Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983)
πηγή : Αγία Ζώνη
πηγή : Αγία Ζώνη
Συνέχεια από το " Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία - Εκκοσμίκευση "
Πολὺ περιεκτικὰ θὰ συνοψίζαμε τὴν δογματικὴ καὶ ἱστορικὴ πλευρὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία, ὡς ἑξῆς:
Εἶναι γνωστὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἡ κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν, σὲ κάθε
Λειτουργικὴ
σύναξη, εἶναι
αὐταπόδεικτος
κανόνας. Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ συγκροτημένη
συμμετοχὴ
γίνεται ἀντιληπτὴ ὄχι μόνο ὡς πράξη
προσωπικῆς
εὐσέβειας
καὶ
ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ὡς πράξη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας:
πλήρωση καὶ
πραγμάτωση τῆς
συμμετοχῆς.
Ἡ
Εὐχαριστία
προσδιορίζεται
καὶ
βιώνεται ὡς
“τὸ
μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας”,
“τὸ
μυστήριο τῆς
σύναξης”, “τὸ
μυστήριο τῆς
ἐνότητας”.
“Ενώθηκε μαζί μας καὶ
σκήνωσε τὸ
Σῶμα
Του μέσα μας, ὥστε
νὰ
συγκροτήσουμε μιά ὁλότητα,
νὰ
γίνουμε ἕνα
σῶμα
ἑνωμένο
μὲ
τὴν
Κεφαλή”, γράφει ὁ
Ἄγ.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἁπλὰ δὲν γνωρίζει σημεῖο ἤ κριτήριο γιὰ τὰ μέλη της ἄλλο, ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὸ μυστήριο. Ὁ ἀφορισμὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁροθετεῖται μὲ τὸν ἀφορισμὸ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη μέσα στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἐκπληρώνει καὶ ἀποκαλύπτει ἑαυτὴν ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια
τοῦ
βαπτίσματος: τοῦ
μυστηρίου τῆς
εἰσόδου
μας στὴν
Ἐκκλησία,
ὅπου
δὲν
τίθενται πλέον ἄλλοι
“ὅροι”
γιὰ
τὴ
μετοχή μας. Τὸ
μέλος τῆς
Ἐκκλησίας
εἶναι
τὸ
πρόσωπο πού,
μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια,
βρίσκεται σὲ
κοινωνία μὲ
αὐτήν.
Αὐτὴ ἡ κατανόηση τῆς Κοινωνίας, ὡς τὸ πλήρωμα τῆς μετοχῆς στὴν Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐκκλησιολογική.
Καὶ
παρόλο ποὺ
ἀργότερα
συσκοτίστηκε ἤ
ἔγινε
πολύπλοκη, δὲν
ἐγκαταλείφθηκε
ποτὲ.
Παραμένει
πάντοτε τὸ
οὐσιαστικὸ μέρος τῆς Παράδοσης.
Ἔτσι, λοιπόν,
κανεὶς
δὲν
πρέπει ν’ ἀναρωτιέται
γιὰ
τὴν
ἴδια
τὴν
πρακτική, ἀλλὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ τὴν ἀλλοίωσε. Πῶς ἔγινε κι ἀπομακρυνθήκαμε
τόσο ἀπ’
αὐτήν,
ὥστε
ἀκόμα
κι ἡ
ἁπλὴ ἀναφορά της νὰ φαίνεται σὲ μερικοὺς –ἰδιαίτερα
κληρικούς- σὰν
ἀνήκουστη
καινοτομία, σὰν
τριγμὸς
στὰ
θεμέλια. Γιατί, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ἐννιὰ στὶς δέκα
Λειτουργίες τελοῦνται
χωρὶς
τὴν
προσέλευση κοινωνούντων; -γεγονὸς πού δὲν προκαλεῖ καμία ἔκπληξη, κανέναν
φόβο ἐνῶ ἀντιθέτως, ἡ ἐπιθυμία γιὰ συχνὴ θεία Κοινωνία
ξεσηκώνει ἀληθινὸ τρόμο; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ διδασκαλία περὶ ἅπαξ τοῦ ἔτους κοινωνίας
νὰ
καλλιεργεῖται
μέσα στοὺς
κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας,
τοῦ
Σώματος τοῦ
Χριστοῦ,
ὡς
μία ἀποδεκτὴ συνήθεια, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ὁποία σηματοδοτεῖ μόνο τὴν ἐξαίρεση; Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας ἔφθασε νὰ γίνει τόσο ἐξατομικευμένη,
τόσο ξένη πρὸς
τὴν
Ἐκκλησία,
τόσο ἀλλότρια
πρὸς
τὴν
ἴδια
τὴν
προσευχὴ
τῆς
θείας Μετάληψης;
Τὸ πνευματικὸ αἴτιο γιὰ ὅλα αὐτά, ἂν καὶ πολύπλοκο ἱστορικά, εἶναι ἁπλό: Εἶναι ὁ φόβος τῆς βεβήλωσης τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου, ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἀνάξια μετοχή, τὴν καταπάτηση τῆς μυσταγωγίας τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων. Εἶναι ἕνας φόβος,
βέβαια, πνευματικὰ
ὀρθός,
ἀφοῦ “πῦρ ὑπάρχων καὶ φλέγων ἀναξίους”. Ἡ περιδεὴς αὐτὴ ἀντιμετώπιση ἐμφανίστηκε ἀρκετὰ νωρίς, ἀμέσως μετὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν αὐτοκρατορία τῶν Ἐθνικῶν, μιά νίκη ποὺ μεταμόρφωσε τὴν χριστιανοσύνη
σὲ
σύντομο σχετικὰ
διάστημα σὲ
μία θρησκεία τῶν
μαζῶν,
καὶ
ὁδήγησε
στὴν
ἵδρυση Κρατικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκλαΐκευση τῆς λατρείας. Ἐὰν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ἡ συμμετοχὴ στὴν Ἐκκλησία ἐπέβαλε στοὺς πιστοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὴ “στενὴ ὁδὸ” καὶ νὰ θέσουν ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν “κόσμο” μιά αὐτονόητη
διαχωριστικὴ
γραμμή, τώρα πλέον
μὲ
τὴ
μετοχὴ
ὁλόκληρου
τοῦ
“κόσμου” στὴ
ζωὴ
τῆς
Ἐκκλησίας,
ἡ
γραμμὴ
αὐτὴ ἔτεινε πρὸς κατάργηση καὶ ἔτσι ἐμφανίστηκε ὁ πολὺ πραγματικὸς κίνδυνος μιᾶς κατ’ ὄνομα, ἐπιφανειακῆς, καὶ χλιαρῆς κατανόησης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐάν, πρωτύτερα, ἡ ἴδια ἡ ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία εἶχε κάποια
δυσκολία, τώρα, μὲ
τὴν
δεσμευτικὴ
συμπερίληψη οὐσιαστικὰ τοῦ καθενὸς μέσα στοὺς κόλπους της,
κατέστη ἀναγκαῖο νὰ θεσμοθετηθοῦν κάποιοι ἔλεγχοι καὶ περιορισμοί. Ἦταν λοιπὸν στὰ μυστήρια ποὺ κυρίως ἀφοροῦσαν οἱ ὅποιες
ρυθμίσεις.
Ὡστόσο ἐδῶ, πρέπει νὰ τονίσει
κανείς, ὅτι
οὔτε
οἱ
Πατέρες οὔτε
τὰ
λειτουργικὰ
κείμενα ἐνθαρρύνουν
τὴ
μὴ
συμμετοχὴ
στὰ
Μυστήρια. Μάλιστα οὔτε
κἄν
ἀφήνουν
νὰ
ἐννοηθεῖ κάτι παρόμοιο.
Δίνοντας ἔμφαση
στὴν
ἱερότητα
τῆς
Κοινωνίας καὶ
τὴν
“φοβερὰ”
της φύση καὶ
καλώντας σὲ ἀνάλογη
πνευματικὴ
ἑτοιμότητα,
οἱ
Πατέρες οὔτε
ὑποστήριξαν,
οὔτε
ἐνέκριναν
τὴν
εὐρέως
διαδεδομένη σύγχρονη ἀντίληψη
ὅτι
ἐφόσον
τὸ
Μυστήριο εἶναι
ἱερὸ καὶ μεγαλοπρεπές,
οἱ
πιστοὶ
δὲν
πρέπει νὰ
προσέρχονται συχνὰ
σ’ αὐτό.
Στοὺς
Πατέρες, ἡ
θεώρηση τῆς Εὐχαριστίας ὡς τοῦ μέγιστου
Μυστηρίου τῆς
Ἐκκλησίας,
ὡς
τοῦ
πληρώματος τῆς
ἑνότητας
καὶ
τῆς
ἄνθισής
της, συνεχίζουν νὰ
εἶναι
αὐταπόδεικτα.
“Δεν θὰ πρέπει”,
γράφει ὁ
Ἅγ.
Ἰωάννης
ὁ
Κασσιανός, “ν’ ἀποφεύγουμε
τὴν
Μετάληψη ἐπειδὴ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ νὰ προσερχόμαστε ἀκόμα πιὸ συχνὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ νοῦ, ἔχοντας ὅμως ταπείνωση
καὶ
πίστη, ὥστε
ἀναλογιζόμενοι
τὴν
ἀναξιότητά
μας... νὰ
ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τὴν ἴαση τῶν πληγῶν μας. Εἶναι ἀνάρμοστο νὰ μεταλαμβάνουμε μία φορά τὸν χρόνο, ὅπως ὁρισμένοι
συνηθίζουν, θεωρώντας τὴν
ἱερότητα
τῶν
θείων Μυστηρίων προσιτὴ
μόνο στοὺς
ἁγίους.
Εἶναι
προτιμότερο νὰ
σκεφτόμαστε ὅτι
ἡ
Χάρη ποὺ
λαμβάνουμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριό μας ἐξαγιάζει. Κάθε ἄλλη συμπεριφορὰ φανερώνει
περισσότερο οἴηση παρὰ ταπείνωση, καθὼς οἱ ἄνθρωποι τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ προσέρχονται
πιστεύουν ὅτι
εἶναι
ἄξιοί
τῆς
Κοινωνίας. Πολὺ
καλύτερο θὰ
ἦταν
ἐάν,
μὲ
ταπείνωση καρδιᾶς,
γνωρίζοντας ὅτι
ποτὲ
δὲν
εἴμαστε
ἄξιοι
τῶν
θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακὴ πρὸς ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας, παρὰ τυφλωμένοι ἀπὸ περηφάνια νὰ νομίζουμε ὅτι μετὰ τὴν πάροδο ἑνὸς χρόνου ἀποχῆς γινόμαστε ἄξιοι τῆς θείας
Μετάληψης”.
Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐξίσου
διαδεδομένη θεωρία ποὺ
διακρίνει τὴν
Μετάληψη ἀνάμεσα
σὲ
κληρικοὺς
καὶ
λαό, κηρύσσοντας ὅτι
οἱ
πρῶτοι
πρέπει νὰ
κοινωνοῦν
σὲ
κάθε Λειτουργία ἐνῶ οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀποθαρρύνονται ἀπὸ παρόμοια
πρακτική, χρήσιμο θὰ
ἦταν
νὰ
ἀκούσουμε
τὸν
Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο,
ποὺ
ὅσο
κανεὶς
ἄλλος
ἐπέμενε
στὴν
μετοχὴ
στὴ
θεία Κοινωνία: “Ὑπάρχουν
περιπτώσεις”, γράφει, “ὅπου
ὁ
ἱερέας
δὲν
διαφέρει ἀπὸ τὸν λαϊκό, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια.
Ἐκεῖ, τὰ δεχόμαστε ὅλοι ἰσότιμα σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πρακτική τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπου ἄλλη τροφὴ προορίζονταν
γιὰ
τοὺς
ἱερεῖς καὶ διαφορετικὴ γιὰ τὸν λαό, ἐνῶ στὰ τῶν ἱερέων δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ πρόσβαση ἀπὸ τοὺς λαϊκούς. Τώρα
δὲν
συμβαίνει πλέον ἔτσι,
ἀλλὰ σὲ ὅλους
προσφέρεται τὸ
ἴδιο
Σῶμα
καὶ
τὸ
ἴδιο Αἷμα...”
Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπαναλάβω ὅτι εἶναι ἁπλὰ ἀδύνατον νὰ βρεῖ κανεὶς στὴν Παράδοση
κάποια βάση ποὺ
νὰ
δικαιώνει τὴν
παροῦσα
πρακτική τῆς
σπανιότατης, ἂν
ὄχι
ἐτήσιας,
Μετάληψης τῶν
λαϊκῶν.
Ὅλοι
ὅσοι
μὲ
σοβαρότητα καὶ
εὐθύνη
ἔχουν
προσεγγίσει τὴν Παράδοση, ...] διακρίνουν
σ’ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ μιά ἀποσύνθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μιά ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα
καὶ
τὶς
γνήσιες ὑποδομὲς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ πιὸ τρομακτικὴ πλευρὰ αὐτῆς τῆς κατάπτωσης εἶναι ὅτι βρίσκει τὴ δικαίωση καὶ αἰτιολόγησή της μέσα ἀπὸ τοὺς ὅρους τοῦ “σεβασμοῦ” καὶ τοῦ “δέους” ἀπέναντι στὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου. Ἀλλά, σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, οἱ μὴ κοινωνοῦντες θὰ ἔπρεπε νὰ βιώνουν
τουλάχιστον κάποια θλίψη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας, μιά αἴσθηση ἐλλιποῦς μετοχῆς καὶ συντριβῆς, κάτι ποὺ στὴν
πραγματικότητα δὲν
συμβαίνει. Ἡ
μιά γενιὰ
Ὀρθοδόξων
μετὰ
τὴν
ἄλλη
“παρακολουθοῦν”
τὴ
Λειτουργία ἀπόλυτα
πεπεισμένοι ὅτι
ἡ
παρουσία τους ἐκεῖ εἶναι ἀρκετὴ καὶ ὅτι ἁπλούστατα ἡ Κοινωνία δὲν προορίζεται
γι’ αὐτούς.
Καὶ
μιά φορά τὸ
χρόνο ἐκπληρώνουν τὸ “καθῆκον” τους
προσερχόμενοι στὸ
Μυστήριο ὕστερα
ἀπὸ μιά σύντομη ἐξομολόγηση. Τὸ νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει ἕναν θρίαμβο τῆς ἱερότητας, μιά
πρακτικὴ
προστατευτική τῆς
ἁγιότητας,
ἤ
πολὺ
περισσότερο νὰ
δημιουργεῖ
νέους κανόνες ποὺ
νὰ
δικαιώνουν τὴν παραφθορά, εἶναι ἀληθινὰ ἀπίστευτο.
Σὲ κάποιες ἐνορίες, ἐκεῖνοι ποὺ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ προσέρχονται
συχνότερα ὑποβλήθηκαν
σὲ
πραγματικὸ
κατατρεγμό, τοὺς
ζητήθηκε νὰ
μὴν
ἐπιμένουν
“γιὰ
χάρη τῆς
εἰρήνης”,
κατηγορήθηκαν ἀκόμη
καὶ
γιὰ
παρέκκλιση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία! Θὰ μποροῦσα νὰ παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπὸ φυλλάδια ἐνοριῶν ποὺ διδάσκουν ὅτι ἐφόσον ἡ Μετάληψη εἶναι γιὰ μετανοοῦντες, κανεὶς πρέπει νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ μυστήριο κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀνάστασης
προκειμένου νὰ
μὴν
ἀμαυρώσει
τὴ
χαρὰ
τῆς ἡμέρας! Καὶ τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν προκαλεῖ κἄν τρόμο καὶ δέος γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία γίνεται
ἐμπόδιο
στὴν
πορεία τοῦ
πιστοῦ
πρὸς
τὸν
Χριστό! Ἀλήθεια,
“ὅταν
οὖν
ἴδητε
τὸ
βδέλυγμα τῆς
ἐρημώσεως...
ἐστώς
ἐν
τόπῳ
ἁγίω...” (Μάτθ. 24:15)
Τελικά, δὲν θὰ ἦταν δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ὅτι ὅποτε καὶ ὅπου ἔχει παρατηρηθεῖ μιά γνήσια ἀναζωογόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, αὐτὴ γεννήθηκε μέσα
ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ χαρακτηρίζαμε ὡς “εὐχαριστιακὴ πεῖνα”. Τὸν εἰκοστὸ αἰώνα ἡ Ὀρθοδοξία πέρασε ἀπὸ μεγάλη κρίση.
Καὶ
μόλις ἡ
κρίση αὐτὴ ἔγινε ἀντιληπτὴ καὶ κατανοήθηκε, ὑπῆρξε μία στροφὴ πρὸς τὴ θεία Κοινωνία ὡς “τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς”. Ἔτσι συνέβη στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσία, ὅπως μαρτυροῦν ἑκατοντάδες πιστῶν. Τὸ ἴδιο συνέβη σὲ ἄλλα κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴ διασπορά. [..]
Ὅ,τι
εἶναι
ἀληθινό,
ζωντανό, ἐκκλησιαστικό,
γεννήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ χαροποιὸ ἀνταπόκριση στὸν λόγο τοῦ Κυρίου: “ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγώ ἐν αὐτῶ” (Ἰω. 6:56).
Τώρα, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ὁ εὐχαριστιακὸς ἐγκεντρισμός, αὐτὴ ἡ δίψα γιὰ συχνότερη,
κανονικὴ
προσέλευση στὴ
θεία Κοινωνία καὶ
κατ’ ἐπέκταση
ἐπιστροφὴ σὲ μιά πιὸ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἐδῶ στὴν Ἀμερική. Εἶμαι βέβαιος ὅτι τίποτα δὲν θὰ προσφέρει μεγαλύτερη χαρὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀναγέννηση πού μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς πνευματικὰ νεκρὲς ἔριδες περὶ “περιουσιακῶν” καὶ “δικαιωμάτων”,
ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνὸς ἐθνικό-κοινωνικοῦ ὁμίλου τῆς διασκέδασης
καὶ
τοῦ
πίκ-νίκ, ἀπὸ τὶς ὀργανωμένες
“νεολαῖες”
ὅπου
τὸ
ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον καὶ βίωμα ἔχουν μειωθεῖ στὸ ἐλάχιστο. Γιατί,
ὅπως
ἤδη
ἔχω
πεῖ,
δὲν
ὑπάρχει
ἄλλου
εἴδους
ὑποδομὴ ποὺ νὰ ἐπιτρέπει αὐτὴ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλότητας, καὶ οὔτε θὰ ὑπάρξει ποτέ. Ἡ ὅποια ἐθνικό-φυλετικὴ βάση σταδιακὰ ξεθωριάζει.
Κάθε τί ποὺ
κινεῖται
στὰ
ὅρια
μόνο τοῦ
ἐθίμου,
μόνο τοῦ
τύπου, ποὺ
λειτουργεῖ
συμπληρωματικὰ
στὴ
ζωὴ
ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ζωή, ἐξαφανίζεται. Ὁ λαὸς ἀναζητᾶ τὸ γνήσιο, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ ζωντανό. Ἔτσι, ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε προοδεύοντας
εἶναι
φανερὸ
ὅτι
πρέπει νὰ
τὸ
κάνουμε μόνο πάνω στὴ
βάση τῆς
ἀληθινῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας... κι
αὐτὴ ἡ φύση εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ ἑνότητα στὴν ὁποία ἐνσωματωνόμαστε
μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας
“στὸν
ἕνα
Ἄρτο
καὶ
Οἶνο,
στὴν
κοινωνία τοῦ
ἰδίου
Πνεύματος...”
[...] Ὅλα αὐτὰ ὡστόσο ἐγείρουν –μὲ νέα ὀξύτητα καὶ ἔνταση- τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑτοιμότητα πρὸ τῆς θείας
Κοινωνίας καί, καταρχήν, γιὰ τὴ θέση τῆς ἐξομολόγησης σὲ σχέση μὲ τὸ μυστήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου