πηγή: 'Αγιος Βασίλειος Πειραιώς
18 Μαρ 2012
Β. Π. Στογιάννος, Η φωνή ενός Αγίου
Σε μια εποχή κοινωνικών αναστατώσεων, όπως ήταν ο 14ος
αιώνας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς φρόντισε για την ισόρροπη ανάπτυξη των
ανθρώπων, έτσι που να μη παρασυρθούν από μια μονόπλευρη προσκόλληση στην ύλη.
Αξιολόγησε όσο λίγοι θετικά την επίγεια ζωή του ανθρώπου, αλλά ποτέ δεν έχασε
από τα μάτια του το όραμα της ουράνιας πόλεως, του νέου κόσμου. Αγωνίστηκε σ’
όλη του τη ζωή για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε πραγματική εικόνα Θεού,
θυμίζοντας τον προορισμό του πάνω στη γη. Στάθηκε δίπλα σ’ όσους υπέφεραν, μα
και σ’ όσους κινδύνευαν να πνίγουν μέσα στις απολαύσεις, τη φιλοδοξία και τα
γήινα αγαθά. Και μας άφησε ιερή παρακαταθήκη, όχι μόνο το παράδειγμά του, αλλά
και τα έργα του, όπου μιλά για τη θέωση του ανθρώπου. Πολλοί βέβαια ακούγοντας
θέωση, ίσως νομίσουν πως πρόκειται για κάτι που δεν έχει άμεση σχέση με την
καθημερινή μας ζωή. Μια τέτοια άποψη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Η θέωση
είναι μια καθημερινή άσκηση που δεν έχει μόνο τον ουρανό για στόχο, αλλά
μεταβάλλει και την καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Γιατί είναι μια αποδέσμευση από
την ποικιλώνυμη δουλεία που τυραννά τον άνθρωπο. Είναι πρώτα-πρώτα αποταγή,
απελευθέρωση από την υποταγή σε μάταια και απατηλά πράγματα που εμποδίζουν τον
άνθρωπο να γίνει αληθινά ελεύθερος.
Ανάμεσα σ’ αυτά
τα ισχυρά δεσμά το πιό φοβερό είναι ο πλούτος. Ας αφήσουμε όμως τη φωνή του
αγίου να μας μιλήσει σχετικά. Έτσι θα διαπιστώσουμε άλλωστε πόσο ρεαλιστικά και
σύγχρονα, πόσο επίκαιρα είναι όσα λέγει, θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από
την επιστολή του προς μια μοναχή, την οσία Ξένη. Μιλώντας της για την ασκητική
ζωή, για την κατεξοχήν χριστιανική ζωή, ο άγιος Γρηγόριος ο Πα¬λαμάς, της
θυμίζει πως «ο Κύριος μακαρίζει πράγματα αντίθετα από τα αγαθά του κόσμου, όταν
λέγει: «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών.
Γιατί όμως δεν αρκέστηκε στο μακάριοι οι πτωχοί, αλλά πρόσθε¬σε και τω πνεύματι;
Για να δείξει πως μακαρίζει και αποδέχεται σαν σωστή τη μετριοπάθεια της ψυχής.
Για να μας δείξει πως η σωματική φτώχεια είναι αξιομακάριστη και παρέχει τη
βασιλεία του Θεού, αλλά μόνον αν γίνεται με ταπείνωση ψυχής, αν συνοδεύεται από
την ταπείνωση και αν έχει στην ταπείνωση την αρχή της. Μακαρίζοντας τους πτωχούς
τω πνεύματι, ο Κύριος μας υπέδειξε με όμορφο τρόπο, ποιά είναι η ρίζα και η
αιτία της εξωτερικής φτώχειας των αγίων, δηλαδή το πνεύμα τους, που φροντίζει
μετά να μεταβάλλει και τις εξωτερικές εκδηλώσεις της ζωής τους. Αυτή τη φτώχεια
μακαρίζει ο Θεός, που είναι εκούσια και επεκτείνεται σ’ όλες τις πτυχές της
ανθρώπινης ζωής.
Η άσκηση στην
εκούσια αυτή πτωχεία αρχίζει με τη θεραπεία των ασθενειών της ανθρώπινης
επιθυμίας. Κι η πιό μεγάλη ασθένεια της ανθρώπινης επιθυμίας είναι η
φιλοκτημοσύνη, η επιθυμία για την απόκτηση κτημάτων. Η αιτία της δε βρίσκεται
φυσικά στην έμφυτη επιθυμία του ανθρώπου να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αυτή
είναι φυσική και νόμιμη. Στην παιδική όμως ηλικία αρχίζει κιόλας να αναδύεται η
επίκτητη τάση της φιλαργυρίας. Η αρχή της βρίσκεται στην ανθρώπινη προαίρεση,
που παίρνει έτσι το στραβό δρόμο. Γι’ αυτό δίκαια ο απόστολος Παύλος την ονόμασε
ρίζα όλων των κακών. Γιατί τα μισά ανθρώπινα πάθη γεννιούνται από τη φιλαργυρία,
όπως η τσιγκουνιά, η εκμετάλλευση των άλλων, η αρπαγή, η κλοπή και γενικά κάθε
μορφή πλεονεξίας. Αλλά και τα υπόλοιπα πάθη, που δεν φαίνεται να σχετίζονται
άμεσα μαζί της, από τη φιλαργυρία παίρνουν τροφή για να επιβιώσουν. Κι είναι τα
πιό δύσκολα να ξεριζωθούν, όσα πάθη σχετίζονται με τη φιλαργυρία, γιατί έχουν τη
ρίζα τους στην άρνηση της προνοίας του Θεού, αφού όποιος πιστεύει στα χρήματα
δεν πιστεύει στη θεία πρόνοια.
Ακούει κι ο
φιλάργυρος τα λόγια του Κυρίου, πως είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από
μια βελονότρυπα, παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Αυτός όμως δε
λογαριάζει καθόλου τη βασιλεία του Θεού, μια βασιλεία ουράνια και αιώνια, γιατί
ποθεί τον πλούτο, ένα πλούτο γήινο και ρευστό, πρόσκαιρο, ένα πλούτο που κι αν
δεν τον αποκτήσει φτάνει για να το τυραννά με μόνη την επιθυμία του. Γιατί
πραγματικά πέφτουν στους πειρασμούς και τις παγίδες του διαβόλου γιατί επιθυμούν
να πλουτίσουν, όπως λέει ο απόστολος Παύλος. Κι όταν υπάρχει ο πλούτος, είναι
σαν να μην υπάρχει για τον φιλάργυρο. Μα αν δεν υπάρχει δημιουργεί ακόμη
μεγαλύτερα προβλήματα σ’ όποιον έχει το νου του μόνο στην απόκτηση του πλούτου
κολλημένο. Αυτή η αγάπη για τον πλούτο δεν προέρχεται από ένδεια. Αντίθετα
μάλιστα η ένδεια είναι το αποτέλεσμα της προσκολλήσεως στην επιθυμία του
πλουτισμού. Κι είναι ο προσκολλημένος στον πλούτο πραγματικά ανόητος, σαν τον
άφρονα πλούσιο της γνωστής παραβολής του Χριστού, που γκρέμισε τις αποθήκες του
και άρχισε να κτίζει μεγαλύτερες. Ξέχασε ο άφρονας πλούσιος πως η ζωή του
ανθρώπου δε μπορεί να παραταθεί με την αποθήκευση υλικών αγαθών, γιατί σαν έλθει
ο θάνατος δε μπορούν να τον εμποδίσουν. Άλλωστε και από καθαρά ανθρώπινη σκοπιά
ο πλούτος που συσσωρεύεται και αποθηκεύεται είναι άχρηστος, γιατί δεν προσφέρει
καν της γεωργίας τα αγαθά. Οι άνθρωποι όμως τα ξεχνούν όλα αυτά, γιατί έχουν
ξεχάσει πιό πριν τον Θεό, που όχι μόνο τα αναγκαία για τη ζωή μας υποσχέθηκε,
αλλά και τη βασιλεία του. Δεν πιστεύουν στις θεϊκές επαγγελίες και το μυαλό τους
έχει κολλήσει στον πλούτο. Αυτός είναι ο μόνος σκοπός της ζωής τους, να
συλλέξουν ένα άχρηστο φορτίο, ένα τάφο που τους κλείνει από τώρα κιόλας μέσα
του».
Είναι πολύ κοντά
μας το κείμενο αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, θαρρεί κανείς πως γράφτηκε
χθες. Και είναι χαρακτηριστικό για τον τρόπο που ένας τυπικά ορθόδοξος άγιος
βλέπει τον κόσμο. Δεν βγαίνει έξω από τον κόσμο και τη ζωή ούτε περιορίζει το
κήρυγμά του σε ανώδυνη και αρεστή στους κρατούντες ηθικολογία. Τέμνει με το
ξίφος του λόγου του Θεού τα δεινά και μέσα στο επιμέρους πρόσωπο και στην
κοινωνία. Δεν μένει αδιάφορος για όσα συμβαίνουν γύρω του. Παρακολουθεί την
αναλγησία των κρατούντων που ενδιαφέρονται μόνο για το μεγάλωμα της ισχύος τους
και τη συσσώρευση πλούτου. Όμοιοι με τον άφρονα πλούσιο ονειρεύονται νέες
αποθήκες, καινούρια κέρδη, νέες αγορές και προϊόντα που θ’ ανοίξουν κι άλλες
πηγές πλουτισμού. Φυσικά εξωτερικά εξακολουθούν να είναι μέλη της Εκκλησίας.
Παρακολουθούν τις ακολουθίες, συνεισφέρουν για την ανέγερση ναών, φροντίζουν
αραιά και που και για τους φτωχούς -θα φρόντιζαν πιθανώς περισσότερο αν είχαν
και φορολογική απαλλαγή από τα ποσά που τοποθετούν σε ευαγή ιδρύματα… Πέρα όμως
από το εξωτερικό προσωπείο υπάρχει η φιλάργυρη καρδιά που ουσιαστικά δεν
πιστεύει παρά μόνο στο χρήμα και τη δύναμή του. Είναι η πιό βαθιά ειδωλολατρία
του ανθρώπου, γιατί συνδέεται με τη βασική τοποθέτηση της καρδιάς του. Η
επιθυμία του επηρεάζει τη βούλησή του και τη σκέψη του, όπως παρατηρεί εύστοχα
σ’ άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Γι’ αυτό ο φιλάργυρος είναι ο πιό
γνήσιος και σκληροπυρηνικός ειδωλολάτρης που γνώρισε ο κόσμος. Μόνο που
ειδωλολάτρης δεν είναι μόνο αυτός που έχει τα χρήματα, μα κι αυτός που
αγωνίζεται να τα αποκτήσει με κάθε τρόπο, έστω κι αν δεν το έχει καταφέρει.
Γιατί κι αυτού η καρδιά είναι κολλημένη στο χρήμα. Γιατί κι αυτός δεν πιστεύει
στο Θεό και τις επαγγελίες του, αφού εξαρτά το μέλλον του από τον
πλούτο,
Τη λύση του
προβλήματος τη βλέπει ο άγιος Γρηγόριος στην αποταγή, στην τελεία και άνευ όρων
άποταγή. Στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τη δουλεία στην ύλη, στην απόσπαση
της επιθυμίας του από το «νεκροποιόν πάθος» της φιλαργυρίας φτάνει η απόσπαση να
είναι ριζική, εκούσια και απαλλαγμένη από ανθρωπαρέσκεια. Χωρίς την αποταγή αυτή
είναι αδύνατη η πραγματική υπακοή στο Χριστό. Γιατί, θυμίζει ο άγιος, «κατά τους
λόγους του Κυρίου, όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι και ο νους σου. Πώς
μπορείς να ατενίσεις το Χριστό, όταν θησαυρίζεις στη γη; Πώς θα μετάσχεις στη
βασιλεία του Θεού, αφού το πάθος της φιλαργυρίας δεν σ’ αφήνει καν να τη
δεις;»
Ίσως παρατηρήσει
κανένας πως όλα αυτά είναι προορισμένα για μοναχούς. Αυτό είναι ένα λάθος που
κάνουμε πολύ συχνά, όταν χωρίζουμε τις χριστιανικές εντολές στα δύο, αυτές που
είναι δύσκολες για τους μοναχούς κι αυτές που δεν κοστίζουν πολλά για μας, τους
υπολοίπους. Ο Χριστός δεν μας άφησε δύο ειδών εντολές, αλλά ένα τρόπο ζωής
ενιαίο για όλους μας, όπως ενιαία και αδιαίρετη είναι η ζωή και η Εκκλησία. Μα
κι αν δεχτεί κανένας πως υπάρχουν ειδικά καθήκοντα, η αποταγή, η απόρριψη της
ειδωλολατρίας σε κάθε μορφή της ισχύει οπωσδήποτε για όλους. Είναι ένα ελάχιστο
όριο χριστιανισμού που κανένας δε μπορεί να ξεφύγει, αν φυσικά θέλει να λέγεται
χριστιανός. Αυτό συμβαίνει και με την αξιολόγηση του πλούτου. Ιδιαίτερα σήμερα
που τείνει να γίνει ενδημική νόσος η προσκόλληση όλων μας στο χρήμα και που
αρχίσαμε να μετρούμε όλες τις αξίες με το πόσο αποδίδουν. Κοντεύει να πνίγουμε
μέσα σε μια φιλαργυρία που απο¬τιμά τα πάντα, που ρυθμίζει τα πάντα, που είναι ο
τελικός στόχος κάθε ατομικής ή συλλογικής προσπάθειάς μας. Σε τέτοιες ώρες η
φωνή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι κάτι παραπάνω από μια προτροπή ηθικής
φύσεως. Είναι εγερτήριο σάλπισμα που επισημαίνει ένα κίνδυνο που μας απειλεί όχι
ηθικά, αλλά οντολογικά, που κοντεύει να μας μεταβάλλει στο ίδιο το βάθος της
ανθρώπινης υπάρξεως μας, αν δεν τον αντιμετωπίσουμε εγκαίρως. Είναι μια
προειδοποίηση η φωνή του αγίου συγκλονιστικά επίκαιρη και συνάμα μια βοήθεια για
όσους είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους, την κοινωνικότητά
τους και την ελευθερία τους. Και δείχνει αυτό το επίκαιρο μήνυμα πόσο ζωντανή
είναι η φωνή του αγίου ακόμη και σήμερα. Φτάνει το άκουσμά της να μην είναι
ξώδερμα και πρόσκαιρα, αλλά να γίνει αφορμή για περισυλλογή, για ανατοποθέτηση
της καρδίας και προπαντός για μια νέα δράση.
(Β. Π.
Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», εκδ. Π. Πουρναρά –
Θεσ/νίκη, σ. 253-258)
Σεβ. Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου, Ο Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου (21/12/1912 – 02/12/2006)
Το πλήθος πού συνέρρευσε στην Ιερά Μονή
Δαδίου από όλα τα μέρη της χώρας μας, η παρουσία ανωτάτων κρατικών λειτουργών, η
συμμετοχή δεκάδων Κληρικών και Μοναχών υπήρξε το αποκορύφωμα του σεβασμού και
της αγάπης προς τον σεβαστό Γέροντα, που συνολικά εκφράστηκε και εκδηλώθηκε κατά
την εξόδιο Ακολουθία. Όλοι συνείχοντο από την αίγλη που εξέπεμπε η προσωπικότητά
του και από το συναίσθημα της χαρμολύπης που χαρακτηρίζει τους εν επιδώσει
χριστιανούς αυτές τις ώρες της θλίψεως του θανάτου. Ο π. Αμβρόσιος ήταν πηγή
Αγιορείτικης ευωδίας Χριστού στον κόσμο, που ανέβλυζε το «ζών ύδωρ» του
Πνεύματος και εδρόσιζε τις ψυχές των πεινώντων και διψόντων τη δικαιοσύνην». Η
ιστορική Μονή της Παναγίας Αμφίκλειας απέκτησε φήμη χάρις σ’ αυτόν και η Ιερά
Μητρόπολη Φθιώτιδος όχι μόνο στην περιοχή της Λοκρίδος, αλλά σε ολόκληρο το
εύρος της αρδεύτηκε από τα ζείδωρα νάματα της απλοϊκής και γνήσιας
πνευματικότητάς του.
Ο μακαριστός π. Αμβρόσιος Λάζαρης γεννήθηκε
στο χωριό Λαζαράτα της Λευκάδος την 21ην Δεκεμβρίου του έτους 1912 από γονείς
ευσεβείς, τον διδάσκαλο Παναγιώτη Λάζαρη και την Λουΐζα. Ήταν το τέταρτο τέκνο
της πολύτεκνης οικογένειας του. Από την νηπιακή του ηλικία ο μικρός Σπυρίδων
χαρακτηριζόταν από την ηρεμία του χαρακτήρα του και την αγάπη του προς την
Εκκλησία. Το ήθος του σμίλευσε η ευλαβής μητέρα του, η οποία λόγω της απουσίας
του συζύγου της στους πολέμους, είχε αναλάβει όλο το βάρος της ανατροφής των
τέκνων. Ο Σπυρίδων τελείωσε μόνο δύο τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, διότι εν τω
μεταξύ έπρεπε να βοηθεί την μητέρα του στις αγροτικές εργασίες. Όταν ήλθε ο
καιρός κατετάγη στις τάξεις του Στράτου και υπηρέτησε τρία χρόνια στα ανάκτορα
ως εύζωνας, καθότι ήταν υψηλός, ευθυτενής και όμορφος νέος.
Όταν απολύθηκε από το
Στρατό έλαβε το κάλεσμα του Θεού δια τον Μοναχικό βίο. Με ένα συντοπίτη και φίλο
του μετέβη στο Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως των αγίων σεβασμάτων και δια να
παρακάλεση την Παναγία να του δείξει δρόμο που έπρεπε να πορευθεί. Γοητεύθηκε
και σαγηνεύθηκε από τον Αγιορείτικο Μοναχισμό και εισήλθε στην Ι. Μ.
Κουτλουμουσίου, στην οποία ψυχή τε και σώματι επιδόθηκε εις την υπακοή, την
άσκηση και την προσευχή.
Χαρακτηριστικά έλεγε ο Γέροντας•
«Πήγα στο Άγιον Όρος για λίγες μέρες και έμεινα είκοσι
χρόνια». Μετά τριετή δοκιμασία εκάρη από τον Ηγούμενο Δαμασκηνό
Μοναχός και έλαβε το όνομα Χαρίτων. Οι επιδόσεις του νεαρού Μονάχου Χαρίτωνος
στα Μοναχικά διακονήματα ήσαν άριστες. Έζησε με τέλεια υπακοή την σκληρή, αλλά
παιδαγούσα και αγιάζουσα ζωή του Μοναστηρίου. Αυστηρός τηρητής των Μοναχικών
όρκων καλλιέργησε την αδιάλειπτη προσευχή, την τέλεια υπακοή, την πατερική
νηστεία, την παιδική απλότητα και ακακία, την καθημερινή ανελλιπή συμμετοχή στις
αγρυπνίες και γενικά τη θεία λατρεία, την πρόθυμη εργατικότητα και πολύ ενωρίς
έφθασε σε ύψη αρετής. Όπως φάνηκε από την συνέχεια της ζωής του η πρόνοια του
Θεού τον προόριζε για μια εν τω κόσμω αποστολή προς σωτηρία ψυχών. Η σκληρή ζωή
και οι τραχείς πνευματικοί άλωνες έκαμψαν την υγεία του οπότε αναγκάστηκε ύστερα
από παραίνεση του διακριτικού Γέροντος Πορφυρίου να κατέλθει στην Αθήνα.
Εκεί με πρόταση του π. Πορφυρίου, εφημερίου
τότε της Πολυκλινικής Αθηνών,
συνεδέθη με την Ηγουμένη της Ι. Μ. Δαδίου
Παρθενία και
χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβρόσιο, ο
οποίος του έδωσε και το όνομα του. Αφού παρέμεινε σε ενορίες της Αττικής (Γλυκά
Νερά και Τρεις Ιεράρχες Καισαριανής) έξι χρόνια για να στηρίξει οικονομικά την
Ι. Μ. Δαδίου, η οποία είχε πολλές δυσχέρειες, ύστερα εγκαταστάθηκε στην Μονή
του, που παρέμεινε μέχρι του θανάτου του.
Ο μακαριστός π. Αμβρόσιος τήρησε στη ζωή του
«ακίβδηλον, γνησίαν και απαραποίητον την εκ των αγίων πατέρων ευσέβειαν». Δεν
διέθετε επιστημονικούς τίτλους. Η σοφία του εδόθη «άνωθεν» ως καρπός του αγίου
Πνεύματος. Η ευλάβεια του προς τον Θεό του εχάρισε την πνευματική μόρφωση κατά
το Γραφικό λόγο: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου και βουλή αγίων σύνεσις». Η παρουσία
του ήταν πάντοτε και παντού εποικοδομητική. Με την πατρική του αγάπη και τις
αγιοπνευματικές νουθεσίες του στήριξε ανθρώπους, οι οποιοι κατέφευγαν στο
πετραχήλι του και ζητούσαν επιστήριξη στις καταιγίδες της ζωής τους. Η σύνεση
και διορατικότητά του έφερε πολλούς πιο κοντά στην εν Χριστώ ζωή και προσέλκυσε
σοφούς και επιστήμονες στην Εκκλησία.
Ζώντας μέσα στα θαύματα του Θεού, δεν
παρέλειπε να συμβουλεύει τους απελπισμένους να προσδοκούν την θεία επέμβαση στο
πρόβλημά τους. Το ύφος του λόγου του, ο τρόπος της διδαχής του, η παιδικότητα
της αφηγήσεως των θείων αποκαλύψεων, η βεβαιότητα της πίστεως του, η ιλαρότητα
του προσώπου του και το γαλήνιο της παρουσίας του περιέγραφαν ένα Αββά της
ερήμου, που δεν παράλλαξε και αλλοίωσε ο κόσμος, αλλά μέσα στην αντίθεση του
περισσότερο ανεδείκνυε ως μία ουράνια παρουσία. Το μετόχι της Μονής στο
Παγκράτι των Αθηνών και το Μοναστήρι στην Αμφίκλεια δέχονταν
καθημερινά πολύ κόσμο, ιδίως νέους ανθρώπους, που ήθελαν να τον χωρίσουν και να
λάβουν την ευχή του. Όποιος συνομιλούσε μαζί του διαπίστωνε, ότι εκείνος μιλούσε
«από καρδίας», όχι από διανοίας, και ήταν συνδεδεμένος με ένα άλλο κόσμο, από
τον οποίο ελάμβανε και μετέδιδε μηνύματα σωτηρίας και ελπίδας. Πολλά λέγονται
για το προορατικό του χάρισμα, για τα παράδοξα σημεία και τις θείες αποκαλύψεις.
Εκείνος, όσα ο λαός έλεγε παράδοξα, τα θεωρούσε φυσιολογικά επισημαίνοντας, ότι
ο χώρος της Εκκλησίας είναι τόπος θαυμάτων πολλών, τα οποία οι πιστοί βιώνουμε
καθημερινά. Αποποιόταν τις τιμές και στους επαίνους σιωπούσε. Πάντοτε έδιδε το
παράδειγμα του ταπεινού βίου και της κεκρυμμένης πνευματικότητος.
Ο π. Αμβρόσιος ήταν μια ζωντανή παρουσία του
Θεού μέσα στον κόσμο. Αφήκε μνήμη αγίου Ιερομόναχου και απήλθε τιμώμενος υπό
πάντων. Δοξάσθηκε από τον Θεό με τις δωρεές του Παναγίου Πνεύματος και δόξασε
την Εκκλησία με την αφοσιωμένη ιερατική και μοναχική διακονία του. Δικαίως ο
ευσεβής λαός τον συγκαταλέγει στην χορεία των εκλεκτών και τον θεωρεί ως ένα των
μεγάλων αγιασμένων ιερατικών μορφών του αιώνος μας. Στο θρόνο του ουρανίου
Αρχιερέως παριστάμενος ας πρεσβεύει υπέρ της παλαιφάτου Μονής της Θεομήτορος,
των πνευματικών του τέκνων και ημών.
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ 2/2007
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)), Διήγηση στα παιδιά του κατηχητικού για το νόημα του Σταυρού
Είναι ο σταυρικός θάνατος του Χριστού που μας έχει σώσει από τον αιώνιο θάνατο, που μας έχει δώσει τη δύναμη να υπερνικούμε την αμαρτία και ν’ αρχίζουμε από τώρα πάνω στη γη μια καινούρια ζωή, τη ζωή του Θεού. Πως να φανταστούμε όμως τη δολοφονία του Θεού από τους ανθρώπους να φέρνει τη συμφιλίωση των δύο μερών; Θα ήθελα να σας το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα παρμένο από την ιστορία μας, τη Ρωσική ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον όποιο η αγάπη που εκφράζεται ως θυσία της ζωής μας έχει τη δύναμη να φέρνει τη συμφιλίωση.
Το 1192, το δωδέκατο δηλαδή αιώνα, ένας από τους πρίγκηπές μας, ο πρίγκηπας του Μούρομ ήταν σε πόλεμο μ’ ένα μικρό πριγκηπάτο το οποίο δεν είχε ακόμα ασπαστεί το Χριστιανισμό. Μ’ ένα γρήγορο πόλεμο κατάφερε να περικυκλώσει τους αντιπάλους του μέσα στο κάστρο τους. Αυτό που απέμενε, αν ήθελε να κερδίσει μία εύκολη και αποφασιστική νίκη, ήταν να αποκλείσει τη μικρή πόλη και να περιμένει μέχρις ότου η πείνα και η μιζέρια τους σκοτώσουν η διαφορετικά τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Ο πρίγκηπας όμως ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί πως θα γινόταν αίτιος ενός τέτοιου βασανισμού, μιας τέτοιας κακομεταχείρισης και του θανάτου τόσων ανθρώπων τους οποίους ο Θεός είχε δημιουργήσει με αγάπη κι ελπίδα, κι έτσι τους πρόσφερε ειρήνη, ειρήνη χωρίς κανένα όρο, ειρήνη για χάρη του Θεού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στο Θεό των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δεν υπήρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιγνίδι κρυμμένο πίσω από την εισήγηση αυτή, και αφού έκαναν μία συνεδρίαση αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του πρίγκηπα με τον όρο ότι θα τους έστελνε για όμηρο στο κάστρο τους έναν από τους γιους του ώστε, αν εκείνος τους πρόδωνε, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μπορείτε να φανταστείτε το πως ένιωσε ο πατέρας: δεν εμπιστευόταν την τιμή και το λόγο των ανδρών εκείνων κι όμως ένιωθε πως είχε καθήκον να κάνει ο,τι περνούσε από τις δυνάμεις του για να φέρει την ειρήνη και τη συμφιλίωση εν ονόματι του Χριστού, χωρίς όρους, για χατήρι της αγάπης. Ο βίος του Αγίου Μιχαήλ τοϋ Μούρομ μας λέει ότι ο πατέρας του βημάτιζε τη νύχτα πάνω και κάτω μέσα στη σκηνή του άυπνος, όλος αγωνία. Το ένα από τα παιδιά του που ήταν γύρω στα δεκατέσσερα κοιμόταν βαθειά, το μικρότερο όμως, που ήταν εννιά χρόνων, παρακολουθούσε τον πατέρα του κι ύστερα τον φώναξε και κάνοντας τη μία ερώτηση ύστερα από την άλλη τον κατάφερε με πολύ κόπο να του πει την αλήθεια.
Όταν έγινε αυτό κάθισε καλά στη θέση του και είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός; Αν με στείλεις σ’ εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί το Θεό κι εγώ τον Ιησού Χριστό· εσύ δε μ’ έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού του Σωτήρα μας;»
Ύστερα απ’ αυτό ο πατέρας δέχτηκε την απόφαση του παιδιού. Την επόμενη μέρα με την ανατολή του ήλιου μπορούσες να δεις αυτό το εννιάχρονο αγόρι, μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως και ο Χριστός, ν’ αφήνει το σκοτεινό δάσος στο οποίο καθόταν ο πολιορκητής στρατός και να κατευθύνεται προς το ειδωλολατρικό φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στο δάσος και οι ματιές όλων ήταν καρφωμένες στο μικρό πρίγκηπα. Οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά και από την απλοχωριά της καρδιάς του.
Ήταν όμως και κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που είχε μίσος στην καρδιά. Πήρε το τόξο του, έρριξε ένα βέλος και το παιδί έπεσε, πληγωμένο θανάσιμα. Τη στιγμή εκείνη όλοι οι άνδρες του πρίγκηπα κι ολόκληρος ο λαός της πόλης, ξεχνώντας τον κίνδυνο, ξεχνώντας πως ήταν εχθροί έτρεξαν για να δουν αν το παιδί είχε πεθάνει η αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Το παιδί πέθαινε.
Όταν οι ειδωλολάτρες και οι Χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο είδαν τους στρατούς τους αναμιγμένους και κατάλαβαν τότε πως δεν ήταν πια εχθροί: ήταν απλώς άνθρωποι, βαθειά συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στεκόντουσαν με φρίκη μπροστά στην ασπλαχνία και το μίσος. Το παιδί με το θάνατό του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε όλοι να κάνουμε, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όταν γίνονται τσακώματα και συζητήσεις, στο σχολείο η το σπίτι, δεν μπορεί το παιδί να πει στον πατέρα του, τη μητέρα, το μεγαλύτερο αδελφό: «Μην το κάνετε αυτό. Εγώ αγαπώ και τους δυό σας, κι όμως εσείς με πληγώνετε, με σκοτώνετε»; Η αγάπη φέρνει τη συμφιλίωση, την ειρήνη, την αγάπη κι είναι δυνατότερη από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που στο μέσο του ταξιδιού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η εκκλησία μας δείχνει το Σταυρό: είναι η ελπίδα μας, η μόνη αληθινή μας ελπίδα, είναι η χαρά μας, είναι η απόδειξη πως ο Θεός μας αγαπά και πως τα πάντα είναι δυνατά με τη δύναμη του Χριστού.
Πηγή: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=69714072689046674796
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου