμβή να ασθενήσουν, να μη εύρουν αιτίες για την πτώσι τους, εννοώ βέβαια τον θυμό, την επιθυμία, την μνησικακία και την δόξα, αλλά και αυτά και τα παρόμοια να γίνουν ελαφρά, χάρι σ' εκείνη την έρημο. Διότι σ' αυτήν ωχυρώθηκαν και περιτειχίσθηκαν σαν σε πύργο ακαταμάχητο, και έτσι εμπόρεσαν ο καθένας τους να τελειώση τον αγώνα του σε ησυχία, όπου οι αισθήσεις δεν ευρήκαν βοήθεια από τα επιζήμια υλικά πράγματα για να συνταχθούν με τον αντίπαλό μας. Πράγματι, είναι καλύτερο για μας να πεθάνωμε στον αγώνα, παρά να ζήσωμε στην πτώσι.

Μετάφραση: Παναγιώτης Χρήστου
--
πηγή: Ισαάκ του Σύρου, "Λόγοι Ασκητικοί (Α΄-ΚΣΤ΄), Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 2009. 

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

" Ταπεινός νούς "


Του Αγίου Διαδόχου Φωτικής

Από  "Τα 100 πρακτικά κεφάλαια" (κεφάλαια 51-75)


68. Ο νους μας τις πιο πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία με χαρά δίνει τον εαυτό του, επειδή είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην του επιτρέπομε λοιπόν να θέλει να λέει πολλά ή να πετά υπέρμετρα με χαρά, ας ασχολούμαστε κυρίως με την προσευχή και την ψαλμωδία και την ανάγνωση των Γραφών. Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λόγιων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμίξει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης, ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και πολυλογία. Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις σκέψεις του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και αισθάνεται γλυκύτητα, και μάλιστα από το γλυκασμό της ευχής, όχι μόνον ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι θα προοδεύει στη θεωρία της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι για κείνους μόνο που με κάθε πνευματική αίσθηση και εσωτερική πληροφορία είναι γεμάτοι από τη Θεία χάρη.

 
πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών,
μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 299-309

πηγή : Ομολογία Πίστεως


 

Η ενδεκάτη ώρα

 
Από τον Μεγάλο Κανόνα
Ποίημα του Αγίου Ανδρέου Κρήτης
'Ηχος πλ.του β'
 
Τα κρύφια της καρδίας μου,
εξηγόρευσα σοι τω Κριτή μου'
ίδε μου την ταπείνωσιν,
ίδε και την θλίψιν μου,
και πρόσχες τη κρίσει μου νύν'
και αυτός με ελέησον ως εύσπλαγχνος,
ο των Πατέρων Θεός.





Ο καιρός  της  ματαίας  ζωής  μου  είναι  στην  ενδεκάτην  ώραν

Εφραίμ ο Σύρος
 
Τα βιώματα της ερήμου, που ποτίστηκε με τα δάκρυα, τους ιδρώτες ,τους στεναγμούς και τις προσευχές των νηπτικών Πατέρων, είναι βιώματα της ενδεκάτης ώρας.
'Ολοι οι άγιοι του Θεού άνθρωποι, που αγωνίστηκαν σκληρά ν'ανεβούν την κλίμακα των αρετών και τις βαθμίδες της μυστικής βιώσεως του θείου έρωτος, έζησαν έντονα, και σε κατάσταση απολύτου σχεδόν εγρηγόρσεως, την προσμονήν της δωδεκάτης ώρας. 'Ετσι τα δάκρυά τους, οι προσευχές τους,
οι στεναγμοί και οι ματωμένοι ιδρώτες τους, υπήρξαν έντονα βιώματα της ενδεκάτης ώρας, που τους έφερε αναπόδραστα μπροστά στην παρουσία του Κυρίου, στη δωδεκάτη δηλαδή ώρα.
Οπωσδήποτε τα ασκητικά και νηπτικά βιώματα της ενδεκάτης ώρας εγονιμοποίησαν πνευματικά την έρημο και την έκαναν πράγματι ν'ανθίση "ως κρίνον", να "εξανθίση και υλοχαρήση". Γιατί τα βιώματα της εγρηγόρσεως και της κατανύξεως μετέβαλλαν αδιάκοπα την έρημο σ'ένα πανέμορφο περιβόλι,
το περιβόλι του Θεού. Τα απέριττα κρινάκια της ταπεινοφροσύνης, τα εύοσμα ρόδα της νοερής προσευχής, οι υάκινθοι των στεναγμών και των αγρυπνιών και όλα τα άλλα λουλούδια της Χάριτος του Θεού, που ανθούσαν πλουσιοπάροχα στις άγιες ασκητικές ψυχές, έδιναν τη καλύτερη μαρτυρία της πραγματοποιήσεως της προφητείας του Ησα'ί'ου.
Αυτός είναι ο λόγος που η έρημος, που αγιάστηκε από την προσευχή και τους πνευματικούς μόχθους της κατανύξεως και της εγρηγόρσεως, μετεβλήθη σε μια ακατάπαυστα γόνιμη πνευματική παρουσία και ακτινοβολία. Τα βιώματα της ενδεκάτης ώρας της πατερικής ερήμου ακτινοβολούν πάντοτε, και θα ακτινοβολούν ασφαλώς μέχρι των "εσχάτων ημερών", το πνευματικό μεγαλείο της εγρηγόρσεως και της κατανύξεως, για να θερμαίνουν και να φωτίζουν το πνεύμα εκείνων που συνειδητά πορεύονται πρός την Βασιλεία του Θεού.[...]

"Πατερικά βιώματα της  Ενδεκάτης Ωρας"
του Ιωάννου Κορναράκη
 
 
 
 
Υάκινθος

Να παραδειγματιζώμαστε από τα ζώα

  Të marrim shembull prej kafshëve.


Να παραδειγματιζώμαστε από τα ζώα

Γέροντα, τί είναι αυτό το βουητό που ακούγεται;
-         Ένα μελίσσι εγκαταστάθηκε στο παράθυρό μου και τώρα εργάζεται εντατικά. Τί τραβάω το βράδυ με τις φωνές τους! Ελάτε να σας δείξω την κυψέλη μου. Να δήτε με τί αρχιτεκτονική εργάζονται οι μέλισσες, ενώ δεν έχουν ούτε αρχιτέκτονα ούτε εργολάβο! Εύχομαι να δουλέψετε και εσείς σωστά, πνευματικά, να φτιάξετε πνευματική κυψέλη, να βγάζη μέλι πνευματικό, να έρχωνται οι λαϊκοί να τρώνε και να γλυκαίνονται πνευματικά.
-         Τί σημαίνει, Γέροντα, αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις ,Κύριε»;
-         Εννοεί ότι ο Θεός βοηθάει και τα ζώα. Πόσοι Άγιοι είναι προστάτες ζώων! Αλλά και τί τραβάνε τα καημένα!  Εμείς ούτε μια εβδομάδα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπακοή που κάνουν αυτά στον άνθρωπο. Αν τα ταΐσουν, τα τάισαν∙ διαφορετικά μένουν νηστικά. Αν δεν κάνουν αυτό που θέλει το αφεντικό τους, τα χτυπούν. Και τί κόπο κάνουν ,χωρίς να περιμένουν κανέναν μισθό. Εμείς ένα «Κύριε ελέησον» να πούμε, Παράδεισο έχουμε να λάβουμε. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Μας πέρασαν επομένως  και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
Όλα να τα παρακολουθήτε, γιατί όλα βοηθούν. Παρατηρώ τα μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη. Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια. Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν στην φωλιά ξυλάκια και ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, επειδή ακόμη δεν ξέρουν τί πρέπει να φέρουν. Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία, και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά . Ύστερα ,σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τί κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τί πρέπει να φέρνουν. Αν ήμασταν εμείς,  θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τί είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!».
Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος ,αλλά και για να παραδειγματίζεται. Ο άνθρωπος ,αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ»
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2007
  

Të marrim shembull prej kafshëve.

Jerond, çfarë është kjo zhurmë që dëgjohet?
- Një familje bletësh u vendos në dritaren time dhe po punon me intesitet. Çfarë heq gjatë natës nga zërat e tyre! Ejani t'iu tregoj kosheren time. Të shikoni se me çfarë arkitekturë punojnë bletët, ndërsa nuk kanë asi arkitekt as sipërmarrës! Uroj që të punoni dhe ju drejt, shpirtërisht, të krijonii një koshere shpirtërore, të vijnë laikët të ushqehen dhe të ëmbëlsohen shpirtërisht.

- Çdo të thotë, Jerond, ajo që thotë psalmi: “Njerëzit dhe kafshët do të shpëtosh o Zot”?
- Nënkupton se Zoti ndihmon dhe kafshët. Sa Shenjtorë janë mbrojtës të kafshëve! Por dhe çheqin të gjorat! Ne as një javë nuk do të mundeshim të bënim bindjen që bëjnë ato tek njeriu. Nëse i ushqejnë, i ushqyen, ndryshe mbeten pa ngrënë. Nëse nuk bëjnë atë që do i zoti i tyre, i godasin. Çlodhje bëjnë pa pritur asnjë këmbim. Ne një “Mëshiro o Zot” të themi, Parajsë do të marrim. Gjë e vogël është kjo? Na kaluan dhe në papronësinë e tyre dhe në durim dhe në bindje.

Të gjitha i ndiqni, sepse të gjitha ndihmojnë. Vërej milingonat se sa me sedër punojnë, pa pasur asnjë mbi krye. Unë nuk gjeta tek asnjë njeri delikatesën që pashë në milingonat. Milingonat e reja shkojnë dhe mbartin për në fole drurë dhe një grumbull me të objekte të panevojshme, sepse akoma nuk dinë çfarë duhet të mbajnë. Milingonat i lenë që t'i mbajnë, pa ju prerë dëshirën, dhe më pas i nxjerrin jashtë folesë. Më pas me ngadalë, të rejat mësojnë nga të vjetrat se çfarë duhet të sjellin. Nëse ishim ne, do të thoshim: “Eja këtu, çfarë janë këto që po mban? Flaki shpjet jashtë!”.

Kafshët i bëri Zoti, që të shërbehet njeriu, por dhe që të marrë shembull prej tyre. Njeriu, nëse është njeri, nga të gjitha përfiton shpirtërisht.

Nga libri: “Jerond Paisi Agjioriti”

Fjalë 5, Pasione dhe Virtyte” Manastiri i Shenjtë “Ungjillori Joan Teologu” në Suroti Thessaloniki 2007.


Përkt

Πηγή : http://www.foniortodoksonkoritsas.org/2014