Schmemann Alexander (Protopresbyter
(1921-1983)
πηγή : Αγία Ζώνη
Τὰ ἐρωτήματα καὶ ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴ συχνότητα τῆς Θείας
Κοινωνίας, γιὰ
τὴ
σχέση ἀνάμεσα
στὸ
μυστήριο τῆς
Εὐχαριστίας καὶ τῆς ἐξομολόγησης, ὅπως καὶ τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν οὐσία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐξομολόγησης, εἶναι σήμερα
σημάδια ζωντάνιας καὶ
ἐγρήγορσης
τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Φανερώνουν ὅτι
ἀνάμεσα
στοὺς
Ὀρθοδόξους
ὑπάρχει
φανερὸ
ἐνδιαφέρον
γιὰ
τὸ
οὐσιῶδες καὶ δίψα γιὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ γνήσιο. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἐσφαλμένο νὰ προσπαθήσουμε
νὰ
ἀπαντήσουμε
τέτοια ἐρωτήματα
ἁπλῶς μὲ “διοικητικὰ” μέτρα, μὲ θεσπίσματα καὶ ἀπαγορευτικὲς ἐγκυκλίους.
Γιατί, στὴν
πραγματικότητα αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἀντιμέτωποι εἶναι ἕνα καίριο
πνευματικὸ
ἐρώτημα
ποὺ
ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο ἕνας πνευματικὰ τυφλὸς καὶ ἀδιάφορος ἄνθρωπος θὰ ἀρνιόταν ὅτι παρὰ τὴ σχετική της εὐημερία, ἐξωτερικὴ καὶ ὑλική, αὐτὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Ἐκκλησία
προέρχεται ἐκ
τῶν
ἔσω
καὶ
δὲν
εἶναι παρὰ ὁ κίνδυνος τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀποσύνθεσης. Τὰ τραγικὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ μαρασμοῦ ἔχουν ἐμφανισθεῖ πολὺ καιρὸ πρίν. Οἱ ἀτελείωτες
διαμάχες πάνω στὰ
καταστατικὰ
τῶν
ἐνοριῶν, τὸ εὐρέως
διαδεδομένο ἐνδιαφέρον
τῶν
ἐνοριτῶν γιὰ τὴν προάσπιση τῶν
“συμφερόντων”, τῶν
“δικαιωμάτων” καὶ
τῶν
“περιουσιακῶν”
ἔναντι
τῆς
ἱεραρχίας
καὶ
τοῦ
κλήρου, ἡ
ἀπίστευτη
εὐκολία
μὲ
τὴν
ὁποία
ἀκόμη
καὶ
παλιὲς
καὶ
ἱστορικὲς ἐνορίες ἁπλὰ ἐγκαταλείπουν τὴν Ἐκκλησία χάριν αὐτῶν τῶν “δικαίων αἰτημάτων”, ὁ ἐγκεντρισμὸς οὐσιαστικὰ ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, ἐθνικῶν, ἐπισκοπικῶν καὶ ἐνοριακῶν πάνω στὰ ἐξωτερικά, τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ “νόμιμα” -ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύπτουν
τέτοια βαθιὰ
ἐκκοσμίκευση
τοῦ
νοῦ
καὶ
τῆς
συνείδησης ποὺ
προκαλοῦν
ἀνησυχία
γιὰ
τὸ
μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀντιθέτως δὲν δείχνει νὰ συνειδητοποιεῖ τὸ πραγματικὸ εὖρος καὶ βάθος τῆς κρίσης.
Κι ὅμως, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση, ποὺ ὁδηγεῖ τόσους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα νέους
μακριὰ
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τοὺς μιλᾶ γιὰ τὸ ἀληθινό της νόημα καὶ τί σημαίνει νὰ εἶναι μέλη της.
Μέσα στὴν
ἴδια
τὴν
Ἐκκλησία
ἡ
ἔκκληση
γιὰ
ἐμβάθυνση
στὴν
ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ ἀκούγεται σπάνια
καὶ
συχνὰ
τὸ
“πνευματικὸ”
ἐξαντλεῖται σὲ συνεστιάσεις, ἐπετειακὲς πανηγύρεις, οἰκονομικὲς ἐξορμήσεις καὶ ψυχαγωγικὰ προγράμματα.
[...]
Ὑπάρχει μιά τάση
νὰ
ἐπιλύουμε
ὅλα
τὰ
φλέγοντα καὶ
δύσκολα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης τῆς μετοχῆς στὴ θεία Κοινωνία, μὲ ἁπλὲς ἀναφορὲς στὸ παρελθόν: στὶς πρακτικὲς ποὺ
χαρακτηρίζονταν ὡς
κανονικὲς
στὴ
Ρωσία, τὴν
Ἑλλάδα, τὴν Πολωνία,
κ.λπ. Αὐτὴ ἡ τάση, ὡστόσο, δὲν εἶναι μόνο
λανθασμένη ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνη.
Γιατί συχνὰ
τὸ
παρελθόν, ἀνεξαρτήτως
χώρας, ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο καὶ σωστό. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε, γιὰ παράδειγμα, τὶς παρατηρήσεις
τοῦ
καθολικοῦ
σώματος τῆς
Ρωσικῆς
ἱεραρχίας
στὰ
ἔτη
1905-1912 [..]. Κυριολεκτικὰ χωρὶς ἑξαιρέσεις, οἱ τότε Ρῶσοι ἐπίσκοποι, ἀπὸ τοὺς πιὸ κατηρτισμένους
τῆς
Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας
καὶ
ἀναμφίβολα
ἀπὸ τοὺς πιὸ παραδοσιακούς,
χαρακτήρισαν τὴν
πνευματική,
λειτουργική, ἐκπαιδευτικὴ κ.λπ κατάσταση
τῆς
Ἐκκλησίας
ὡς
βαρύτατα ἐλλιπῆ, καὶ ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσες ἀλλαγές. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Χομιάκοφ ἀποκήρυξε κάθε
τί ποὺ
ἔδενε
στὸ
ἅρμα
τοῦ
δυτικοῦ
Σχολαστικισμοῦ
καὶ
Νομικισμοῦ
τὰ
ἀληθινὰ ζωντανὰ καὶ παραγωγικὰ στοιχεῖα τῆς Ρωσικῆς θεολογίας. Ὁ Μητροπολίτης Ἄντονυ
(Κραποβίτσκυ) ἔκανε
ἔκκληση
γιὰ
ριζικὴ
ἀναμόρφωση
τῶν
Ρωσικῶν
ἱερατικῶν σχολῶν καὶ ἀκαδημιῶν. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης
καταδίκαζε μὲ
αὐστηρότητα
τὴν
χλιαρότητα καὶ
τὸν
τυπικὸ
εὐσεβισμὸ τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε ὑποβαθμίσει τὴ μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία
σὲ
μία “ἅπαξ
τοῦ
ἔτους
ὑποχρέωση”
καὶ
τὴν
Θεανδρικὴ
ζωὴ
τῆς
ἐκκλησίας
στὸ
ἐπίπεδο
τῶν
“ἐθίμων”.
Κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ γωνία, οἱ ἁπλὲς ἀναφορὲς καὶ ἐκκλήσεις στὸ παρελθὸν δὲν θὰ ἦταν δόκιμες, ἀφοῦ τὸ ἴδιο τὸ παρελθὸν χρήζει ἐπαναξιολόγησης ὑπὸ τὸ φῶς τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης
παράδοσης. Τὸ
μοναδικὸ
κριτήριο εἶναι
πάντοτε καὶ
σὲ
κάθε περίπτωση αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παράδοση καὶ ὁ προβληματισμὸς ἀφορᾶ τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὴν ἐνσωματώσουμε στὴν παροῦσα κατάσταση, ποὺ διαφέρει τόσο
ριζικὰ
ἀπὸ τὸ παρελθόν.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση
προσδιορίζεται κυρίως ἀπὸ μία βαθιὰ πνευματικὴ κρίση τῆς κοινωνίας, τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ ἀρχίζει νὰ ἐπηρεάζει καὶ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ ἀφελὲς νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ σταματήσει μὲ ἀποφάσεις καὶ διοικητικὲς πράξεις.
Γιατί, καταρχήν, ἡ
ἐκκοσμίκευση
πλήττει τὸν
θησαυρὸ
τῆς
Ἐκκλησίας,
τὰ
ἅγια τῶν ἁγίων –τὰ θεία Μυστήρια.
Ἐκκοσμίκευση
καί μυστήρια
Ἂν ξεκινῶ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ στὰ μυστήρια μὲ γενικὲς παρατηρήσεις
ποὺ
ἀφοροῦν τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γιατί εἶμαι πεπεισμένος
ὅτι
τὸ
νέο ἐνδιαφέρον
πάνω στὶς
μυστηριακὲς πρακτικὲς καὶ τοὺς κανόνες
πηγάζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη κρίση
καὶ
συνδέεται ἄμεσα
μαζί της. Ἔχω
τὴ
γνώμη ὅτι
ὁ
προβληματισμὸς
γιὰ
τὴ
συμμετοχὴ
τοῦ
λαοῦ
στὰ
Μυστήρια εἶναι
στὴν
πραγματικότητα τὸ
κλειδὶ
γιὰ
τὴν
εἴσοδο
στὴν
καθολικότητα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὴ λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος
στηρίζεται ἐν
τέλει τὸ
μέλλον τῆς
Ἐκκλησίας,
ἡ
ἀναγέννηση
ἤ
ἡ
ἀποσύνθεσή
της.
Ἐκεῖ ὅπου ἡ Εὐχαριστία καὶ ἡ θεία Κοινωνία ἔχουν γίνει καὶ πάλι “τὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς”, τὰ προβλήματα τῶν σχέσεων τῆς ἐνορίας μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἱεραρχία, τὰ προβλήματα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὶς οἰκονομικὲς δεσμεύσεις,
παύουν νὰ
ὑπάρχουν.
Κάτι, βέβαια, ποὺ
δὲν
εἶναι
τυχαῖο.
Γιατί, ὅπου
ἡ
ἐνοριακὴ ζωὴ δὲν θεμελιώνεται
πάνω ἀπ’
ὅλα
στὸν
Ἰησοῦ Χριστὸ –ποὺ σημαίνει πάνω
σὲ
μιά ζωντανὴ
καὶ
σταθερὴ
κοινωνία μαζί Του καὶ
μέσω Αὐτοῦ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Παρουσίας
Του, τὴ
θεία Εὐχαριστία-
ἐκεῖ, ἀργὰ ἡ γρήγορα ἀλλὰ ἀναπόφευκτα, κάτι
διαφορετικὸ
θὰ
ἀναδυθεῖ καὶ θὰ ἐπικρατήσει: τὰ “περιουσιακὰ” καὶ ἡ “διεκδίκησή
τους”, οἱ
πολιτικὲς
σκοπιμότητες, τὰ ἐθνικιστικὰ φρονήματα, οἱ ὑλικὲς ἐπιτυχίες, ἡ “καύχηση” τῆς κοινότητας.
Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ποὺ διαμορφώνει,
καὶ
ἐντέλει
ἀποικοδομεῖ, τὴν ἐνοριακὴ ζωή
Μέχρι πρόσφατα καὶ γιὰ πολὺ καιρό, οἱ ἐνορίες μας
παράλληλα μὲ τὴ θρησκευτική
τους ἀποστολὴ εἶχαν ἕνα εἶδος φυσικοῦ ὑποστηρίγματος:
φυλετικοῦ,
ἐθνικοῦ, γλωσσικοῦ. Οἱ ἐνορίες ἦταν τὸ πλαίσιο καὶ ὁ τρόπος ἕνωσης τῶν μεταναστῶν, δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν ἐκείνων
μειονοτήτων ποὺ
ἀναζητοῦσαν
συγκροτημένη ταυτότητα καὶ
ἐπιβίωση στὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία, ποὺ ἀρχικὰ ἦταν ξένη καὶ ἀργότερα ἐχθρικὴ ἀπέναντί τους.
Τώρα, ὡστόσο,
αὐτὴ ἡ “μεταναστευτικὴ” περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας μας ὁδηγεῖται ραγδαία πρὸς τὸ τέλος της. Αὐτὴ ἡ “φυσικὴ” βάση γρήγορα
καταρρέει καὶ
ἐξαφανίζεται. Τὸ ἑπόμενο ἐρώτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Τί θὰ τὴν ἀντικαταστήσει;
Μήπως εἶναι
ὀδυνηρὰ ξεκάθαρο ὅτι ἐὰν δὲν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας –τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα- τότε ἀναγκαστικὰ θὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ μιά ἀθεολόγητη, ἤ καὶ ἀντίχριστη θεώρηση τῆς ἐνορίας ὡς ἁπλοῦ ἀποδέκτη καὶ διαχειριστῆ περιουσιακῶν στοιχείων;
...] Γιατί, εἶναι
πλέον γνωστὸ
καὶ
ἀποδεδειγμένο
ὅτι
αὐτὸ ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους γύρω
του, τοὺς
συσπειρώνει ἐναντίον
του. Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγικὴ διάσταση τῆς παρούσας
κατάστασης.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ ἐρώτημα περὶ μυστηρίων ἔχει τέτοια ἰδιαίτερη
σημασία. Μόνο στὰ
μυστήρια μποροῦμε
νὰ
βροῦμε
αὐτὸ πού μᾶς τροφοδοτεῖ μ’ ἕναν θετικὸ τρόπο: τὴν ἀρχὴ τῆς ἑνότητας, ποὺ τόσο φανερὰ λείπει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ σήμερα. Μόνο
στὰ
μυστήρια εἶναι
ριζωμένη αὐτὴ ἡ δυνατότητα γιὰ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας
μας. Ἐὰν
ἔχει
προκύψει ἕνας
ἔντονος
προβληματισμὸς
σήμερα, εἶναι
γιατί ὅλο
καὶ
περισσότεροι ἄνθρωποι,
συνειδητὰ
ἡ
ἀσυνείδητα,
ἀναζητοῦν μιά ἐπαναθεώρηση, μιά νέα “βάση” ποὺ θὰ ἔδινε τὴ δυνατότητα στὴν ἐνορία νὰ ἀνακαλύψει τὸ ἐκκλησιαστικό
της νόημα καὶ
νὰ
θέσει τέρμα στὴ
ραγδαία καὶ
λυπηρὴ
“ἐκκοσμίκευση”.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου