Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

" Πάσαι αι γενεαί ..."

"Ομιλία Δ΄ εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον"

(Α' μέρος)

του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου Χρυσοστόμου

πηγή : Ομολογία Πίστεως

 

«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό Ἀβραάμ ἕως Δαυίδ, γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό Δαυίδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες καί ἀπό τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαί δεκατέσσαρες» (Ματθ. 1, 17).

1. Eις τρεις ομάδας διέκρινεν ο Ευαγγελιστής όλας τας γενεάς, διότι ήθελε να δείξη ότι δεν εβελτιώθησαν ούτε με τας αλλαγάς της πολιτειακής των καταστάσεως, αλλά διετήρησαν τα ίδια ελαττώματα και με το αριστοκρατικόν πολίτευμα και με την βασιλείαν και με το ολιγαρχικόν. Και ότι δεν έγιναν περισσότερον ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσίαν μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων.
Αλλά διατί παρέλειψε τρεις βασιλείς εις την μεσαίαν ομάδα και διατί είπεν ότι είναι δεκατέσσαρες αι γενεαί της τελευταίας αφού αναφέρει δώδεκα;
Το πρώτον ζήτημα αφήνω να το ερευνήσετε σεις. Διότι δεν είναι σκόπιμον να σας ερμηνεύωνται τα πάντα δια να μη γίνετε αδιάφοροι περί την έρευναν. Θα σας ομιλήσω λοιπόν δια το δεύτερον. Νομίζω ότι εις το σημείον τούτο υπολογίζει ως μίαν γενεάν τον χρόνον της αιχμαλωσίας και ως άλλην τον ίδιον τον Χριστόν και έτσι τον συνδέει στενότατα με ημάς τους ανθρώπους. Ορθώς δε υπενθυμίζει και την αιχμαλωσίαν εκείνην και υποδηλώνει ότι δεν εσυνετίσθησαν ακόμη και τότε που εξέπεσαν εις την κατάστασιν εκείνην. Επομένως όλα αποδεικνύουν ότι ήτο ανάγκη να έλθη εις τον κόσμον ο Χριστός.

Ερωτάται· Διατί λοιπόν δεν κάμνει το ίδιο και ο Μάρκος και δεν αναφέρει την γενεαλογίαν του Χριστού, αλλά εκθέτει με συντομίαν τα πάντα;

Νομίζω ότι ο Ματθαίος ήρχισε το έργον του πριν από τους άλλους. Δια τούτο και την γενεαλογίαν αναφέρει με ακρίβειαν και τα σημαντικώτερα εκθέτει λεπτομερέστερον. Ο Μάρκος έγραψε μετά από εκείνον, δια τούτο ηκολούθησε συντομωτέραν οδόν, διότι ήσαν πολλά όσα είχαν γραφή και είχαν γίνει μέχρι τότε. Εις αυτά επί πλέον έδιδε μεγαλυτέραν σημασίαν ο Ιουδαϊκός λαός. Δια τούτο ήτο επόμενον να έχωμεν διαφορετικόν προοίμιον εις τον καθένα. Και αν έγιναν θαύματα εις διαφόρους εποχάς έγιναν δια τους βαρβάρους, δια να πιστεύσουν πολλοί και δια να φανερωθή η δύναμις του Θεού, διότι, όποτε τους υπέταξαν οι εχθροί, ενόμισαν ότι αυτό συνέβη, διότι οι θεοί εκείνων ήσαν ισχυροί. Αυτό ακριβώς συνέβη εις την Αίγυπτον και δι αυτό εδημιουργήθη εκεί μεγάλη σύγχυσις. Και αργότερα εις την Βαβυλώνα, όπου τα σχετικά με την κάμινον και τα όνειρα. Έγιναν ακόμη θαύματα και όταν ήσαν μόνοι των εις την έρημον, όπως έγιναν και μετά την ενανθρώπησιν του Κυρίου. Διότι και εις την εποχήν εκείνην έγιναν πολλά θαύματα, όταν απεμακρυνόμεθα από την ειδωλολατρίαν. Έπειτα εσταμάτησαν, επειδή έπεσε παντού ο σπόρος της ευσεβείας. Και αν έγιναν, έγιναν ολίγα και σποραδικώς, όπως π.χ. όταν εσταμάτησεν ο ήλιος να φωτίζη ένεκα τρομερών γεγονότων.

Διατί όμως και την γενεαλογίαν αναφέρει και διεξοδικώτερον λέγει περί αυτής ο Λουκάς; Επειδή ήνοιξε τον δρόμον ο Ματθαίος, έθεσεν ως σκοπόν του ο Λουκάς να μας διδάξη κάπως περισσότερα. Εκτός από αυτό καθένας εμιμήθη τον διδάσκαλόν του. Ο πρώτος τον Παύλον, του οποίου ο λόγος ρέει πλουσιώτερος από τους ποταμούς. Ο δεύτερος τον Πέτρον, ο οποίος επεδίωκεν επιμελώς βραχυλογίαν.

Αλλά διατί δεν είπεν ο Ματθαίος εις την αρχήν του Ευαγγελίου του ό,τι και ο προφήτης· «Ὅρασις, ἥν εἶδον», ή «ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρός με»; Διότι απευθύνετο προς ευεργετημένους και πολύ αφωσιωμένους εις αυτόν. Διότι και τα θαύματα, που είχαν γίνει, εβοούσαν, και οι μελετώντες το Ευαγγέλιόν του είχαν βαθείαν πίστιν. Κατά την εποχήν των προφητών αντιθέτως δεν εγίνοντο τόσον σπουδαία θαύματα, ώστε να συμβάλλουν εις την αναγνώρισιν αυτών, και οι ψευδοπροφήται ανέπτυσσαν μεγάλην δράσιν και επανέφεραν τον λαόν εις την παλαιοτέραν κατάστασιν.

Είναι δε δυνατόν να διαπιστώση κανείς ότι έγιναν θαύματα και εις την εποχήν μας. Και εις τας ημέρας μας πράγματι, επί της βασιλείας τού περισσότερον από όλους ασεβούς Ιουλιανού, συνέβησαν πολλά και παράξενα. Ενώ π.χ. επιχειρούσαν οι Ιουδαίοι να ανοικοδομήσουν τον ναόν τής Ιερουσαλήμ, εξεπήδησε φωτιά από τα θεμέλια και απέτρεψε τους πάντας από την συνέχειαν του έργου. Και όταν ο ταμίας και θείος και συνονόματος του Ιουλιανού έδειξεν πρωτοφανή ασέβειαν προς τα ιερά σκεύη, αυτός μεν εγέμισε σκουλήκια και έπεσε νεκρός, ο δε Ιουλιανός έφυγεν έντρομος και χωρίς να τελειώση το έργον του. Πολύ μεγάλον θαύμα ήτο επίσης και το ότι εστείρευσαν αι πηγαί, όταν έγιναν κοντά εις αυτάς θυσίαι, και το ότι ενέσκηπτε λιμός εις όσας πόλεις επήγαινεν ο βασιλεύς.

2. Ο Θεός λοιπόν ενεργεί συνήθως κατά τον εξής τρόπον. Φανερώνει εις τους ανθρώπους την δύναμίν του, όταν περισσεύσουν κάπου τα κακά και ιδή ότι εις τον τόπον εκείνον οι άρχοντες κακουργούν και οι αρχόμενοι παραλογίζονται φοβερά ένεκα της καταπιέσεώς των. Έτσι ενήργησε δια τους Ιουδαίους μετά την κατάληψιν τής Βαβυλώνος υπό των Περσών.

Έγινε λοιπόν φανερόν από τα παραπάνω ότι δεν ενήργησεν ασκόπως και τυχαίως ο Ματθαίος, όταν διέκρινεν εις τρεις ομάδας τους προγόνους του Χριστού. Και πρόσεξε από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Από τον Αβραάμ εις τον Δαυίδ. Από τον Δαυίδ εις την μετοικεσίαν Βαβυλώνος. Από την μετοικεσίαν εις τον ίδιον τον Χριστόν.

Και εις την αρχήν του Ευαγγελίου αναφέρει και τους δύο μαζί, τον Δαυίδ και τον Αβραάμ, και εις την ανακεφαλαίωσιν επίσης τους αναφέρει και τους δύο. Διότι, όπως είπα άλλοτε, εις αυτούς είχαν δοθή αι υποσχέσεις. Διατί όμως δεν ανέφερε την κάθοδον των Ιουδαίων εις την Αίγυπτον, όπως αναφέρει την μετοικεσίαν των εις την Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν εφοβούντο πλέον τους Αιγυπτίους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλωνίους.

Και διότι η κάθοδος εις την Αίγυπτον ήτο γεγονός παλαιόν, ενώ η μετοικεσία ήτο νέον και είχε γίνει προσφάτως. Και διότι εις την Αίγυπτον δεν τους ωδήγησαν αι αμαρτίαι των, ενώ εις την Βαβυλώνα τους έσυρεν η ασέβειά των. Αν επιχειρούσαμεν να διερευνήσωμεν και τα ονόματα, όπως π.χ. από τον Αβραάμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολομώντα, από τον Ζοροβάβελ, θα ωδηγούμεθα εις πολλά συμπεράσματα με μεγάλην σημασίαν δια την Καινήν Διαθήκην. Διότι δεν τους εδόθησαν τυχαίως αυτά τα ονόματα. Αλλά δια να μη γίνω ενοχλητικός ένεκα της μεγάλης εκτάσεως της ομιλίας μου, θα αφήσω αυτά και θα προχωρήσω εις τα σημαντικώτατα.

Αφού ανέφερε λοιπόν όλους τους προγόνους και ετελείωσεν εις τον Ιωσήφ, δεν ηρκέσθη εις το όνομά του, αλλά προσέθεσεν «Ἰωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας», διότι ήθελε να δείξη ότι τον περιέλαβεν εις την γενεαλογίαν ένεκα της Μαρίας. Έπειτα, δια να μη νομίσης, όταν ακούσης τον «Ἄνδρα Μαρίας», ότι η γέννησις του Χριστού ηκολούθησε τον φυσικόν δρόμον, πρόσεξε πώς συμπληρώνει αμέσως κατόπιν. Σου ωμίλησα, λέγει, δια άνδρα, σου ώμίλησα δια μητέρα, σου ωμίλησα δια το όνομα που εδόθη εις το παιδί. Άκουσε λοιπόν και τον τρόπον της γεννήσεως· «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἧν». Περί ποίας γεννήσεως μού ομιλείς; Ειπέ μου. Ανέφερες βεβαίως τους προγόνους. Θέλω όμως να μου ειπής και τον τρόπον της γεννήσεως.

Είδες πώς εκέντρισε την σκέψιν και το ενδιαφέρον του ακροατού; Επειδή πρόκειται να ειπή κάτι το πρωτοφανές, υπόσχεται να εκθέσει και τον τρόπον. Και πρόσεξε την αρίστην σύνθεσιν του λόγου. Δεν ωμίλησεν αμέσως περί της γεννήσεως, αλλά μας πληροφορεί πρώτα πόσας γενεάς απέχε από τον Αβραάμ, πόσας από τον Δαυίδ, πόσας από την μετοικεσίαν Βαβυλώνος, ωθεί τον λεπτολόγον ακροατήν να εξετάση τα χρονικά διαστήματα και δείχνει με αυτόν τον τρόπον ότι αυτός είναι εκείνος ο Χριστός, τον οποίον προανήγγειλαν οι Προφήται.

Διότι, όταν μετρήσης τας γενεάς και διαπιστώσης με τον υπολογισμόν του χρόνου ότι αυτός είναι εκείνος, τότε θα δεχθής ευκόλως και το θαύμα της γεννήσεως. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να είπη κάτι το θαυμαστόν, ότι ο Χριστός εγεννήθη από Παρθένον, είπε, πριν αναφέρη τον αριθμόν των γενεών, τον Άνδρα Μαρίας, δια να απαλύνη τον λόγον, ή μάλλον διηγείται περιληπτικώς την γέννησιν. Αμέσως κατόπιν εμέτρησε τας γενεάς, δια να φέρη εις τον νουν του ακροατού ότι αυτός είναι εκείνος, που είπεν ο πατριάρχης Ιακώβ ότι θα παρουσιασθή, όταν δεν θα υπάρχουν πλέον άρχοντες από την φυλήν του Ιούδα. Εκείνος που προανήγγειλεν ο προφήτης Δανιήλ ότι θα έλθη μετά από εκείνας τας πολλάς επταετίας.

Και αν θελήση κανείς να λογαριάση από της ιδρύσεως της πόλεως τας επταετίας, δια τας οποίας ωμίλησεν ο άγγελος προς τον Δανιήλ, και να φθάση εις την γέννησιν του Χριστού, θα ιδή ότι το χρονικόν αυτό διάστημα συμφωνεί με τον χρόνον της γεννήσεως. Λέγει λοιπόν, πώς εγεννήθη; «Μνηστευθείσης τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας». Δεν είπε της Παρθένου, αλλά απλώς της Μητρός, δια να γίνη δεκτός ο λόγος.

Δια τούτο, αφού προητοίμασε προηγουμένως τον ακροατήν, ώστε να αναμένη να ακούση κάτι το συνηθισμένον, και εκέρδισε με αυτό την εμπιστοσύνην του, τον εξέπληξε κατόπιν με την προσθήκην ενός παραδόξου πράγματος, δηλαδή με την φράσιν «Πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς, εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου». Δεν είπε· 'Πρίν να οδηγηθή αυτή εις την οικίαν του γαμβρού'. Διότι έμενεν εκεί. Διότι οι παλαιοί είχαν, σχεδόν χωρίς εξαίρεσιν, την συνήθειαν να μένουν αι μνηστευμέναι εις την οικίαν του γαμβρού. Τούτο είναι δυνατόν να ιδή κανείς ότι γίνεται και σήμερα κάπου - κάπου. Και οι γαμβροί του Λωτ έμεναν εις το σπίτι του μαζί του. Και η Μαρία λοιπόν εζούσε με τον Ιωσήφ εις το σπίτι του.

3. Αλλά διατί δεν έμεινεν έγκυος πριν από την μνηστείαν; Το είπα και προηγουμένως: Δια να καλυφθή εκείνο που έγινε και δια να απαλλαγή η Παρθένος από κάθε πονηράν υποψίαν. Διότι, όταν είναι γνωστόν ότι όχι μόνον δεν την εκακολόγησεν, ούτε την εθεώρησεν άτιμην, αλλά και την ανεγνώριζεν ως μνηστήν του και την επεριποιείτο μετά τον τοκετόν εκείνος ο οποίος ήτο επόμενον να ενδιαφέρεται περισσότερον από όλους τους άλλους δια την συζυγικήν της πίστιν, είναι ευνόητον ότι, εάν δεν είχεν απόλυτον πεποίθησιν ότι το νεογέννητον προήρχετο από την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, δεν θα την ηνείχετο και δεν θα της προσέφερεν όλας τας άλλας υπηρεσίας. Ιδιαιτέρως έθεσε με έμφασιν την φράσιν «Εὐρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα». Το ευρέθη, το έτυχε, λέγεται συνήθως δια τα παράδοξα και τα ανελπίστως συμβαίνοντα και τα απροσδόκητα.

Μη προχωρής λοιπόν περισσότερον, μη ζητής περισσότερα από όσα έμαθες και μη λέγης· Πώς έκαμε το Άγιον Πνεύμα να γεννήση παρθένος; Διότι, πώς είναι δυνατόν να ομιλήσωμεν έτσι δια το θαυματουργόν Άγιον Πνεύμα, όταν είναι αδύνατον να ερμηνεύσωμεν τον τρόπον του σχηματισμού του εμβρύου με την ενέργειαν της φύσεως; Ο Ματθαίος λοιπόν είπε ποίος έκαμε το θαύμα και επροχώρησεν εις άλλο θέμα, δια να μη κουράζης τον κήρυκα του Ευαγγελίου και τον ενοχλής με τας ερωτήσεις σου.

Δεν γνωρίζω, λέγει, τίποτε περισσότερον παρά μόνον ότι, ό,τι έγινεν, έγινε με την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να εντρέπωνται όσοι παραεξετάζουν την γέννησιν αυτήν. Διότι, εάν δεν έχη κανείς την δύναμιν να ερμηνεύση αυτήν την γέννησιν, που έχει απείρους μάρτυρας και την προανήγγειλαν πριν από πολλούς αιώνας και έγινεν αντιληπτή δια της οράσεως και μάλιστα και δια της αφής, πόσον υπερβολικήν παραφροσύνην εκδηλώνουν όσοι παραεξετάζουν και ασχολούνται επιμόνως με την μυστηριακήν εκείνην σύλληψιν; Αφού μάλιστα ούτε ο Γαβριήλ ούτε ο Ματθαίος ημπόρεσαν να ειπούν κάτι περισσότερον, παρά μόνον ότι οφείλεται εις ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.

Και κανείς από αυτούς δεν ερμήνευσε πώς, δηλαδή με ποίον τρόπον, ενήργησε το Άγιον Πνεύμα. Διότι δεν ήτο δυνατόν. Και μη νομίσης ότι εγνώρισες τα πάντα, όταν μάθης ότι ωφείλετο εις ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. Διότι αγνοούμεν πολλά ακόμη, και όταν μάθωμεν αυτό. Αγνοούμεν π.χ. πώς εχώρεσε μέσα εις την μήτραν ο άπειρος· πώς έμεινεν ως έμβρυον μέσα εις την κοιλίαν γυναικός ο κυβερνήτης του κόσμου· πώς εγέννησεν η Παρθένος και παρέμεινε παρθένος.

Ειπέ μου, πώς έπλασε το Άγιον Πνεύμα εκείνον τον ναόν; Πώς είναι δυνατόν να μη περιεβλήθη εξ ολοκλήρου και όχι εν μέρει το ανθρώπινον σώμα του μέσα εις την μήτραν και να μη εμεγάλωσε και να μη έλαβε την ανθρωπίνην μορφήν εκεί; Το ότι εγεννήθη από το σώμα της Παρθένου, το έκαμε βεβαίως γνωστόν με τα εξής λόγια· «Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν». Και ο Παύλος είπε· «Γενόμενος ἐκ γυναικός»(Γαλ. 4, 4). Έτσι απεστόμωσεν εκείνους που έλεγαν ότι ο Χριστός επέρασε δια μέσου της μήτρας όπως δια μέσου σωλήνος.

Εάν συνέβαινε πράγματι αυτό, τί εχρειάζετο η μήτρα; Εάν συνέβαινε τούτο, ο Χριστός δεν θα είχε τίποτε το κοινόν με ημάς. Εκείνο το σώμα, λέγουν, είναι διαφορετικόν, δεν είναι από το ίδιον φύραμα με το ιδικόν μας. Αλλά τότε πώς κατάγεται από την φύτραν του Ιεσσαί; Διατί ωνομάσθη τρυφερός βλαστός; Διατί υιός ανθρώπου; Διατί η Μαρία λέγεται μητέρα του; Διατί λέγεται απόγονος του Δαυίδ; Πώς έλαβε μορφήν ανθρώπου; Πώς «ο λόγος ἐγένετο σάρξ»(Ιω. 1, 14); Διατί λέγει ο Παύλος προς τους Ρωμαίους. «Ἐξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός»(Ρωμ. 9, 5); Είναι λοιπόν φανερόν από τα παραπάνω και από πολλά άλλα ότι το σώμα του Χριστού είναι από το ιδικόν μας φύραμα και από την μήτραν της παρθένου. Δεν είναι όμως καθόλου φανερόν το πώς.

Δια τούτο και συ μη ερευνάς, αλλά να δέχεσαι ό,τι απεκαλύφθη και να μη πολυασχολήσαι με ό,τι παρέμεινε μυστικόν.

«Ἰωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς δίκαιος ὤν, καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», λέγει ο Ματθαίος. Και κατωχύρωσε τον λόγον του με τας φράσεις εκ Πνεύματος Αγίου και χωρίς συνουσίαν και με άλλους τρόπους. Δια να μη ερωτά όμως κανείς· Πώς αποδεικνύεται αυτό; Ποίος είδεν ή ποίος ήκουσε ποτέ ότι συνέβη παρόμοιον γεγονός; Και δια να μη υποψιασθής ότι ο μαθητής επενόησεν αυτά προς χάριν του διδασκάλου του, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να συμβάλλη με τας διαλυθείσας υποψίας του εις το να πιστεύσωμεν όσα ελέχθησαν και σχεδόν μας λέγει με όσα διηγείται· εάν δεν πιστεύης εις εμέ και αντικρύζης με υποψίαν τας πληροφορίας μου, πίστευσε εις τον άνδρα της Μαρίας.

Διότι λέγει· «Ἰωσήφ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν». Δίκαιον εννοεί εδώ τον εις όλα ενάρετον. Δικαιοσύνη είναι βεβαίως η απόλυτος έλλειψις ιδιοτελείας. Είναι όμως και η αρετή γενικώς. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί πάρα πολύ την λέξιν δικαιοσύνη με την σημασίαν αυτήν, όπως π.χ. όταν λέγη· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός»(Ιώβ 1, 1). Και αλλού. «Ἦσαν δέ δίκαιοι ἀμφότεροι»(Λουκ. 1, 6).

4. Επειδή λοιπόν ήτο δίκαιος, ηθικός δηλαδή και αξιοπρεπής «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν». Αφηγείται τί συνέβη πριν γνωρίση ο Ιωσήφ την αλήθειαν, δια να μη δυσπιστήσης εις όσα έγιναν κατόπιν. Τας γυναίκας αυτού του είδους τας ετιμωρούσαν όχι μόνον με δημόσιον εξευτελισμόν προς παραδειγματισμόν, αλλά υπήρχε και νόμος, ο οποίος ώριζε ποινήν δι' αυτάς. Αλλά ο Ιωσήφ παρητήθη όχι μόνον από την βαρυτέραν, την νομικήν ποινήν, αλλά και από την ελαφροτέραν, τον δημόσιον εξευτελισμόν.

Επομένως όχι μόνον νομικώς δεν ηθέλησε να την τιμωρήση, αλλά ούτε να την εξευτελίση δημοσίως. Είδες πόσον συνετός ήτο και πόσον απηλλαγμένος από το καταπιεστικώτατον πάθος; Διότι γνωρίζετε πόσον δυνατόν πάθος είναι η ζήλεια. Δια τούτο και ο βαθύς γνώστης του ψυχικού μας κόσμου έλεγε· «Μεστός γάρ ζήλου θυμός ἀνδρός· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρα κρίσεως»(Παρ. 6, 34). «Σκληρός ὡς ᾄδης ζῆλος».

Και εμείς γνωρίζομεν πολλούς, οι οποίοι επροτίμησαν να αποθάνουν μάλλον, παρά να κυριευθούν από ζηλότυπον καχυποψίαν. Eις την περίπτωσιν αυτήν όμως δεν επρόκειτο περί καχυποψίας, αφού η διόγκωση της κοιλίας αποτελούσεν ακαταμάχητον τεκμήριον. Αλλά ήτο τόσον απηλλαγμένος από πάθη, ώστε δεν ηθέλησε να προξενήση εις την Παρθένον ούτε την παραμικράν ενόχλησιν. Επειδή λοιπόν επίστευεν ότι ήτο ανήθικον να την έχη εις το σπίτι του, ενώ η διαπόμπευσίς της και η καταγγελία της εις τα δικαστήριον θα είχεν ως αναγκαίον αποτέλεσμα να θανατωθή, δεν έκαμε κανένα από αυτά, αλλά έδειξεν ανωτέραν συμπεριφοράν. Διότι έπρεπε να εκδηλωθούν πολλά σημεία υψηλής συμπεριφοράς εκεί όπου παρουσιάσθη η χάρις του Θεού. Όπως δηλαδή ο ήλιος φωτίζει από μακριά με το φως του μέγα μέρος της οικουμένης προτού ακόμη να ρίψη εις αυτό τας ακτίνας του, έτσι και ο Χριστός· ενώ ευρίσκετο ακόμη μέσα εις την μήτραν και δεν είχεν εξέλθει από αυτήν, έκαμε να λάμψη όλη η οικουμένη.

Δια τούτο εσκιρτούσαν οι προφήται πριν από την γέννησιν, γυναίκες επροφήτευαν τα μέλλοντα και ο Ιωάννης, που ευρίσκετο ακόμη μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, ανεπήδησε μέσα εις την μήτραν(Λουκ. 1, 39-41). Δια τούτο και ο Ιωσήφ έδειξε πολλήν σύνεσιν. Διότι ούτε εις το δικαστήριον την κατήγγειλεν, ούτε την εξηυτέλισεν, αλλά ηθέλησε μόνον να την απομακρύνη από το σπίτι του.

Ένώ λοιπόν ήτο τέτοια η κατάστασις και τα πάντα ευρίσκοντο εις αδιέξοδον, παρουσιάζεται ο άγγελος και δίδει λύσιν εις όλα τα προβλήματα. Αξίζει να εξετάσωμεν διατί δεν επληροφόρησεν ενωρίτερα τον Ιωσήφ ο άγγελος, προτού να το υποψιασθή ο ίδιος, αλλά επήγε προς αυτόν, αφ' ότου εσυλλογίσθη και απεφάσισε. «Ταῦτα γάρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ὁ ἄγγελος ἔρχεται», λέγει το Εύαγγέλιον, αν και το είχεν ανακοινώσει εις την Μαρίαν πριν από την εγκυμοσύνην, πράγμα το οποίον δημιουργεί πάλιν άλλην απορίαν. Αν και δηλαδή δεν το είπεν ο άγγελος, διατί το απεσιώπησεν η Παρθένος, όταν το επληροφορήθη από τον άγγελον και διατί δεν κατετόπισε τον μνηστήρα της, όταν τον είδε να ανησυχή; Διατί τέλος πάντων δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος προτού να στενοχωρηθή; Αλλά είναι ανάγκη να απαντήσω πρώτα εις το πρώτον ερώτημα. Διατί λοιπόν δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος; Δια να μη δυσπιστήση και πάθη ό,τι έπαθεν ο Ζαχαρίας.

Διότι ήτο εύκολον να πιστεύση αφ' ότου έγινε το πράγμα φανερόν. Δεν ήτο όμως εξ ίσου εύκολον να παραδεχθή την πληροφορίαν, πριν ούτε καν να αρχίση. Δια τούτο δεν το είπεν από την πρώτην στιγμήν ο άγγελος. Και η Παρθένος δια τον ίδιον λόγον το απεσιώπησε. Διότι ενόμιζεν ότι δεν θα γίνη πιστευτή από τον μνηστήρα της, αν του ανεκοίνωνε τόσον παράξενον πράγμα. Αντιθέτως θα τον εξηγρίωνε μάλλον, διότι θα ενόμιζεν ότι προσπαθεί να συγκαλύψη αμαρτίαν της.

Αφού βεβαίως αυτή η ιδία, η οποία προωρίζετο να αναλάβη αυτήν την θείαν αποστολήν, εταράχθη και είπε· «Πῶς ἔσται τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γιγνώσκω;»(Λουκ. 1, 34). Πολύ περισσότερον θα εδυσπιστούσεν εκείνος, αφού μάλιστα θα το επληροφορείτο από γυναίκα ύποπτον.

5. Δια τούτο δεν του είπε τίποτε η Παρθένος και δια τούτο παρουσιάσθη ο άγγελος εις την κατάλληλον στιγμήν. Ερωτάται όμως· Διατί δεν έκαμε το ίδιο και με την Παρθένον και δεν την είδοποίησε μετά την σύλληψιν; Δια να μη στενοχωρήται και ανησυχή υπερβολικά. Διότι ήτο φυσικόν, επειδή δεν θα εγνώριζε την αλήθειαν και δεν θα υπέφερε την εντροπήν, να αποφασίση κάτι κακόν δια τον εαυτόν της και να απαγχονισθή ή να σφαγή.

Διότι η Παρθένος ήτο απολύτως ενάρετη. Την αρετήν της δείχνει ο Λουκάς λέγων ότι δεν εκυριεύθη από χαράν, όταν ήκουσε τον χαιρετισμόν του αγγέλου, ούτε εδέχθη με αγαλλίασιν την είδησιν, αλλά ανησύχησε και εζήτησε να μάθη ποίαν σημασίαν είχεν ο χαιρετισμός. Αν και εξηκρίβωσεν απολύτως την αλήθειαν, δεν έπαυσε να στενοχωρήται, διότι εσκέπτετο την εντροπήν και δεν επερίμενε, με όσα και αν έλεγε, να πείση κανένα από τους συνομιλητάς της ότι δεν ωφείλετο εις μοιχείαν αυτό που συνέβη.

Παρουσιάσθη λοιπόν πριν από την σύλληψιν ο άγγελος, δια να μη συμβούν τα παραπάνω. Και διότι έπρεπε να μη ανησυχή εκείνη η κοιλία, μέσα εις την οποίαν εισήλθεν ο Δημιουργός του παντός. Και διότι έπρεπε να είναι απηλλαγμένη από κάθε ταραχήν η ψυχή, η οποία εκρίθη αξία να προσφέρη τας υπηρεσίας της εις αυτά τα μυστήρια. Δια τούτο συνωμίλησεν ο άγγελος με την Παρθένον πριν από την σύλληψιν, και με τον Ιωσήφ όταν επλησίαζεν ο χρόνος της γεννήσεως. Επειδή πολλοί αφελείς δεν κατενόησαν αυτά, είπαν ότι υπάρχει διαφωνία, επειδή ο Λουκάς αναφέρει ότι ο άγγελος ειδοποίησε την Μαρίαν, ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ειδοποίησε τον Ιωσήφ. Αγνοούν ότι έγιναν και τα δύο. Είναι όμως ανάγκη να τα προσέχωμεν αυτά εις όλην την αφήγησιν των γεγονότων. Διότι έτσι θα εξηγήσωμεν πολλάς φαινομενικάς διαφωνίας.

Παρουσιάσθη λοιπόν ο άγγελος, όταν ήτο ανήσυχος ο Ιωσήφ. Ανέβαλε την παρουσίαν του και δια τους παραπάνω λόγους και δια να φανή πόσον συνετός ήτο ο Ιωσήφ. Και παρουσιάσθη, όταν επλησίαζε το όλον έργον εις το τέλος του.

«Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος κατ' ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ». Βλέπεις πόσον συγκαταβατικός ήτο αυτός ο άνθρωπος; Όχι μόνον δεν την ετιμώρησεν, αλλά και δεν το ανεκοίνωσεν εις κανένα, ούτε εις εκείνην που ήτο ύποπτη, αλλά το εσκέπτετο μόνος του και εφρόντιζε να αποκρύψη την κατηγορίαν ακόμη και από την Παρθένον. Δια τούτο δεν είπεν· "Ήθελε να την διώξη", αλλά είπεν «Άπολῦσαι». Ήθελε να της δώση διαζύγιον. Τόσον ευγενής και συγκαταβατικός ήτο. «Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμουμένου, κατ' ὄναρ φαίνεται ὁ ἄγγελος». Αλλά διατί δεν παρουσιάσθη φανερά, όπως εις τους βοσκούς και εις τον Ζαχαρίαν και εις την Παρθένον; Διότι ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πιστός και δεν είχεν ανάγκην από άμεσον εμφάνισιν. Η Παρθένος βεβαίως, επειδή ειδοποιείτο δια κάτι το πολύ σημαντικόν, σημαντικώτερον και από του Ζαχαρία, και επειδή ειδοποιείτο πριν να συμβή τίποτε, είχεν ανάγκην από την θαυμαστήν αυτήν εμφάνισιν.

Επίσης και οι ποιμένες, διότι ήσαν ολιγώτερον ευαίσθητοι. Ο Ιωσήφ όμως δέχεται ευκόλως την αποκάλυψιν, διότι του έγινε μετά την εκδήλωσιν τής εγκυμοσύνης, όταν είχε πλέον εισέλθει εις την ψυχήν του η καχυποψία και ήτο ώριμος να ανακτήση αγαθάς ελπίδας, αν ευρίσκετο κάποιος που να τον βοηθήση εις αυτό. Δια τούτο ειδοποιείται από τον άγγελον μετά την υποψίαν του, δια να αποτελέση ακριβώς η υποψία του αυτή απόδειξιν της αληθείας της ειδήσεως.

Διότι το να ακούση τον άγγελον να του λέγη εκείνα που εσυλλογίσθη μέσα εις τον νουν του και δεν τα ανεκοίνωσε σε κανένα, ήτο δι' αυτόν αναμφισβήτητος απόδειξις ότι είχε σταλή από τον Θεόν αυτός που του ωμιλούσε. Διότι μόνον ο Θεός έχει την δύναμιν να γνωρίζη τα απόκρυφα της ψυχής. Σκέψου λοιπόν πόσα επιτυγχάνονται. Αποδεικνύεται η σύνεσις του ανδρός και η ανακοίνωσις, που έγινε την κατάλληλον στιγμήν, τον βοηθεί να πιστεύση και δεν γεννά υποψίας ο λόγος, διότι αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ έπαθεν ό,τι ήτο φυσικόν να πάθη κάθε άνθρωπος.

πηγή: Ι. Χρυσοστόμου έργα, τόμος 9,
Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Α΄
(ομιλίαι Α΄-Κ΄),
Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1978.
Εισαγωγή-κείμενο-μετάφρασις-σχόλια:
Ιγνάτιος Σακαλής, Νικόλαος Τσίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου