του καθηγ. Στυλιανού Παπαδόπουλου
Πρώτος μεταξύ των μεγάλων Πατέρων ο Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας με αφορμή την πληθώρα των αυτοσχέδιων θεολόγων, τους οποίους γενικά ενθάρρυνε ο αρειανισμός. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του αποβαίνει αυτοβιογραφικός. Μιλώντας για την θεολογία, περιγράφει τελικά την διαδικασία που συνέβη εντός του, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να λύσει προβλήματα θεολογικά:
«Τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι καί μύσται καί τῆς ἀληθείας συνερασταί; Ἔτρεχον μέν ὦς Θεόν καταληψόμενος καί οὕτως
ἀ ν ῆ λ θ ο ν ἐπί τό ὄρος ( = θεολογία) καί τήν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος... ἐπεί δέ προσέβλεψα, μόλις ε ἶ δ ο ν Θεοῦ τά ὀπίσθια... καί μικρόν δ ι α κ ύ ψ α ς...» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Ἀνιόντι δέ μ ο ι προθύμως ἐπί το ὄρος, ἤ, τό γε ἀληθέστερον εἰπεῖν, προθυμουμένω τε ἄμα καί ἀγωνιῶντι,τό μέν διά τήν ἐλπίδα, τό δέ διό τήν ἀσθένειαν, ἵνα τῆς νεφέλης εἴσω γένωμαι καί Θεῷ συγγένωμαι· τοῦτο γάρ Θεός κελεύει» (Λόγος ΚΗ' 2).
«...ἕδοξέ μοι κράτιστον εἶναι τάς μέν εἰκόνας χαίρειν ἔᾶσαι..., ὁδηγῷ τῷ Πνεύματι χρώμενον, ἥν ἐντεῦθεν ἔλλαμψιν ἐδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσονται...» (Λόγος ΛΑ' 3).
Σκοπός του Γρηγορίου είναι να διασχίσει το παραπέτασμα του κόσμου και να «συγγίνει» με τον Θεό, δηλαδή με την αλήθεια, κάτι που μόνο θα εξασφαλίζει άμεση και ασφαλή γνώση. Πρόκειται για την θεοπτία, για την οποία ο Γρηγόριος μιλάει κυρίως σε συνδυασμό προς την θεολογική αναζήτηση. Δεν είναι κυρίως θεολόγος της θεοπτίας, αλλά θεολόγος της θεολογίας, η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς θεοπτία. Η θεοπτία, η προσωπική δηλαδή εμπειρία της αλήθειας, αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως:
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ καί τῆς θεότητος ἄξιος; τάς ἐντολάς φύλασσε, διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πράξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. και ΚΖ' 3).Την πραγματικότητα και τον τρόπο της ασκήσεως-καθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση με στωική ορολογία, που ήταν τότε διάχυτη και κατανοητή στον μέσο μορφωμένο πιστό.
Η σύγχυση, την οποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ο Ευνόμιος με την διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως της θείας ουσίας, αναγκάζει τον Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, που αργότερα θα ευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά που τώρα γίνεται ακριβέστερη από την ανάλογη του Μ. Βασιλείου. Οι χρονικές κατηγορίες, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό («ην, αεί, έστι και έσται»), στην πραγματικότητα ισχύουν μόνο για την κτιστή φύση και όχι για την άκτιστη θεία φύση, η οποία μένει άπειρη και άγνωστη. Η ελπίδα όμως για τον Θεό δεν συνδέεται με την ίδια την θεία του φύση, («τα κατ' αυτόν»), αλλά με «τα περί αυτόν».
Και η γνώση μας δεν αφορά «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν» του Θεού, την οποία γνωρίζει μόνο η αγία Τριάδα, αλλά αφορά στην «τελευταίαν», την «εις ημάς φθάνουσαν». Με τον τρόπο αυτό διακρίνει στον Θεό την φύση του, που μένει άγνωστη, και την φυσική του ακτινοβολία, την οποία μόνο γνωρίζουμε:
«Θεόν, ὅ,τι ποτέ μέν ἕστι τήν φύσιν καί τήν οὐσίαν, οὔτε τις εὗρεν ἀνθρώπων πώποτε οὔτε μήν εὕρη» (Λόγος ΚΗ' 17).
«Ἐπεί δέ προσέβλεψα μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὁπίσθια (Εξ. 33, 43) καί τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι' ἡμᾶς Θεῷ Λόγῳ. Και μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι, γινωσκομένην καί ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει..., ἀλλ' ὅση τελευταία καί εἰς ἡμᾶς φθάνουσα. Ἡ δέ ἐστιν... ἡ ἑν τοῖς κτίσμασι καί τοῖς ὑπ' αὐτοῦ προβεβλημένοις καί διοικουμένοις μεγαλειότης ἤ... μεγαλοπρέπεια» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Θεός ἧν μέν ἀεί καί ἕστι καί ἕσται· μᾶλλον δέ ἔστιν ἀεί. Τό γάρ ἦν καί ἕσται, τοῦ καθ' ἠμᾶς χρόνου τμήματα καί τῆς ρευστῆς φύσεως... Ὅλον γάρ ἔν ἑαυτῷ συλλαβών ἔχει τό εἶναι, μήτε ἀρξάμενον μήτε παυσάμενον, οἶον τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον, πᾶσαν ὑπερεκπῖπτον ἕννοιαν, καί χρόνου καί φύσεως· νῷ μόνῳ σκιαγραφούμενος καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως, οὑκ ἐκ τῶν κατ' αυτόν, ἀλλ' ἐκ τῶν περί αὐτόν... Ἐμοί δοκεῖν, ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἔλκη πρός ἑαυτό (τό γάρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καί ἀνεπιχείρητον), τῷ δέ ἀλήπτω θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δέ ποθεῖται πλέον, ποθούμενον δέ καθαίρη, καθαῖρον δέ θεοειδές ἀπεργάζηται, τοιούτοις δέ γενομένοις, ὡς οἰκείοις, ἤδη προσομιλῇ, τολμά τι νεανικόν ὁ λόγος· Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί γνωριζόμενος καί τοσοῦτον ἴσως, ὅσον ἤδη γινώσκει τούς γινωσκομένους. Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τούτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία» (Λόγος ΛΗ' 7).
Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική· αποτελεί δηλαδή την διαδικασία της θέας-εμπειρίας της αλήθειας και μάλιστα την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία - αλήθεια και ιδιαίτερα προς την αγία Γραφή. Ό,τι δηλαδή παρέχεται μέσω της εμπειρίας δεν είναι για την Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσακτον», αλλά το «πλέον» ως προς την ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Το «πλέον» χαρίζεται από τον Θεό μόνο στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωά της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στην θέα του Θεού μόνο χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας εκείνης, την οποία έχουν οι πιστοί ανάγκη για να σωθούν. Το έργο του «άριστου» θεολόγου διακρίνει αποκαλυπτικά:
«καί οὖτος ἄριστος ἡμῖν θεολόγος, οὐχ ὅς εὖρε τό πᾶν (=τῆς ἀληθείας), οὐδέ γάρ δέχεται τό πᾶν ὁ δεσμός, ἀλλ' ὅς ἐάν ἄλλου φαντασθῇ πλέον καί πλεῖον ἑν ἑαυτῷ συναγάγῃ τό τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα ἤ ἀποσκίασμα, ἤ ὅ,τι καό ὁνομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός που θ' αποκτήσει εμπειρία της αλήθειας βαθύτερη κι ευρύτερη από εκείνην που είχαν οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή του. Εκείνος που θα πετύχει το «πλέον» και «πλείον» της αλήθειας σε σχέση όχι προς την ίδια την αλήθεια (που δεν αυξομειώνεται), αλλά σε σχέση με τους λοιπούς θεολόγους που έζησαν στην Εκκλησία, αυτός θα είναι και θα θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αυτός «διασκέπτεται» με το ίδιο το άγιο Πνεύμα περί της αληθείας και κατέρχεται στο βάθος της για να προσθέσει στο μέχρι τότε «ελλιπώς ειρημένον» (Επιστ. 102, 2) εκείνο που κέρδισε ή μάλλον εκείνο που του χαρίστηκε από το ίδιο το άγιο Πνεύμα (Λόγος ΚΑ' 33-34· ΛΑ' 26-27· ΜΓ' 65 κ.α.).
Η συγκλονιστική αυτή θεολογία της βαθύτερης εμπειρίας στην αλήθεια προϋποθέτει «ελλάμπουσαν» Αγ. Τριάδα, που «μίγνυται» «όλως όλω νοΐ» (του ανθρώπου). Οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά την διαδικασία αυτή σε εγρήγορση, αλλά και μέσω αυτών εκφράζεται η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας, ώστε να έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία.
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ καί τῆς θεότητος ἄξιος; τάς ἐντολάς φύλασσε, διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πράξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. και ΚΖ' 3).Την πραγματικότητα και τον τρόπο της ασκήσεως-καθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση με στωική ορολογία, που ήταν τότε διάχυτη και κατανοητή στον μέσο μορφωμένο πιστό.
Η σύγχυση, την οποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ο Ευνόμιος με την διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως της θείας ουσίας, αναγκάζει τον Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, που αργότερα θα ευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά που τώρα γίνεται ακριβέστερη από την ανάλογη του Μ. Βασιλείου. Οι χρονικές κατηγορίες, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό («ην, αεί, έστι και έσται»), στην πραγματικότητα ισχύουν μόνο για την κτιστή φύση και όχι για την άκτιστη θεία φύση, η οποία μένει άπειρη και άγνωστη. Η ελπίδα όμως για τον Θεό δεν συνδέεται με την ίδια την θεία του φύση, («τα κατ' αυτόν»), αλλά με «τα περί αυτόν».
Και η γνώση μας δεν αφορά «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν» του Θεού, την οποία γνωρίζει μόνο η αγία Τριάδα, αλλά αφορά στην «τελευταίαν», την «εις ημάς φθάνουσαν». Με τον τρόπο αυτό διακρίνει στον Θεό την φύση του, που μένει άγνωστη, και την φυσική του ακτινοβολία, την οποία μόνο γνωρίζουμε:
«Θεόν, ὅ,τι ποτέ μέν ἕστι τήν φύσιν καί τήν οὐσίαν, οὔτε τις εὗρεν ἀνθρώπων πώποτε οὔτε μήν εὕρη» (Λόγος ΚΗ' 17).
«Ἐπεί δέ προσέβλεψα μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὁπίσθια (Εξ. 33, 43) καί τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι' ἡμᾶς Θεῷ Λόγῳ. Και μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι, γινωσκομένην καί ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει..., ἀλλ' ὅση τελευταία καί εἰς ἡμᾶς φθάνουσα. Ἡ δέ ἐστιν... ἡ ἑν τοῖς κτίσμασι καί τοῖς ὑπ' αὐτοῦ προβεβλημένοις καί διοικουμένοις μεγαλειότης ἤ... μεγαλοπρέπεια» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Θεός ἧν μέν ἀεί καί ἕστι καί ἕσται· μᾶλλον δέ ἔστιν ἀεί. Τό γάρ ἦν καί ἕσται, τοῦ καθ' ἠμᾶς χρόνου τμήματα καί τῆς ρευστῆς φύσεως... Ὅλον γάρ ἔν ἑαυτῷ συλλαβών ἔχει τό εἶναι, μήτε ἀρξάμενον μήτε παυσάμενον, οἶον τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον, πᾶσαν ὑπερεκπῖπτον ἕννοιαν, καί χρόνου καί φύσεως· νῷ μόνῳ σκιαγραφούμενος καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως, οὑκ ἐκ τῶν κατ' αυτόν, ἀλλ' ἐκ τῶν περί αὐτόν... Ἐμοί δοκεῖν, ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἔλκη πρός ἑαυτό (τό γάρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καί ἀνεπιχείρητον), τῷ δέ ἀλήπτω θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δέ ποθεῖται πλέον, ποθούμενον δέ καθαίρη, καθαῖρον δέ θεοειδές ἀπεργάζηται, τοιούτοις δέ γενομένοις, ὡς οἰκείοις, ἤδη προσομιλῇ, τολμά τι νεανικόν ὁ λόγος· Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί γνωριζόμενος καί τοσοῦτον ἴσως, ὅσον ἤδη γινώσκει τούς γινωσκομένους. Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τούτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία» (Λόγος ΛΗ' 7).
Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική· αποτελεί δηλαδή την διαδικασία της θέας-εμπειρίας της αλήθειας και μάλιστα την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία - αλήθεια και ιδιαίτερα προς την αγία Γραφή. Ό,τι δηλαδή παρέχεται μέσω της εμπειρίας δεν είναι για την Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσακτον», αλλά το «πλέον» ως προς την ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Το «πλέον» χαρίζεται από τον Θεό μόνο στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωά της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στην θέα του Θεού μόνο χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας εκείνης, την οποία έχουν οι πιστοί ανάγκη για να σωθούν. Το έργο του «άριστου» θεολόγου διακρίνει αποκαλυπτικά:
«καί οὖτος ἄριστος ἡμῖν θεολόγος, οὐχ ὅς εὖρε τό πᾶν (=τῆς ἀληθείας), οὐδέ γάρ δέχεται τό πᾶν ὁ δεσμός, ἀλλ' ὅς ἐάν ἄλλου φαντασθῇ πλέον καί πλεῖον ἑν ἑαυτῷ συναγάγῃ τό τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα ἤ ἀποσκίασμα, ἤ ὅ,τι καό ὁνομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός που θ' αποκτήσει εμπειρία της αλήθειας βαθύτερη κι ευρύτερη από εκείνην που είχαν οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή του. Εκείνος που θα πετύχει το «πλέον» και «πλείον» της αλήθειας σε σχέση όχι προς την ίδια την αλήθεια (που δεν αυξομειώνεται), αλλά σε σχέση με τους λοιπούς θεολόγους που έζησαν στην Εκκλησία, αυτός θα είναι και θα θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αυτός «διασκέπτεται» με το ίδιο το άγιο Πνεύμα περί της αληθείας και κατέρχεται στο βάθος της για να προσθέσει στο μέχρι τότε «ελλιπώς ειρημένον» (Επιστ. 102, 2) εκείνο που κέρδισε ή μάλλον εκείνο που του χαρίστηκε από το ίδιο το άγιο Πνεύμα (Λόγος ΚΑ' 33-34· ΛΑ' 26-27· ΜΓ' 65 κ.α.).
Η συγκλονιστική αυτή θεολογία της βαθύτερης εμπειρίας στην αλήθεια προϋποθέτει «ελλάμπουσαν» Αγ. Τριάδα, που «μίγνυται» «όλως όλω νοΐ» (του ανθρώπου). Οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά την διαδικασία αυτή σε εγρήγορση, αλλά και μέσω αυτών εκφράζεται η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας, ώστε να έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία.
Η έκφραση της εμπειρίας είναι δυσχερής, αλλά κατορθώνεται. Βέβαια το εκφραζόμενο συνιστά μόνο αμυδρή εικόνιση εκείνου, που είναι η εμπειρία (Λόγος ΚΗ' 4), αλλά παραταύτα είναι γνήσιο και επαρκές για την σωτηρία.
πηγή : Ομολογία Πίστεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου