Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Η κοινωνική φύσις της ασκητικής ησυχίας

του αείμνηστου καθηγ. Ιωάννη Κορναράκη
 
πηγή : Ομολογία Πίστεως
 



Είναι αλήθεια ότι η σκληρή θέση του ασκητού μπροστά στην ανθρώπινη συντυχία προκαλεί μια ποικιλία αντιφατικών και «αναπληρωματικών» αντιδράσεων μέσα στον ψυχικό κόσμο του τεχνολογικού ανθρώπου της εποχής μας!

Και πρώτα-πρώτα ο σύγχρονος άνθρωπος, που καταδικάζει αδυσώπητα τη σκληρή αυτή ασκητική θέση, ενδέχεται να βιώσει μια συγκλονιστική έκπληξη, εάν θα επιχειρούσε να αναλύσει τη δική του κοινωνικότητα. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει η ψυχολογία, ό,τι πολεμά κανείς έντονα, ό,τι απορρίπτει επίμονα, έχει μια εξάρτηση από το βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο. Η επιθετικότης, σαν ψυχαναγκαστική λειτουργία, επιβεβαιώνει την προσκόλληση του ανθρώπου σ’ αυτό κατά του οποίου επιτίθεται. Έτσι όσο αποκρουστική φαίνεται στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου η σκληρή μοναξιά του ασκητικού βιώματος, τόσο περισσότερο προδίδεται μια κάποια βαθύτερη σχέση του με τη μοναξιά αυτή. Γι’ αυτό θα ερωτούσε κανείς μήπως άραγε, όταν καταδικάζει ο σύγχρονος άνθρωπος την ασκητική ησυχία, καταδικάζει την προσωπική του μόνωση που κρύβει ασυνείδητα μέσα στο απύθμενο βάθος της ατομικής του υποστάσεως; Η ψυχολογική λειτουργία της απωθήσεως και της προβολής ασυνειδήτων ψυχικών περιεχομένων μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να ξεκαθαρίσει τις συγκεχυμένες καταστάσεις που κλείνει μέσα του.

Αν η εξωτερική ψυχική πορεία του σύγχρονου τεχνολογικού ανθρώπου είναι «φυγόκεντρος», δηλ. έντονα εξωστρεφική, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του πάσχει από συσσώρευση απωθούμενων επιθυμιών που έχουν ένα «κεντρομόλο» χαρακτήρα, δηλ. εσωστρεφικό. Έτσι όταν ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται να καταδικάσει τη σκληρότητα της ασκητικής ησυχίας, «διαλέγεται» κατ’ ουσίαν με το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, με την απωθούμενη εσωστρεφική του διάθεση. Εφ’ όσον δε την απωθεί, σημαίνει ότι την μισεί, γιατί αυτό του επιβάλλει η εξωστρεφική ένταση της σύγχρονης κοινωνικότητας. Αλλά και την επιθυμεί γιατί αντιλαμβάνεται ασυνείδητα τη λυτρωτική της λειτουργία.

Εξάλλου ποιός κατακύρωσε τελεσίδικα στην προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου την κοινωνικότητα σαν αυθεντικό και πηγαίο χαρακτηριστικό της; Είναι βέβαια αλήθεια ότι η επίφαση της σύγχρονης ζωής έχει ένα έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ποιός όμως θα μπορούσε να αποδείξει τη γνησιότητα του χαρακτήρος αυτού;

Η αναμφισβήτητη τραγική καθημερινότητα του σύγχρονου βίου παρέχει αβίαστα πληθωρικές μαρτυρίες μιας συγκλονιστικής μονώσεως του σύγχρονου ανθρώπου. Η τεχνολογική πρόοδος προάγει μια κοινωνικότητα ακριβώς «τεχνική», «μηχανική» που σε πολλές περιπτώσεις διαφθείρει τα ανθρώπινα αισθήματα και υποβαθμίζει αθεράπευτα τις διανθρώπινες σχέσεις. Η σύγχρονη σκληρότητα, η αδιαφορία για τον «πλησίον», το έγκλημα, η ηθική αναλγησία και τόσα άλλα διαβρωτικά στοιχεία του ανθρώπινου βίου υπογραμμίζουν ζωηρά τη μισάνθρωπη όψη της σύγχρονης κοινωνικότητας. Έτσι η απόπειρα να ξεδιαλύνει μέσα του ο σύγχρονος άνθρωπος τις συγκεχυμένες καταστάσεις καταλήγει σ’ ένα έργο αυτογνωσίας, που συντρίβει τα ψεύτικα σύμβολα και γενικά τις ψευδαισθήσεις μιας «κοινωνικής» κοινωνικότητας. Ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, ενώ καταδικάζει την ασκητική μόνωση, αναζητεί ασυνείδητα την ικανοποίηση της μονώσεως που βιώνει ο ασκητής. Και ενώ καυχάται για την κοινωνική του συνείδηση, διαισθάνεται αναπόφευκτα την τραγική του μόνωση. Γι’ αυτό, ενώ φαίνεται σήμερα κοινωνικός, κατ’ ουσίαν «φεύγει μακριά από τους ανθρώπους». Οι συγκρούσεις που φιλοξενεί μέσα του τον εξαναγκάζουν σε μια μόνωση αντικοινωνική. Είναι λοιπόν ανώριμος να συνδιαλεχθεί με τον ασκητή που «ησυχάζει» και ανίκανος να καταδικάσει τη σκληρή θέση της αποφυγής της ανθρώπινης συντυχίας. Η κοινωνικότητα, εν ονόματι της οποίας κρίνει τις ασκητικές «υπερβολές», είναι λοιπόν μια φυγή από την μόνωση που συγχρόνως επιθυμεί!

Από την άλλη μεριά η ασκητική μόνωση έχει ένα αυθεντικά κοινωνικό περιεχόμενο που μπορεί να διδάξει πολλά στο σύγχρονο άνθρωπο που επιθυμεί να εκπαιδευτεί στην αδελφογνωσία! Η ασκητική φυγή προ της ανθρώπινης συντυχίας είναι βαθύτερη έκφραση της χριστιανικής κοινωνικότητας. Παράδοξος ισχυρισμός, αναμφίβολα, αλλά αληθινός! Ο ασκητικός «ατομισμός» είναι βίωση μιας αυθεντικής αφοσιώσεως στην αγάπη του αδελφού. Το ασκητικό αυτό παράλογο το κατανοεί, σε ορισμένη μόνο έκταση, εκείνος που γνωρίζει, έστω ενδεικτικά, το περιεχόμενο του βιώματος της «ησυχίας»! Αλήθεια, ο ασκητής της ερήμου, ο σκληρός εραστής της ησυχίας, είναι τέλειος τύπος του αδελφού!

Η βασική επιδίωξη του ασκητού είναι βέβαια η βίωση της θείας παρουσίας. Η άσκησή του αποβλέπει στο να καθαρίσει την ψυχή του, το νου του, απ’ ό,τι μπορεί να εμποδίσει ή να δυσκολεύσει την προσπάθεια αυτή. Η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον «αδελφόν», κατανοείται από τον ασκητή σαν πολύτιμος καρπός της μυστικής βιώσεως του Θείου Έρωτος. Μόνον αφού η καρδιά του και ο νους του πληρωθεί από την παρουσία και την αγάπη του Θεού, θα μπορέσει να αγαπήσει με γνήσια αισθήματα αφοσιώσεως και ακόμη, αν χρειαστεί, αυτοθυσίας, τον αδελφό. Εάν η πρωταρχική του «εργασία», η βίωση της ενώσεως με το Θεό, διαταράσσεται ή εμποδίζεται, αδυνατεί ο ασκητής αυτός να εκπληρώσει το χρέος της αγάπης προς τον αδελφό, όπως ακριβώς το απαιτεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό παρατηρεί κανείς ότι, ενώ δεν παύει ποτέ ο ασκητής να εκδηλώνει φιλάδελφα αισθήματα προς τον πλησίον, όταν φθάσει μεγάλα μέτρα αρετής και άγιότητος είναι πιο πλούσιος σε εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και κατανοήσεως.

Οπωσδήποτε όμως είναι εμπειρία αναμφισβήτητη το γεγονός ότι «πάντοτε, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί». Αντίθετα· «όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συνομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού». Η εμπειρία ακριβώς αυτή αποτελεί τον γνώμονα της συμπεριφοράς του ασκητού προς την ανθρώπινη συντυχία ή τις κοινωνικές σχέσεις, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος τις κατανοεί.

Η λογική οργάνωση του εγκόσμιου πνεύματος δεν μπορεί λοιπόν να κατανοήσει, ότι και στις περιπτώσεις ακόμη που αποφεύγει ο ασκητής τη συνομιλία των ανθρώπων λανθάνει μια ανταπόκριση αγάπης και αφοσιώσεως προς αυτούς. Εάν ο ασκητής αποφεύγει τους ανθρώπους «διά τον Θεόν» και εάν ο Θεός είναι αγάπη, τότε πράγματι η βίωση της παρουσίας του Θεού, σαν ανεξάντλητη πηγή αυθεντικής αγάπης, θα ικανώσει τον ασκητή να αγαπήσει τον αδελφό με «αγάπη θεϊκή».

Και στην περίπτωση της αγάπης του αδελφού συναντά κανείς ένα ασκητικό «παράλογο» και μια «αντιφατική» ψυχολογική και πνευματική συμπεριφορά. «Θέλεις, ερωτά ο άγιος Ισαάκ, κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου; μάκρυνον εαυτόν εξ εαυτού και τότε κατακαίεται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί Αγγέλου φωτός». Η απόσταση από τον αδελφό καλλιεργεί την ευαγγελική αγάπη, μέσα στον ψυχικό κόσμο του ασκητού. Και πρόκειται εδώ για μια υπαρξιακή αντίφαση που θεμελιώνει αδιάσειστα την ψυχολογική και πνευματική αρμονία που είναι προϋπόθεση της αυθεντικής κοινωνικότητας. «Φίλος γενού πάσιν ανθρώποις και μόνος γενού εν τη διανοία σου». Ο ασκητής της ερήμου πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, να προσφέρει σ’ αυτούς τα αισθήματα και την καρδιά του και συγχρόνως να βιώνει τη μόνωσή του, χωρίς την οποίαν δεν μπορεί να συναντήσει το Θεό. «Κοινωνός γενού τοις παθήμασι των πάντων, και τω σώματί σου μακράν γενού εκ πάντων».



Στην υπαρξιακή αυτή ασκητική αντίφαση συναντά κανείς πράγματι μια εσωτερική ισορροπία επάνω στην οποία θεμελιώνεται αδιάσειστα η υγιής κοινωνικότητα. Πολλές φορές ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, που καυχάται για την κοινωνικότητά του, δεν βιώνει εσωτερική κοινωνική ισορροπία. Εφ’ όσον είναι μονόπλευρα κοινωνικός, δηλαδή έντονα εξωστρεφικός, διαλύεται, κατά την έκφραση του Jung, μέσα στο κοινωνικό σύνολο και χάνει έτσι την ατομικότητά του. Πώς μπορεί λοιπόν ένας διασκορπισμένος «κοινωνικά» άνθρωπος να βιώνει αγάπη αυθεντική προς τον πλησίον, αφού έχει χάσει την εσωτερική του ενότητα; Εάν ό,τι κάνει, το κάνει για να φαίνεται καλός ή απλώς και μόνο χάριν της κοινωνικότητας, πώς μπορεί να εξωτερικεύει πηγαία αισθήματα αγάπης; Η υπογράμμιση από τις αρμόδιες ανθρωπολογικές επιστήμες της στεγανής μονώσεως, που σε πολλές περιπτώσεις βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, προδίδει την ποιότητα του περιεχομένου της κοινωνικότητας του ανθρώπου αυτού. Μόνο η βίωση της ιδίας ατομικότητας, σαν εμπειρία πνευματικής ενότητας και συγκροτήσεως, μπορεί να δημιουργήσει και να συντηρήσει μια πραγματική κοινωνική συμπεριφορά. Ο διασπασμένος και εσωτερικά αναρχούμενος από ποικίλες ψυχικές συγκρούσεις άνθρωπος δεν μπορεί να εκφραστεί κοινωνικά γιατί δεν μπορεί να «συναντήσει» το κοινωνικό σύνολο και δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις ανθρώπινες μονάδες του.



Αντίθετα, ο ασκητής της ερήμου με την εσωτερική του «κοινωνική» ισορροπία, αν και ζει μακριά από το κοινωνικό σύνολο, είναι κυριευμένος από την αγάπη προς τον αδελφό. «Γινώσκομεν, λέει ο άγιος Ισαάκ, ότι χωρίς της του πλησίον αγάπης, ουδέ ο νους δύναται εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Το αίτημα της ενώσεως με το Θεό είναι ένα αίτημα «κοινωνίας», αφού πρόκειται για τη βίωση της κατ’ εξοχήν διαπροσωπικής σχέσεως, της σχέσεως με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι μέσα στην πνευματική περιοχή της κοινωνίας αυτής η αγάπη του αδελφού είναι μια ζωντανή παρουσία. Άλλωστε πώς θα μπορούσε «μόνος» ο ασκητής να βιώσει μια τέτοια κοινωνία; Αν ήταν πραγματικά απομονωμένος από τον αδελφό, δεν θα μπορούσε «ο νους εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Γι’ αυτό ο ασκητής αγαπά πηγαία τον αδελφό και μέσα στην ερημιά της διαμονής του εκφράζει μια γνήσια κοινωνικότητα.



Η έμπρακτη αγάπη για τον αδελφό εκφράζεται πρώτα-πρώτα στη συμπαράσταση στο βασικό πρόβλημα της ζωής· τη βίωση της ενοχής. «Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι. Και εάν διά τον Θεόν κινήσαι κατ’ αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού». Κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά· «άπλωσον τον χιτώνα σου επί τον πταίοντα, και σκέπασον αυτόν». Και εάν δεν μπορείς, συνεχίζει ο άγιος Ισαάκ, να αναλάβεις εσύ τις αμαρτίες του και να βίωσης αντ’ αυτού την αισχύνη της ενοχής του, τουλάχιστον μη τον περιφρονείς γιατί είναι αδελφός σου. Ο ασκητής της ερήμου φρονεί, ότι, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, πρέπει να εκδηλώνεται μια αγάπη βαθειά και πηγαία που μπορεί να σκεπάζει κάθε αδύνατη πλευρά του αδελφού. Έτσι αυτός που αγαπά δεν ωφελεί μόνο τον αδελφό αλλά γιατρεύει συγχρόνως και τη δική του ψυχή.



«Ο διορθούμενος τον αδελφόν αυτού εν τω ταμείω αυτού την ιδίαν κακίαν ιάται· και ο κατηγορών τινά εν συναθροίσματι ενισχύει τα ίδια τραύματα».



Στην ασκητική αυτή σκέψη μπορεί να δει ο σύγχρονος άνθρωπος τη δυναμική όψη της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι εδώ μια συναισθηματική έξαρση μ’ ένα χαρακτήρα παθητικό ή ενεργητικά ουδέτερο. Είναι, πριν απ’ όλα, μια δυναμική αμοιβαία σχέση που το ιδιαίτερο γνώρισμά της είναι ότι όσο εκφράζεται τόσο θεραπεύει τον εαυτό της. Αυτός που γνωρίζει να σέβεται την αδυναμία του αδελφού ξεκινά από μια άμεση εμπειρία αυτοσεβασμού. Και καθ’ ον χρόνο συμπεριφέρεται σ’ αυ¬τόν με ευγένεια «την ιδίαν κακίαν ιάται». Εδώ ακριβώς υπογραμμίζεται ζωηρά η οικοδομητική αξία της διαπροσωπικής σχέσεως. Την πνευματική του δηλαδή προκοπή θα την κατορθώσει κανείς μέσα στην κοινωνική αμοιβαιότητα. Και αν ακόμη απομονώνεται στην πιο σκληρή έρημο, δεν μπορεί να αποξενωθεί από την εμπειρία της αδελφικής αγάπης που οικοδομεί και «παιδεύει». Αρκεί η αδελφική αγάπη να μην εμποδίζει τη «συνομιλία» με το Θεό. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν μπορεί ο ασκητής της ερήμου να μην εκφράσει τη βαθειά του συμπάθεια για την κοινωνία με τον αδελφό. «Τί ωραία και επαινετή έστιν η αγάπη του πλησίον, εάν μη η μέριμνα αυτής περισπάση ημάς εκ της αγάπης του Θεού. Τί ηδεία έστιν η συντυχία των πνευματικών ημών αδελφών, εάν δυνηθώμεν φυλάξαι μετ’ αυτής και την μετά του Θεού!».



Η θέση του ασκητού έναντι της αδελφικής αγάπης δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία για τους άλλους. Ο ασκητής της ερήμου δεν εκθειάζει την αγάπη αυτή για να προτρέψει τους άλλους να τη ζήσουν, ενώ αυτός παραμένει περιτειχισμένος μέσα στην απόλυτη «ησυχία» του. «Πολλοί εξ αυτών (των ασκητών) τοις θηρίοις, και τω ξίφει, και τω πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυτών διά τον πλησίον». Δεν δίστασε ο ασκητής της ερήμου, όπου χρειάστηκε, να θυσιάσει την «ησυχία» του, αλλά και τη ζωή του χάριν της αγάπης του αδελφού. Έτσι σε πολλές ασκητικές διηγήσεις μάς παραδίδεται ένας απερίγραπτος και συγκλονιστικός πλούτος ζωντανής αδελφικής αγάπης.



Ο αββάς Αγάθων είχε διακριθεί πολύ στην εκδήλωση της αδελφικής αγάπης και δεν ησύχαζε αν δεν έκανε, όταν μπορούσε, κάτι καλό για τον πλησίον. «Ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον αυτού». Φροντίζοντας δε πάντα να ξεπεράσει τον εαυτό του σε έκφραση αγάπης, έλεγε· «Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού, και δούναι το εμόν». «Είδες αγάπην τελείαν»;



Κάποτε, διηγούνται οι ασκητικοί πατέρες, ο άγιος Μακάριος επισκέφθηκε ένα ασθενή αδελφό και, κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλησίον του, τον ερώτησε αν είχε ανάγκη από κανένα πράγμα. Ο ασθενής απήντησε·«ολίγου τρυφερού άρτου». Στη μοναχική αδελφότητα του ασθενούς αδελφού έψηναν μια φορά το χρόνο το ψωμί όλης της χρονιάς. Κι ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε φαίνεται να τραφεί με τόσο σκληρό παξιμάδι. Αμέσως τότε «αναστάς ο αξιομακάριστος εκείνος ανήρ, καίπερ τυγχάνων ετών ενενήκοντα», ξεκίνησε από τη σκήτη του ασθενούς αδελφού και επορεύθη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί, αφού «ηλλάξατο τους ξηρούς άρτους εις απαλούς, τους έφερε, πάλιν πεζοπορών, στον ασθενή μοναχό». Στην αδελφική αυτή πράξη βλέπει κανείς ασφαλώς το γνήσιο κοινωνικό περιεχόμενο της ασκητικής ησυχίας.



Για τον αββά Αγάθωνα, που υπήρξε «ανήρ εμπειρότατος πάντων των κατ’ εκείνον τον καιρόν Μοναχών, και την σιωπήν και την ησυχίαν υπέρ πάντας τιμών», διηγούνται και τα εξής.



Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ένα πανηγύρι σε μια κοντινή στη σκήτη του πόλη, επήγε ο άγιος να πουλήσει το εργόχειρό του για να αγοράσει τα παξιμάδια της χρονιάς. Αλλά συνέβη να συναντήσει στην αγορά «ξένον τινά ερριμένον και ασθενούντα». Τότε δεν χάνει την ευκαιρία να εκδηλώσει και στην περίπτωση αυτή την πλούσια αδελφική του αγάπη. Αναλαμβάνει υπό την προστασία του τον εγκαταλελειμμένο και άρρωστο αδελφό. Μισθώνει οικία και τον στεγάζει, φροντίζοντας να κάνει το παν για να αναρρώσει το συντομότερο. Συγχρόνως εργάζεται «ταις ιδίαις χερσίν» για να πληρώνει τα έξοδα αυτής της συμπαραστάσεώς του στον ασθενή. Έτσι σε έξη μήνες έγινε ο ξένος υγιής και ο άγιος επέστρεψε στην ησυχία του. «Αύτη εστίν η τελεία αγάπη».



Τέλος σε μια επιστολή του υπενθυμίζει ο άγιος Ισαάκ ότι κάποιος από τους ασκητικούς πατέρες δίδαξε πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να λυτρώσει τον Μοναχό από τον δαίμονα της υπερηφάνειας και της πορνείας εκτός από την άσκηση μιας «κοινωνικής» αποστολής. Δηλ. ο Μοναχός που περιποιείται ασθενείς και «κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός» αναπληρώνει πολλές πνευματικές προσπάθειες, που θα εχρειάζετο να καταβάλλει, για να απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις του πονηρού.



Αλλά και πολλές άλλες διηγήσεις και περιστατικά της μοναχικής πολιτείας δείχνουν πως η ασκητική τελειότητα εκφράζεται θαυμάσια στην αγάπη για τον αδελφό. Μάλιστα η αγάπη αυτή, σαν έμπρακτη βίωση, είναι κριτήριο της τελειότητας. «Των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ’ ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων» .



Έτσι η επιφανειακή αντικοινωνική μόνωση του ασκητικού βίου είναι το ταπεινό εξωτερικό ένδυμα που καλύπτει μια ασύγκριτη πνευματική ομορφιά. Το πνευματικό βάθος της ασκήσεως, και στη πιο σκληρή μορφή της «ακρότατης μονώσεως», είναι βίωση της αδελφικής αγάπης που γεννάται από τη μυστική ένωση με το Θεό, την απόλυτη και άπειρη Αγάπη!

Ιωάννη Κορναράκη
 «Ανταύγειες της Πατερικής ερήμου μέσα στο σύγχρονο κόσμο»,
εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 41-50

πηγή ηλ. κειμένου: www.pemptousia.gr/

" Λειτουργικά "

Συνέντευξη
του μακαριστού  Ιωάννη Φουντούλη
Καθηγητή Πανεπιστημίου



Ο κ. Ιωάννης Μ. Φουντούλης διετέλεσε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην έδρα της Λειτουργικής. Γεννήθηκε το 1927 στο Μεσαγρό της Λέσβου από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε με άριστα. Στη συνέχεια έκαμε άριστες μεταπτυχιακές σπουδές στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ανηγορεύθη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί και εκπονήσει μελέτες και βιβλία επί λειτουργικών χειρογράφων σε βιβλιοθήκες και μουσεία του εσωτερικού και του εξωτερικού. Αρθρογραφεί σε πληθώρα περιοδικών εντός και εκτός Ελλάδος και συνεχίζει και πέραν της συνταξιοδοτήσεώς του να εργάζεται δημιουργικά στο χώρο της Ελλαδικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η τοπική Εκκλησία τού οφείλει πολλά, δεδομένου ότι συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανίχνευση και προβολή των Λεσβίων Αγίων. Συνδέθηκε πνευματικά και συγγενικά με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β΄. 
Απεβίωσε το 2007.



ΕΡ.: κ. Καθηγητά, η Ορθόδοξη Θεία Λατρεία σήμερα διατηρεί την παράδοση των πρώτων χριστιανικών αιώνων;
ΑΠ.: Σε γενικές γραμμές ναι. Η παράδοση γενικότερα και η λειτουργική μας παράδοση ειδικότερα, δεν είναι κάτι στατικό. Δεν είναι μουσειακό είδος· τα μουσειακά είδη παραμένουν ως σήμερα έτσι ακριβώς όπως ήταν χθες. Η παράδοση δέχτηκε και επιδέχεται μια εξέλιξη. Aναζητά το τελειότερο, αλλά διατηρεί το παλαιό. Περιφρουρεί εκείνο που παρέλαβε, αλλά με μια μορφή τελείως πορευομένη στο σήμερα.

ΕΡ.: Πρέπει να γονατίζουμε κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας;
ΑΠ: Η παράδοση της Εκκλησίας μας είναι σαφής. Η Θεία Λειτουργία είναι αναστάσιμο μυστήριο, οποιαδήποτε μέρα κι αν τελείται, και ως εκ τούτου ποτέ κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας δεν γονατίζουμε. Θεία Λειτουργία δεν τελείται τις ημέρες της κατανύξεως, από τη Δευτέρα μέχρι και τη Παρασκευή των εβδομάδων της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτές είναι ημέρες πένθους, και αυτές μόνο είναι ημέρες γονυκλισίας. Η κλίση των γονάτων στη Θεία Λειτουργία όλες τις ημέρες του έτους είναι ασυμβίβαστη πράξη, ακόμα και κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Ιστορικά αν εξετάσουμε το θέμα, βρίσκουμε ότι καθιερώθηκε αρχικά στους Ρωμαιοκαθολικούς. Εκείνοι επέβαλαν την κλίση των γονάτων κατά τον καθαγιασμό, ακριβώς για να “ξυπνήσουν” το λαό τους κάπου ενδιάμεσα της Θείας Λειτουργίας τους, επειδή ετελείτο στη λατινική γλώσσα, σε γλώσσα άγνωστη και ακατανόητη. Το μιμήθηκαν οι Ρώσοι και στη συνέχεια η βασίλισσα Όλγα, η οποία ήταν Ρωσίδα και ευσεβεστάτη γυναίκα, το εισήγαγε στη χώρα μας μαζί με παρόμοια έθιμα. Αρχικά στο παλάτι και στη συνέχεια το αποδέχθηκαν οι χριστιανικές οργανώσεις, που το καλλιέργησαν στον ακατήχητο τότε και ολιγογράμματο λαό μας. Μερικοί αντέδρασαν, μεταξύ αυτών και ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μηθύμνης Ιάκωβος Μαλλιαρός, ο οποίος μάλιστα, όταν οι εκκλησιαζόμενοι γονάτιζαν μέσα στο Ναό κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, έβγαινε επιτιμητικά στην Ωραία Πύλη και έλεγε: “Τι είναι εδώ; Φραγκοκκλησιά ή τζαμί και γονατίζετε;” Δε νομίζω πως επικράτησε η γονυκλισία κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, γιατί, αν κοιτάξουμε σήμερα το εκκλησίασμά μας, ένας στους εκατό γονατίζει. Άρα δεν υιοθετήθηκε από την Ορθοδοξία και δεν έχει κανένα νόημα να παραμείνει η γονυκλισία κατά τη Θεία Λειτουργία. Πολλοί ισχυρίζονται πως η στιγμή της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων είναι η σπουδαιότερη και η ιερότερη, γι’ αυτό και γονατίζουν. Όμως κι άλλες στιγμές είναι εξίσου σπουδαίες και ιερές, λ.χ. η ώρα της Θείας Μεταλήψεως· είναι η στιγμή της άμεσης κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό, κι όμως δε γονατίζουμε.

ΕΡ.: Ποια η θέση σας για την αλλαγή της γλώσσας των λειτουργικών μας κειμένων;
ΑΠ.: Έχουν ακουστεί πολλά. Θεωρώ πως είναι το δυσκολότερο θέμα που έχει να αντιμετωπίσει μια αναγεννητική προσπάθεια από την πλευρά πάντα της Εκκλησίας μας. Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει θέμα γλώσσας· θεωρητικά. Γιατί πάντα η Ανατολή λάτρευε το Θεό στη γλώσσα του λαού. Άλλωστε στο σταυρό του Χριστού η αιτία της σταυρώσεως στην επιγραφή ήταν γραμμένη “ελληνιστί, εβραϊστί, ρωμαϊστί”. Μπορούμε να προσευχόμαστε στη γλώσσα που μας εκφράζει. Η γλώσσα του κάθε τόπου είναι σεβαστή. Δεν είναι εύκολο να μεταφραστεί λ.χ. η Θεία Λειτουργία. Η μετάφραση κάθε κειμένου είναι δύσκολη υπόθεση. Ας προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε λ.χ. το “Πάτερ ημών” ή το “Άγιος ο Θεός”. Τι θα πει “Άγιος ο Θεός”; Πού είναι το ρήμα; Θα το μεταφράσουμε: “Άγιε Θεέ, Άγιε Ισχυρέ, Άγιε Αθάνατε ελέησέ μας” ή ”Άγιος είναι ο Θεός, Άγιος και Ισχυρός, Άγιος και Αθάνατος. Ελέησον ημάς”; Είναι και οι δύο κανονικές μεταφράσεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο το έργο της μεταφράσεως. Όταν φτάσει όμως ο λαός μας στο σημείο να μην καταλαβαίνει τα ελληνικά, αυτομάτως τα κείμενα πρέπει να μεταφραστούν. Σ’ αυτό το σημείο όμως, δόξα στο Θεό, δεν έχουμε φθάσει. Ο πιστός λαός είναι ο δέκτης και ο φορέας της λατρείας. Δεν βρισκόμαστε σ’ αυτό το στάδιο. Αυτό να το συνειδητοποιήσουμε. Τ’ άλλα, τα οποία ακούγονται, θεωρώ πως είναι υπερβολές. Δεν μηδενίζω το πρόβλημα. Είναι πρόβλημα, αλλά δεν έχει τις διαστάσεις που του δίνουμε. Τέλος, ας τονίσουμε πως δεν υπάρχει ιερή γλώσσα. Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, π. Αναστάσιος, μεταφράζει και τελεί τη Λειτουργία στα αλβανικά. Γιατί; Γιατί είναι απαίτηση πρακτική, είναι ανάγκη. Το ίδιο συμβαίνει και γενικότερα στην εξωτερική ιεραποστολή. Στη χώρα μας μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με ένα διαφωτιστικό κήρυγμα, με την κατήχηση, με το έντυπο και με διάφορες άλλες ποιμαντικές ενέργειες των ποιμένων της Εκκλησίας που αγωνιούν για τη σωτηρία του ποιμνίου τους.

 
 
Υάκινθος

" Mύχια λύρα "

 
πηγή : Το κάλλος θα σώσει τον κόσμο  
 

Η προσευχή εκείνη με συνόδευε τότε που η ηλικία μου πλησίαζε ήδη τα 17 ή 18 χρόνια· είναι δύσκολο να πω με ακρίβεια. Εκείνα τα χρόνια διάβαζα για τον βουδισμό, τη γιόγκα και άλλα μυστικιστικά βιβλία. Και μου φαινόταν [//28] ότι το Ευαγγέλιο ήταν λιγότερο βαθύ από τις άλλες παρόμοιες διδασκαλίες.
Σκέφθηκα ότι το Ευαγγέλιο λέει: «Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον» .Αναλογίστηκα: «Αυτό είναι ψυχισμός, ενώ οι άλλες διδασκαλίες μιλούσαν για το Υπερ-προσωπικό Απόλυτο». Αγαπούσα πολύ να προσεύχομαι και με την προσευχή αυτή φύλαξα την αγάπη μου προς τον Χριστό, δηλαδή δεν απέρριψα το παλαιό. Το νέο όμως μου φαινόταν πιο βαθύ.
 
Στην κατάσταση αυτή της έντασης έζησα πολλά χρόνια. Είχα εργαστήριο στην πλατεία Μπόρμπι. Εκεί η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική συνοδευόταν διαρκώς από τη σκέψη της μετάβασης στην αιωνιότητα. Δεν με συγκινούσε η αφηρημένη τέχνη της εποχής εκείνης που φιλοτεχνούσε διακοσμητικά θέματα. Περνούσα ώρες δουλεύοντας πάνω σε κάθε τοπίο ή προσωπογραφία. Η σκέψη μου χανόταν στην αίσθηση του μυστηρίου της φύσεως. Συνήθως παρατηρείται το φαινόμενο, κατά το οποίο οι άνθρωποι απλώς για να προσανατολισθούν παρατηρούν διάφορα αντικείμενα: τον ουρανό, τα σπίτια, τα χωριά, τους ανθρώπους. Για μένα το καθένα από τα φαινόμενα αυτά ήταν απρόσιτο μυστήριο. Με αυτό τον τρόπο γεννιέται η θεώρηση αυτή. Να τι με εξέπληττε: Από αυτή τη θεώρηση αναπτύσσεται ένα αίσθημα ωραιότητος, γιατί όσο βαθύτερα εισχωρείς στην ασυνήθιστη πολυπλοκότητα οποιουδήποτε φαινομένου της ζωής, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι την ωραιότητά του. Μερικές φορές αναπτυσσόταν μέσα μου ένα αίσθημα ωραιότητος σε τέτοιο βαθμό, που υπό την επίδρασή του έχανα εντελώς την αίσθηση του χρόνου.Βέβαια είναι δύσκολο να διηγηθώ για τις ατέλειωτες εκείνες ημέρες που περνούσα στο εργαστήριό μου, κάποτε από το πρωΐ έως αργά το βράδυ.
 
Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, όλο τον καιρό δύο πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου: το ένα ήταν η σκέψη για το Υπερ-προσωπικό Απόλυτο, και το άλλο, το πώς μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τα όρια της μικρής και σύντομης ζωής. Δηλαδή το πνεύμα του ανθρώπου δεν αποδέχεται την ιδέα του θανάτου. Θυμάμαι ότι τότε είχαν τεράστια επίδραση επάνω μου τα λόγια του Πούσκιν:
 
Όχι, ολόκληρος δεν θα πεθάνω, η ψυχή σαν μύχια λύρα διαλαλεί ότι το λείψανό μου θα επιζήσει και τη φθορά θα ξεφύγει …

 
Είναι δύσκολο να πούμε τι είχε στο μυαλό του ο Πούσκιν όταν έλεγε, «όχι, ολόκληρος δεν θα πεθάνω». Παρ’ όλα αυτά είχε περισσότερο την ιδέα της ιστορικής αθανασίας:
«Η ψυχή σαν μύχια λύρα διαλαλεί ότι το λείψανό μου θα επιζήσει».

 
Θυμάμαι ότι κάποτε διάβαζα ένα σπουδαίο βιβλίο όπου περιγράφονταν τέσσερα είδη αθανασίας: Η υλιστική, σύμφωνα με την οποία τα άτομα είναι αμετάβλητα και η ύλη παραμένει αιώνια όπως είναι. Η ιστορική, κατά την οποία ο δοξασμένος άνθρωπος ζει στη μνήμη των γενεών στους αιώνες. Η πανθεϊστική, που δέχεται ότι ο κόσμος προέρχεται από κάποια πηγή, από κάποιο Απόλυτο και προς αυτό επιστρέφει. Και τέλος, αυτή την οποία αναφέρει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, δηλαδή η προσωπική αθανασία.

 
Πρέπει να πω ότι η υλιστική αθανασία δεν με ενδιέφερε. Η ιστορική με ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο. Η πανθεϊστική ήταν για μένα παρεμφερής με την υλιστική: Θα επιστρέψω σ’ αυτό που ήμουν από την αρχή, όσα δισεκατομμύρια αιώνες και αν περάσουν, χωρίς να θυμάμαι τίποτε [//30] και η συνείδησή μου θα χαθεί. Έτσι η παρουσία μου στον κόσμο ως προσώπου εμφανιζόταν ως παράλογη διαδικασία:

 
Όλα τα παθήματά μου, όλες οι σκέψεις για οτιδήποτε, όλος ο αγώνας μου, όλα φαίνονταν μάταια. «Καλά, επιβιώνω σ’ αυτό τον αγώνα 30, 40, ακόμη και100 χρόνια. Κι έπειτα τί; Θα εξαφανισθώ;». Όλα μου φαίνονταν παράλογα.
Παρόλο που η πανθεϊστική αθανασία λίγο με ενδιέφερε,όμως η σκέψη αυτή για το Υπερπροσωπικό Απόλυτο παρέμενε μέσα μου για πολύν καιρό πολύ δυνατή, ακόμη και τότε, όταν ήδη είχα φύγει για το εξωτερικό. Το πρώτο «χτύπημα» το δέχθηκα στην πάροδο Μιλιούτινσκ, εκεί όπου ενώνονται η οδός Σρέτενκα με τη Λιουμπιάνκα. Μερικά μέτρα μετά από εκείνη τη γωνία μου ήρθε η σκέψη:
- Προσεύχεσαι;
- Ναι.
- Κι ακόμη σκέφτεσαι για την αθανασία;
- Ναι.
- Αλλά το Ευαγγέλιο λέει: «Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον σου».
Σε μια στιγμή πέρασε αυτή η σκέψη. Αλλά μου παρουσιάσθηκε μία εικόνα, ότι υπάρχει κάτι υψηλότερο από Αυτό για το Οποίο μιλάει το Ευαγγέλιο. Και τότε, παρά τη συνήθειά μου να προσεύχομαι, άρχισα με μεγάλη δυσκολία να αναχαιτίζω μέσα μου εκείνη την προσευχή. Μου ήταν δύσκολο να περνώ κοντά από μερικούς ναούς. Υπήρχε στην πόλη το παρεκκλήσι του Αγίου Σεργίου. Δεν μπορούσα στην αρχή να περάσω από μπροστά του, και αποφάσισα να απομακρυνθώ από την παιδική προσευχή μου.

 
Έτσι η σκέψη για το απόλυτο Είναι με συνόδευε συνεχώς, και χωρίς αυτήν κάθε τέχνη και κάθε φαινόμενο της ζωής δεν είχε νόημα: Αν αυτό αύριο εξαφανισθεί, ούτε εγώ θα υπάρχω, ούτε το πρόσωπο που αγαπώ ή ζωγραφίζω. Αυτό μου φαινόταν τόσο παράλογα απαράδεκτο ώστε, παρ’ όλη τη δυσκολία, συνέχιζα να σκέφτομαι για αυτό το ρήγμα στην αιωνιότητα, για την έξοδο από αυτά τα στενά όρια του χρόνου και του χώρου. Αν έτσι αντιμετωπίζεις τη ζωή, όλος ο κόσμος φανερώνεται με άλλη εικόνα. Θυμάμαι ότι κάθε αντικείμενο που παρατηρούσα μπορεί να μου φαινόταν έτσι, ώστε να ξεχνώ εντελώς τα πάντα.Ήταν απρόσιτο μυστήριο, πώς από το Μη-Όν γεννιέται αυτό το Όν. Μια φορά ζωγράφιζα την Μαρία, και μου ήρθε η εξής σκέψη: Πώς περνάς πέρα από τα όρια του θανάτου; Πέρασαν τρεις ώρες και αλήθεια δεν αισθάνθηκα καθόλου εκείνο τον χρόνο: Θα μπορούσα να πω ότι για μένα είχαν περάσει δέκα λεπτά. Και τότε βλέπω στο πρόσωπο της Μαρίας να κυλούν δάκρυα. Της λέω:
- Μαρία, τι συμβαίνει;
- Δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα.

 
Κοιταζόμασταν επί τρεις ώρες: Την ζωγράφιζα τρεις ώρες χωρίς διακοπή. Αυτό ήταν ένα επεισόδιο, του οποίου μάρτυρας ήταν η Μαρία. Και αυτό συνέβαινε πολύ συχνά.

 
Κάθε άνθρωπος κατέχει το ένα ή το άλλο χάρισμα με το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ας πούμε, οι συγγραφείς δια του λόγου προσεγγίζουν τον κόσμο με τη λογοτεχνία, οι ποιητές με την ποίηση, οι μουσικοί με τους ήχους και οι ζωγράφοι με την όψη του ορατού κόσμου. Και όταν όλη η προσοχή του ανθρώπου συγκεντρώνεται σε αυτό που θα λέγαμε ότι μοιάζει με το ορατό, πραγματοποιείται κάποια ταύτιση. Όλα γίνονται είτε θέαμα είτε άκουσμα είτε, ας το πούμε έτσι, ποιητική αντίληψη του κόσμου και τα παρόμοια.
 
Για μένα ο κόσμος ήταν η ζωγραφική. Το μυστήριο αυτού του οράματος με κρατούσε αλυσοδεμένο με τον εαυτό μου. Και από αυτή την αίσθηση της ωραιότητος δέχθηκα και αρρωστημένες μορφές, διότι όλα τα μέσα που διέθετα στη ζωγραφική ήταν μηδαμινά: Δεν μπορούσαν να εκφράσουν αυτό το όραμα.Ευρισκόμενος όλο τον καιρό στην κατάσταση αυτή, πέρασα κάπως έξω από τα ιστορικά γεγονότα. Όλο μου το είναι ήταν φυλακισμένο στην αναζήτηση εξόδου από τα στενά πλαίσια του χρόνου και του χώρου. Για μένα τα μεγαλύτερα γεγονότα δεν ήταν κάποια ιστορικά συμβάντα, αλλά μόνο η έξοδος του ανθρώπου από το πλαίσιο του θανάτου, η εισόρμηση στην αθανασία.

 

 

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Η αίρεση του Filioque





Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


πηγή : egolpion.com


Το Filioque η βασική διαφορά

Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Φραγκολατίνων είναι η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, το λεγόμενο Filioque. Οι Φραγκολατίνοι προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση αυτή, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιόν (Filioque), αλλοιώνοντας έτσι τον λόγο του Χριστού και την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε και Συνοδικά με την Β' Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και με άλλες Συνόδους. Στο σημείο αυτό επικεντρώθηκε η αντιαιρετική πολεμική πολλών Πατέρων, κυρίως εδώ να θυμίσω τους τρεις μεγάλους Φωστήρας, ήτοι τον Μέγα Φώτιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και τον άγιο Μάρκο Εφέσου, τον Ευγενικό.

Πολύ νωρίς άρχισε στον δυτικό χώρο της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να αναπτύσσεται η διδασκαλία ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, καταργώντας έτσι τις ενδοτριαδικές σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Με την πάροδο όμως του χρόνου αυτό το θέμα απέβη το κεντρικό σημείο της διαφοροποιήσεως της Δυτικής "Εκκλησίας" από την Ανατολική Εκκλησία. Θα ήθελα να σημειώσω μερικά χαρακτηριστικά σημεία στα οποία φαίνεται η εμμονή του Παπισμού στην αιρετική αυτή διδασκαλία.

Όταν την 15 Ιουλίου του 1054 ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος, απεσταλμένος του Πάπα έθεσε στην αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, τον λίβελλο δια του οποίου αναθεματίζονταν ο Πατριάρχης και όλοι οι Ορθόδοξοι ως αιρετικοί, η βασική κατηγορία ήταν ότι ο Πατριάρχης και οι Ορθόδοξοι διέσπειραν πολλά ζιζάνια και "ως Πνευματομάχοι ή Θεομάχοι απέκοψαν από του Συμβόλου του αγίου Πνεύματος την εκπόρευσιν εκ του Υιού". Δηλαδή μας κατηγορούσαν ότι εμείς απεκόψαμεν την φράση αυτή από το Σύμβολο που θέσπισε η Β' Οικουμενική Σύνοδος!!

Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήρθησαν αυτά τα αναθέματα και επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα, γιατί με μια απλή πράξη ήρθησαν τα αναθέματα, αλλά δεν ήρθη η αίρεση του Filioque, η οποία μάλιστα ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο.

Ο μεγαλύτερος θεολόγος των παπικών, ο Θωμάς Ακινάτης, τον οποίον ονομάζουν "Doctor angelicus" (διδάσκαλο αγγελικό) υποστηρίζει αυτήν την αίρεση. Σε ένα σημείο της διδασκαλίας του γράφει: "Το άρα είναι αρχήν του αγίου Πνεύματος κοινόν εστι Πατρί και Υιώ". Και σε άλλο σημείο γράφει: "Ο Πατήρ και ο Υιός μία εστιν αρχή του αγίου Πνεύματος". Και προχωρεί: "Και εάν ελέγετο ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, ο Υιός δεν θα απεκλείετο αυτής της εκπορεύσεως".

Όλες οι προσπάθειες για την ένωση των "Εκκλησιών" μετά το σχίσμα του 1054 είχαν σαν κέντρο την αίρεση του Filioque, με την διαφορά ότι οι Ορθόδοξοι πρότειναν την αποβολή της προσθήκης και της διδασκαλίας από το Σύμβολο της Πίστεως, ενώ οι Λατίνοι υπεραμύνονταν της διδασκαλίας αυτής και μάλιστα ισχυρίζονταν ότι οι Ορθόδοξοι αφήρεσαν από το Σύμβολο της Πίστεως την φράση αυτή. Ενδεικτικώς αναφέρω ότι στην Σύνοδο της Λυώνος το 1274 και στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39 το Filioque ήταν το κέντρο των συζητήσεων και βεβαίως ύστερα από πιέσεις και εκβιασμούς επιβλήθηκε στους Ορθοδόξους με επαινετές εξαιρέσεις, όπως του αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Αλλά και όλες οι προσπάθειες των Ορθοδόξων για να επανέλθουν οι Λατίνοι στην Ορθόδοξη Πίστη προσέκρουαν στην δογματική τους διδασκαλία περί του Filioque.

Το σχίσμα λοιπόν, μεταξύ των δύο Εκκλησιών έγινε από την αίρεση του Filioque, γι' αυτό και ο Γεννάδιος Σχολάριος είπε: "τό σχίσμα γέγονεν μάλιστα δια την εν τω Συμβόλω πρόσθεσιν και ότι καλώς απεστράφημεν τους Λατίνους δια την πρόσθεσιν αποστροφής ούσαν αξίαν". Και οι Πατέρες της Εκκλησίας ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατη η επαναφορά του Παπισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία από την οποία διεσπάσθησαν αν δεν αποσυρθή η αίρεση του Filioque.


Η θεολογική αντίκρουση του Filioque

Θα δούμε μερικές βασικές θέσεις της αιρέσεως του Filioque, για να φανή η μεγάλη σημασία του θέματος αυτού.

α) Κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο δεν πρέπει να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε ούτε μία λέξη από το εν χρήσει Σύμβολο της Πίστεως. Και βέβαια εννοείται το Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, γιατί κάθε Σύνοδος αναγνώρισε τις αποφάσεις της προηγουμένης.

β) Το θέμα της Αγίας Τριάδος είναι μυστήριο που δεν μπορεί να κατανοήση η ανθρώπινη λογική. Μόνο το δόγμα περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος μπορούμε να κατανοήσουμε, όχι όμως και το μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι παραμένουμε στους αποκαλυπτικούς λόγους του Χριστού, χωρίς να τους επεξεργαζόμαστε λογικά.

γ) Ο Χριστός μας απεκάλυψε την σχέση των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Απόστολοι απέκτησαν προσωπική γνώση την ημέρα της Πεντηκοστής. Έτσι, το μυστήριο της Αγίας Τριάδος είναι θέμα αποκαλύψεως του Ιδίου του Θεού και όχι ανακαλύψεως του ανθρώπου. Αυτή η αποκάλυψη δόθηκε "άπαξ" την ημέρα της Πεντηκοστής (επιστολή Ιούδα στίχ. 3). Οι άγιοι δια μέσου των αιώνων μετέχουν σε αυτήν την αποκάλυψη που δέχθηκαν οι Απόστολοι την Πεντηκοστή. Λέγεται αυτό γιατί οι Λατίνοι ανέπτυξαν την περίεργη θεωρία ότι δια μέσου των αιώνων κατανοούμε καλύτερα και εμβαθύνουμε στην Αποκάλυψη. Αυτό συνδέεται με τον σχολαστικισμό. Στην Ορθοδοξία λέμε ότι το δόγμα του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος το βιώνουν όσοι φθάνουν στην Αποκάλυψη και το εκφράζουν ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής.

δ) Ο Χριστός απεκάλυψε ότι ο Λόγος του Θεού γεννάται και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Έτσι, ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός είναι γεννητός και το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία ή φύση και ακοινώνητα προσωπικά ιδιώματα, που είναι το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτό. Η σύγχυση μεταξύ των ιδιωμάτων ανατρέπει τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Αν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, τότε μπορούν να συμβούν δύο πράγματα. Το ένα να γεννάται και ο Υιός από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, γιατί διαφορετικά το Άγιο Πνεύμα αφού θα υπήρχε δυάδα (Πατήρ - Υιός) θα ήταν κατώτερο. Το άλλο, αν δε συμβαίνη το προηγούμενο, για να είναι και το Άγιο Πνεύμα ισότιμο με τα άλλα πρόσωπα, πρέπει και από αυτό να προέρχεται κάτι, οπότε διαλύεται ο Τριαδικός Θεός, αφού εισάγεται και τέταρτο πρόσωπο.

ε) Παραμένοντας στον λόγο του Χριστού λέμε ότι ο Λόγος γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα (Ιω. ιε', 26). Όμως, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το πώς γίνεται αυτό και το γιατί γίνεται έτσι. Το θέμα αυτό το αντιμετωπίζουμε αποφατικά. Είναι απαραίτητη η λεγομένη αποφατική θεολογία. Για τον Θεό γνωρίζουμε "ότι εστί", δηλαδή ότι υπάρχει, αλλά αγνοούμε τόσο το "τί εστίν" η ουσία, όσο και το "πώς εστίν" τα πρόσωπα. Τα υποστατικά ιδιώματα, αγέννητο του Πατρός, γεννητό του Υιού, εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος, είναι ο τρόπος υπάρξεως, δηλαδή είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν τα Πρόσωπα.

Έτσι, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού. Στην ελληνική γλώσσα άλλο είναι η εκπόρευση και άλλο η πέμψη. Η πέμψη δεν είναι υποστατικό ιδίωμα, δεν είναι τρόπος υπάρξεως, αλλά αποστολή. Η εκπόρευση είναι υποστατικό ιδίωμα, ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος, ενώ η πέμψη είναι η αποστολή και φανέρωση στον κόσμο, που γίνεται δια του Υιού, όπως και ο Υιός ενανθρωπίζει δια του Αγίου Πνεύματος. Όπως η δια του Αγίου Πνεύματος ενανθρώπηση του Λόγου δεν ταυτίζεται με την αΐδια γέννηση του Λόγου από τον Πατέρα, έτσι και η πέμψη του Αγίου Πνεύματος, δια του Χριστού, δεν ταυτίζεται με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα.

στ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο άγιος Μάρκος Ευγενικός δέχονται αποστολή και πέμψη του Αγίου Πνεύματος δια και εκ του Υιού, όπως γίνεται και σε μερικά παλαιά πατερικά κείμενα, αλλά με την έννοια της εν χρόνω κατ' ενέργειαν φανερώσεως του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Δηλαδή, άλλο είναι η προαιωνία κατ' ουσίαν εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται μόνο από τον Πατέρα, και άλλο είναι η κατ' ενέργειαν εν χρόνω φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται εκ του Πατρός δια του Υιού, ή ακόμη εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτή την λεπτή διαφορά, που είναι ουσιαστική δεν έχουν καταλάβει οι Λατίνοι και παρερμηνεύουν τα σχετικά κείμενα.ζ) Η βασικότερη διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού βρίσκεται στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αφού η ουσία του Θεού είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Εάν η ουσία είναι άκτιστη, άκτιστη είναι και η ενέργειά της, και εάν η ουσία είναι κτιστή, κτιστή είναι και η ενέργειά της. Ο Θωμάς ο Ακινάτης και οι σύγχρονοι Παπικοί θεολόγοι πιστεύουν στην actus purus. Δέχονται, δηλαδή, ότι η άκτιστη ουσία ταυτίζεται απολύτως με την καθαρά ενέργεια του Θεού και ο άνθρωπος δεν έρχεται σε σχέση και κοινωνία με την actus purus, αλλά με κτιστή ενέργεια του Θεού. Έτσι, εισάγουν στον Θεό κτιστές ενέργειες, πράγμα το οποίο καθιστά αδύνατη την σωτηρία του ανθρώπου, αφού αυτή δεν μπορεί να επιτευχθή με κτιστές ενέργειες.

Αν προσέξη κανείς επισταμένως, θα διαπιστώση ότι η συζήτηση για την εκπόρευση και πέμψη του Αγίου Πνεύματος έχει σχέση με το θέμα περί της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού Βαρλαάμ άρχισε από το filioque και αμέσως έφθασε στο θέμα, εάν η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη ή κτιστή.η) Η ιστορία της εισαγωγής του filioque είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μελέτες που έχουν γίνει από τον Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη έφεραν στο φως ιστορικά γεγονότα ότι το filioque χρησιμοποιήθηκε από τους Φράγκους εναντίον των Ρωμαίων, τόσο του Δυτικού όσο και του Ανατολικού τμήματος της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι Πάπες αντιδρούσαν ηρωϊκά εναντίον της εισαγωγής του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Τελικά εισήχθη όταν για πρώτη φορά ανήλθε στον θρόνο της παλαιάς Ρώμης ο Ιταλοφράγκος Πάπας Βενέδικτος Η' (1009 ή 1014). Οι δυτικοί και ανατολικοί Ρωμαίοι του Θ' αιώνος ήταν Ορθόδοξοι και πολεμούσαν τους Φράγκους ως ετεροδόξους. Το σχίσμα δεν έγινε μεταξύ Ρωμαίων Παπών και Ρωμαίων Πατριαρχών, αλλά μεταξύ Ρωμαίων Παπών - Ρωμαίων Πατριαρχών από την μια μεριά και Φράγκων αιρετικών από την άλλη.

θ) Στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας διατυπώθηκαν οι ορθόδοξες απόψεις από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Υπεγράφη μεν η ένωση από τους παρισταμένους Ορθοδόξους με εξαίρεση τον άγιο Μάρκο και μερικούς άλλους, αλλά ήταν προϊόν και αποτέλεσμα πιέσεων και των δυσκόλων συνθηκών της εποχής εκείνης. Τελικά, δεν επεκράτησε η ένωση αυτή για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί την απεδοκίμασαν μεταγενέστεροι Σύνοδοι, και δεύτερον, γιατί ο λαός αντέδρασε, όχι όμως γιατί ήταν απληροφόρητος θεολογικά, αλλά γιατί είχε διαφωτισθή καταλλήλως για την προδοσία που έγινε. Αυτό δείχνει ότι οι συζητήσεις πρέπει να γίνωνται σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και όχι με πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες.

ι) Τελικά, η χρησιμοποίηση διαφορετικών όρων που έγινε από τους δυτικούς θεολόγους τίθεται μέσα στην προσπάθεια κατανοήσεως με τον ορθό λόγο των θεμάτων της αποκαλυπτικής θεολογίας. Αυτό εκφράζει έντονα τον σχολαστικισμό, που δεν μπορεί να διακρίνη τα πεπερασμένα όρια της λογικής, καί, φυσικά, τα όρια που θα κινήται τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία. Ακόμη, οι διαφορετικοί όροι δημιούργησαν και μια ολόκληρη νοοτροπία στην δυτική θεολογία που δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Γιατί, η διαφορετική δογματική ορολογία, στην πραγματικότητα, σχετίζεται και με την άρνηση ή παραθεώρηση του ορθοδόξου ησυχασμού, όπως τον αναλύει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που είναι η προϋπόθεση της ορθοδόξου θεολογίας και η βάση της πνευματικής ζωής.Επομένως, η ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, δεν είναι μόνο θέμα επιστημονικής αναλύσεως στα επιστημονικά εργαστήρια, αλλά προσπάθειας για την εύρεση και την βίωση του αληθινού ησυχασμού.


Υάκινθος

" Κύριε Ιησού "

Από τα 100 Πρακτικά Κεφάλαια
 του Αγίου Πατρός ημών Διαδόχου Φωτικής

59. Πάντως απαιτεί από μας ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, κάτι να του δώσομε να κάνει που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε μόνο το «Κύριε Ιησού» για την ολοκληρωτική εκπλήρωση του σκοπού μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριος Ιησούς» χωρίς το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3). Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, ώστε να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα στο βάθος της καρδιάς τους το άγιο και ένδοξο τούτο όνομα, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν αυτό το άγιο όνομα κρατείται με πολλή επιμονή από τη διάνοια, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· και αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Δευτ. 4, 24). Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του.
Γιατί όταν πολυκαιρίσει το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου στη θέρμη της καρδιάς, μας προξενεί οπωσδήποτε συνήθεια να αγαπούμε την αγαθότητά Του, χωρίς να υπάρχει πια κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και για την εύρεση του οποίου να έχει μια ανέκφραστη χαρά.

πηγή : Ομολογία Πίστεως



 

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Υψωθήκαμε μαζί Του !

 
πηγή : Απολύτρωσις


 
Τούς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ· «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου ... πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν» (Ἰω 14,2). Καί νά! μπροστά στά μάτια τους τώρα πραγματοποιεῖ τήν ὑπόσχεση. Ὑψώνεται ὁ Ἰησοῦς πάνω ἀπ᾿ τούς ἀγαπημένους του καί παίρνει τή θέση του στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ἀλλά ἐδῶ εἶναι τό θαυμαστό: φέρνει μαζί του τούς δικούς του. Ἐπιστρέφει στόν οὐρανό, στή δόξα του, ἑνωμένος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτό σημαίνει γιά κάθε μαθητή του κάτι πολύ μεγάλο. Ὁ Κύριος ἔζησε καί πέθανε καί τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Κι ὅπως ἀναστήθηκε Ἐκεῖνος, ἔτσι θά ἀναστηθοῦμε ὅλοι οἱ θνητοί. Στήν Ἀνάληψη ὅμως θά συμμετέχουν μόνο οἱ δικοί του. Αὐτοί πού γιά χάρη του πέθαναν πρίν νά πεθάνουν, νεκρώνοντας τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό τους μέ τή μετάνοια. Αὐτοί θά πορευτοῦν πρός τόν Κύριό τους ἀναλαμβανόμενοι στόν ἀέρα ὅπως Ἐκεῖνος.
Κατέβηκαν στήν Ἰερουσαλήμ ἀπό τό ὄρος οἱ μαθητές «μετά χαρᾶς μεγάλης». Δέν ἔβλεπαν πιά τό δάσκαλό τους μέ τά σαρκικά τους μάτια, ἀλλά τόν ψηλαφοῦσαν μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις τους κι αὐτό τούς γέμιζε «χαρά μεγάλη». Ἄς συγκεντρωθοῦμε κι ἐμεῖς στό ὑπερῶο μας, δηλαδή στό νοῦ μας, κι ἐπιμένοντας ἐκεῖ στήν προσευχή, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τούς ἐμπαθεῖς καί γήινους λογισμούς.
Ἔτσι θά ὑποδεχθοῦμε καί τήν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καί θά προσκυνήσουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό ἅγιο Πνεῦμα καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τόν αἰώνα τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Γρ. Παλαμᾶ, «Ὁμιλία 22α, εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἐν ᾗ καί περί παθῶν καί ἀρετῶν» ΕΠΕ 10,66-68
Ἐλεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.

 

 
Μακαριστός ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΒΑΛΗΝΔΡΑΣ
ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο...


του Καλλίστου Αγγελικούδη


πηγή :ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ


39. Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο, από τους ουρανούς του ουρανού, που η ουσία Του είναι φώς· να τον υμνείς στα επουράνια ύψη, μέσα σε όλους τους Αγγέλους Του και τις ουράνιες δυνάμεις  (Ψαλμ. 145, 1-2). Είναι εξαιρετικά άξιες δοξολογίας και η δύναμη και η σοφία Του, και ευλογημένο το άγιο όνομά Του.

 
Να υμνείς τον Κύριο παίρνοντας αφορμή από τα πάνω από το στερέωμα νερά και το πάνω από αυτά φως· από το στερέωμα του ουρανού και την τάξη του και τη θαυμαστή περιδίνησή του· από τον αιθέρα που καίει τα πάντα· από τη λαμπρότητα και την ομορφιά του ηλίου και της σελήνης και των άστρων και από τη διαφορά τους, τη θέση, την κίνηση και την χωρίς ύλη πυρώδη κατάσταση και ύπαρξή τους, που είναι κάτι το υπερβολικά φοβερό· από το φως της ημέρας και την μεταβολή της κατά την παράτασή της, με την οποία όλος ο κόσμος διοικείται πάνσοφα και δίκαια.


Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο από τη σύνθεση των τεσσάρων μεγίστων στοιχείων του παντός, δηλαδή του νερού, της φωτιάς, του αέρα και της γης, η οποία παραμένει σε θαυμαστή ειρήνη και ευστάθεια μολονότι αυτά είναι ενάντια μεταξύ τους και ασυμβίβαστα. Από την ορμητική φορά και τη διαφορά των πουλιών και την πρόνοια για τη ζωή και τη διατήρησή τους.


Από τη θάλασσα και την ισχυρότατη δύναμή της, που συγκρατείται με την άμμο, ένα τόσο σαθρό οχύρωμα, και από όλα όσα ζουν μέσα στη θάλασσα, που είναι άπειρα κι έχουν μύριες διαφορές μεταξύ τους στην όψη, στον όγκο, στις ιδιότητες, στη ζωή και στους τόπους διαμονής, στις συνήθειες, στις ικανότητες και στις ενέργειές τους.


Να υμνείς πάλι με ειρήνη και θαυμασμό τον Κύριο από την κάθε είδους γρήγορη συγκομιδή από τη θάλασσα των αναγκαίων για τη ζωή του άνθρωπου. Να υμνείς με χαρά τον Κύριο από τη γη και τα αναρίθμητα ζώα που κινούνται ή έρπουν στη γη κι έχουν ποικίλες και πολλές διαφορές μεταξύ τους. Και ακόμη βέβαια και από τα δένδρα που φυτρώνουν σ' αυτή, καρποφόρα ή και άκαρπα, με τις αφάνταστες διαφορές ακόμη και μεταξύ δένδρων του ιδίου γένους, και από τα φυτά τα κηπευτικά, τα σιτηρά, τα όσπρια και όσα χρησιμεύουν στον αρωματισμό, στη θέρμανση, στην ψύξη, στην υγρασία, στην ξηρότητα, τα οποία διαφέρουν υπερβολικά πάνω από λόγο, με χίλιους δυο τρόπους.


Και από τα νερά τα πολυειδή και ποικίλα, τις βροχές, τα χιόνια, το χαλάζι, και από τις βροντές και τις αστραπές. Από αυτά λοιπόν και τα παρόμοια να υμνείς και να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο για την ακατανόητη δύναμή Του, την άρρητη σοφία Του και την απερίγραπτη δόξα Του, και μάλιστα, γιατί από τέτοιο Δημιουργό όλα τα ορατά έγιναν για σένα από την ανέκφραστη αγάπη που έχει για σένα, για να ζεις μέσα σ' αυτές τις λαμπρότητες και δόξες όπως ταιριάζει στη φύση και στο λογικό σου και να θεωρείς τη δόξα και τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού σου που τόσο σε αγαπά, ο οποίος και τον μονογενή Του Υιό έδωσε για χάρη μας (Ιω. 3, 16) που έγινε άνθρωπος με ασυνήθιστο, θαυμάσιο τρόπο, που ξεπερνά τη νόηση του ανθρώπου.

Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών,

μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης,
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 159-160.


***************



Νοήσας τας νοεράς ουσίας υπέστησας,

υμνωδούς απαύστους της σής Θεότητος,

τρίφωτε Θεέ και παντουργέ'

αλλά και των πηλίνων και γηγενών,
δέξαι την αίνεσιν,
και την ικεσίαν ως εύσπλαγχνος.

Πηλίνοις τους υμνούντας σε στόμασι,
τον υπερούσιον Θεόν,
τριαδικόν υποστάσεσι,
μοναδικόν δε τη φύσει,
της δόξης των Αγγέλων αξίωσον.
Κυριακή του Τυφλού
Στο Μεσονυκτικό
Τριαδικός Κανόνας
Ήχος πλ. του α΄



Υάκινθος

 
 
 
 
 
 

 
 


ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΥΦΛΟΥ ΑΡΓΕΣ

Η παιδεία της Χάριτος

  'Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

" Τή ελευθερία, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε "
[...]
Η Χάρη του Θεού που φανερώθηκε, αυτή μόνον μπορεί να διδάξει όσους την επιλέγουν για παιδαγωγό, εκπαιδεύοντας τους μαθητές της να έχουν ήθη που αρμόζουν στούς ανθρώπους, δηλαδή ήμερα, καλοκάγαθα, εύσπλαγχνα, συμπαθή, δίκαια, φιλικά, μετριοπαθή, διακριτικά, σώφρονα, αγνά, μακρόθυμα, ανεξίκακα, κοινωνικά, ελεήμονα, φιλάνθρωπα, οικτίρμονα, χαριτωμένα, επιεική και προσιτά' οργίλα και θυμώδη εναντίον όλων των αντιθέτων τους, επιθυμητικά και ορεκτικά για όσα είναι ωφέλιμα στην ψυχή' να επιθυμούν δε τα φυσικά και αναγκαία, με ομαλό και μέτριο και νόμιμο τρόπο.
   'Οπως δόθηκε στο σώμα όρεξη και μάτια και φώς, ώστε να βλέπει και να τρέφεται από τα αγαθά της γής, έτσι δόθηκε και στην πιστή ψυχή όρεξη και νούς και το φώς του Κυρίου  Ιησού Χριστού, ώστε να βλέπει και να τρέφεται με ουράνια τροφή, τη γνώση των οικτιρμών του Θεού, τη συμπάθεια και την αγάπη και την εκούσια ταπείνωση της καθόδου του μέχρι του σταυρού και του θανάτου.
Διότι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του λογικού αυτού ζώου. Και χαρακτηριστικό του αλόγου ζώου, είναι το να επιθυμεί μόνο τίς υλικές τροφές. 'Ωστε αυτός που χρησιμοποιεί την όρεξη της ψυχής για τα σαρκικά και γήϊνα, είναι ή παράφρων ή κτηνώδης. Εάν όμως δεν έχει αίσθηση αυτού του κακού, είναι νεκρός' και μόνον ο Χριστός μπορεί να τον αναστήσει. 'Οποιος σκέφτεται  την ημέρα  του Κυρίου, θα υπομείνει  την παιδεία  της χάριτος, χωρίς την οποία είναι ακατόρθωτο  και αδύνατο  να  γίνει  άνθρωπος'  και αφού  γίνει  άνθρωπος  και παραμείνει, ούτε να καταγραφεί  ούτε να ξεπέσει  με όσους  δεν έγιναν  ούτε  παρέμειναν  άνθρωποι, και καταντήσει  θηρίο  ή λύκος  ή αρκούδα  ή φίδι ή γουρούνι και γαϊδούρι' με κάποια  μεν  όμοιος  ως πρός  το επιθυμητικό, με άλλα  δε άγριος ως  πρός  το θυμικό. Διότι  τέτοιοι  καταδικάζονται στην κόλαση. Θα υπήρχε  δε κάποια  μικρή  απολογία  γι' αυτούς, αν καταδικάζονταν  ως απλοί άνθρωποι  που αμάρτησαν' αλλ' επειδή  είναι άνθρωποι  και διά  μέσου τού Χριστού  θεοί, αποκτώντας με την κοινωνία  και μετοχή  σε αυτόν  τη δυνατότητα  να μήν  αμαρτάνουν, αυτοί  όμως δεν το θέλουν  αυτό,  πώς  δεν  είναι άξιοι  για  μεγάλη  καταδίκη;  γιατί  δεν  αγαπούν  να είναι  τού Θεού, αλλά  του εαυτού τους.  Γι'αυτό  το λόγο  όσοι  μετά  το άχραντο  βάπτισμα  τού Χριστού  έπεσαν σε αμαρτίες, όταν τους περιλάμψει  φωτισμός  μετανοίας,  δεν πρέπει  να ζητούν  συγχώρηση  μόνο για τα αμαρτήματα, αλλά και να λάβουν  από τον Χριστό  την ελευθερία του,  ώστε  να μη μπορούν  πλέον  να αμαρτάνουν. " Διότι καθένας  που κάνει  την αμαρτία, δεν  είναι δούλος  Χριστού, αλλά δούλος  της αμαρτίας' στην οικία  τού Θεού και Πατέρα  δεν μένει  παντοτεινά'  (..  "ότι πάς ο ποιών την αμαρτίαν, ούκ  έστι  δούλος  Χριστού, αλλά δούλος  της αμαρτίας'  εις την οικίαν  τού Θεού  και Πατρός, ού δύναται  μένειν  εις τον αιώνα"..) εάν λοιπόν  ο  Χριστός  ως Υιός  του  Θεού  μας  ελευθερώσει, θα  είμαστε  πραγματικά  ελεύθεροι ".
Γι' αυτήν  ο απόστολος  Παύλος  λέει:  " Σταθείτε σταθερά  στήν ελευθερία,  για την οποία  ο Χριστός μας ελευθέρωσε".
[...]

Από τα " Αλφαβητικά Κεφάλαια "  
(από το κεφ. ΙΕ')
του αγίου Πατρός ημών
Συμεών του Νέου Θεολόγου


 
 
ΧΕΡΟΥΒΙΚΟ ΣΤΑΝΙΤΣΑ ΗΧΟΣ Β' (ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΡΑΜΠΑΣΗ)
 
 
Υάκινθος