Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

«Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ "


........ Πάτερ παντοκράτορ· Κύριε Υιέ μονογενές, Ιησού Χρι­στέ, και Άγιον Πνεύμα».

(συνέχεια από 2/2/2015)
Στο στίχο αυτό γίνεται μνεία του Τριαδικού Θεού της πίστεως, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της δοξολογίας της Εκκλησίας. Οι πιστοί υμνολογούμε τον έναν τρισυπόστατο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το άγιο. Η τριπλότης των υποστάσεων στην αγία Τριάδα δεν παραβλάπτει την ενότητα της θείας ουσίας. Οι υποστάσεις ή τα πρόσωπα είναι θεοπρεπείς διακρίσεις στη θεότητα, που εκφράζουν τον τρόπο υπάρξεως του ενός Θεού, χωρίς να καταστρέφουν την απλότητα της θείας ουσίας, να επιφέρουν δηλαδή σ’ αυτήν σύνθεση και μερισμό, όπως συμβαίνει στα κτιστά όντα. Επομένως ένας είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός και όχι τρεις. Στο δόγμα μας δεν έχουμε τριθεϊσμό, όπως πολλοί συνήθως το κατηγορούν με περισσή επιπολαιότητα και άγνοια.
Βέβαια η ενότητα στην Τριάδα, όπως κι αν μελετηθεί, παραμένει απρόσιτο μυστήριο, στο οποίο δεν μπορεί να αναχθεί ο φυσικός ανθρώπινος νους. Είναι δόγμα που το δεχόμαστε με την πίστη μας, παρ’ ότι ενδεχομένως το απορρίπτουμε με το λογικό μας. Ούτε πάλι οι υποστάσεις είναι χρονικές διακρίσεις στο Θεό, αλλ’ αΐδιες σχέσεις, μη επιδεχόμενες το πρότερο και το ύστερο στην τριαδική θεότητα. «Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα και Πνεύμα το άγιον» είναι ο καθιερωμένος τύπος που εκφράζει τις θεοπρεπείς σχέσεις των προσώπων στη θεότητα.
Η πρώτη υπόσταση είναι ο Πατήρ. Λέγεται έτσι γιατί γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το άγιο. Είναι άναρχος και αγέννητος. Είναι η «πηγαία θεότης» από την οποία προέρχονται τα άλλα δύο πρόσωπα της αγίας Τριάδος. Δεν είναι υπέρμετρος των δύο άλλων προσώπων, τα οποία, ως φέροντα την ίδια ουσία (ομοούσια) είναι ομότιμα και ομοδύναμα με αυτόν. Παρόλο ότι τα πρόσωπα διακρίνονται μεταξύ τους (υπάρχει δηλαδή διαφορά στον τρόπο υπάρξεώς τους· τη φύση της οποίας αγνοούμε), παράλληλα συνάπτονται με την άγαπητική αλληλεπεριχώρησή τους. Κάθε πρόσωπο δηλαδή εμπεριχωρεί και εμπεριχωρείται από τα δύο άλλα, κ.ο.κ.
«Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ». Ο στίχος χαρακτηρίζει τον Πατέρα Κύριο, Βασιλέα, επουράνιο Θεό, Πατέρα παντοκράτορα. Όλα εκφράζουν την άπειρη δύναμη και εξουσία του. Είναι Κύριος. Όλα είναι υποταγμένα στην κυριότητά του. Δεν υπόκειται σε καμιά άλλη δύναμη έξω από αυτόν, γιατί τέτοια δύναμη δεν υπάρχει. Μόνο τα δημιουργήματα υπάρχουν, τα οποία όμως δεν έχουν αυτοτέλεια, είναι πλασμένα από τη θεία του ενέργεια και ως πλάσματά του υπακούουν σ’ αυτόν. Ο Πατήρ είναι Βασιλεύς. Άρχει επί των κτισμάτων του, βασιλεύει στην κτίση και στα πέρατα, το θείο του θέλημα είναι ρυθμιστικός παράγων του σύμπαντος, κυρίως των λογικών πνευματικών φύσεων. Ό,τι υπάρχει είναι δούλο στη θέλησή του, υπήκοο στη βουλή και τα προστάγματά του. Καμιά δύναμη δεν μπορεί ν’ αντικρούσει τη βασιλική του ιδιότητα.
Είναι παράλληλα Θεός επουράνιος. Βρίσκεται στους ουρανούς, σχηματική έκφραση που σημαίνει τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα του, καθώς και την απόλυτη αγιότητά του, το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένος από την αμαρτία και την κακότητά της
Είναι, τέλος, Πατήρ παντοκράτωρ. Δεν είναι αυθαίρετος δυνάστης ο Θεός, όπως αυθαίρετοι είναι οι ηγεμόνες της γης, αλλά πατέρας στοργικός, πλήρης αγάπης για ό,τι πλάστηκε από τα χέρια του, και κυρίως για τη λογική εικόνα του, τον άνθρωπο. Δεν είναι όμως πατέρας αδύναμος, ο οποίος να κάμπτεται από την όποια περίσταση, αλλά παντοκράτωρ, παντοδύναμος. Τίποτε δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο θέλημά του, να ματαιώσει τη βουλή του. Επομένως το πλάσμα μπορεί να εμπιστεύεται την πρόνοια και την αγάπη του, γιατί είναι Πατέρας που αγαπά και θέλει και δύναται. Και μπορεί να συντηρήσει και να προστατεύσει τα παιδιά του στις όποιες ανάγκες και δυσκολίες τους.
Κατόπιν χαρακτηρίζεται ο Λόγος ως Κύριος, Υιός μονογενής, Ιησούς Χριστός. Ο χαρακτηρισμός «Υιός μονογενής» αναφέρεται στη θεολογική Τριάδα. Ο Λόγος είναι ο Υιός ο μονογενής του Πατρός. Ο Πατήρ δεν έχει πολλούς υιούς. Έχει έναν και μόνο, τον οποίο γεννά αϊδίως από την άπειρη ουσία του. Η γέννηση του Υιού είναι θεοπρεπής. Ουδέν πάθος υφίσταται ο Πατήρ γεννώντας τον Υιό. Είναι γέννηση απαθής και άφθαρτη. Η γέννηση είναι το υποστατικό ιδίωμα του Υιού, το οποίο είναι ακοινώνητο και αμετάδοτο. Μόνο ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και κανένας άλλος. Είναι δε η γέννηση του Υιού αναγκαία στη θεότητα. Δεν γεννάται ο Υιός επειδή το θέλει ο Πατήρ. Αντίθετα, τα κτίσματα προέρχονται από τη δημιουργική θέληση του Θεού. Υπάρχουν στο μέτρο που θέλει ο Θεός να υπάρχουν, ο οποίος και τα δημιουργεί εκ του μηδενός. Αν δεν θέλει να τα δημιουργήσει, δεν μπορούν να έλθουν στο είναι, να υπάρξουν. Ο Υιός όμως υπάρχει κατ’ ανάγκην στον Πατέρα, ο οποίος δεν μπορεί να νοηθεί Πατήρ, χωρίς τον Υιό. Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει ο Άρειος, ο οποίος δεχόταν τον Λόγο ως κτίσμα του Πατρός. Δεν μπορούσε να εννοήσει την αϊδιότητα της υπάρξεως του Υιού, διότι αυτό θα συνεπαγόταν αυτόματα και τη θεότητά του.
Ο χαρακτηρισμός «Ιησούς Χριστός» αναφέρεται στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού. Ο Λόγος έγινε αληθινός άνθρωπος, για να ζήσει επί της γης και να λυτρώσει το γένος από το ζυγό της δουλείας της αμαρτίας, από τη φθορά της φύσεως και τη νέκρωση του πνευματικού θανάτου. Εκφράζει το στάδιο της ταπεινώσεως του Λόγου, την άφατη κένωσή του και το πάθος του για να κληρονομήσουμε εμείς τον πλούτο της θεό­τητάς του, τα ευχήματα της λαμπρότητας και της θείας δόξας του. Σημαίνει την πλήρη ανάληψη της ανθρώπινης φύσεως, την οποίαν ένωσε και θέωσε στο αΐδιο πρόσωπό του. Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτόν λατρεύει με πανηγυρική χαρά, δοξάζει και ανυμνεί το λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας. Είναι η χαρά, η λύτρωση και η ελπίδα της.
Τέλος στην Τριάδα εντάσσεται, τρίτο κατά σειρά, το «Άγιον Πνεύμα». Το Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως εκ του Πατρός. Είναι Θεός εκ Θεού αληθινός. Δεν υποτάσσεται στον Πατέρα ούτε και στον Υιό. Είναι Πνεύμα εύθές και ηγεμονικό. Είναι άγιο και πηγή άγιότητος. Η χάρη του στηρίζει τα όντα, τα οποία συνάπτει με τη θεότητα. Τελειοποιεί το έργο, που προέρχεται «εκ Πατρός δι’ Υιού». Η εκπόρευσή του είναι διαφορετική από τη γέννηση του Υιού. Σε τί συνίσταται όμως η διαφορά αγνοούμε. Εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός και πέμπεται εγχρόνως στη γη διά του Υιού, προς τελείωση του έργου της απολυτρώσεως.
Το Filioque, ότι δηλαδή το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, είναι λατινική αντίληψη λαθεμένη, κορυφαία αίρεση τριαδολογική. Το Πνεύμα το άγιο είναι η ψυχή της Εκκλησίας, η αρχή αγιασμού του σώματός της και των επί μέρους πιστών. Η Εκκλησία ζει και κινείται με τα χαρίσματα και τις διακονίες που χορηγεί σ’ αυτήν το Πνεύμα το άγιο, το οποίο την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν». Με τη χάρη του αγ. Πνεύματος αγιάζονται οι πιστοί, θεοποιούμενοι.
Τον έναν τρισυπόστατο Θεό, τον Θεό που φανέρωσε στους ανθρώπους ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το άγιο, με κύματα πανηγυρικής χαράς και ευχαριστήρια ευγνωμοσύνη, πανηγυρίζουμε οι πιστοί στη Δοξολογία μας, που ψάλλουμε στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας.

Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών,
«Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο).
Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 7-21

πηγή : Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


 

Υ.C.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου