Της Αγιά Σοφιάς
Δημοτικό τραγούδι
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.
Ο τελευταίος Παλαιολόγος
Γεώργιος Βιζυηνός (1882)
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
W. Wagner (έκδ.),
Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149.
πηγή : Κωνσταντινούπολη
η Βυζαντινή
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.
Ο τελευταίος Παλαιολόγος
Γεώργιος Βιζυηνός (1882)
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
W. Wagner (έκδ.),
Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149.
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
[. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
[. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
[. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
[. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης
πηγή : Κωνσταντινούπολη
η Βυζαντινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου