Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

" Ειρήνη πάσι "


"Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν".
" Ειρήνη πάσι".
Πολύ συχνά ακούμε στο ναό εκφωνήσεις και ευχές που μιλούν για την ειρήνη. Μας υπενθυμίζουν ότι βρισκόμαστε στόν οίκο του Θεού της ειρήνης και ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι το βασίλειο της ειρήνης. Γι' αυτό πρέπει κάθε πιστός να βιώνη την ειρήνη στίς σχέσεις του πρός τον Θεό, πρός τους ανθρώπους και πρός τόν ίδιο τόν εαυτό του. Πρός τον Θεό, με την διαρκή μετάνοια και την τήρησι των εντολών Του. Πρός τους ανθρώπους, με την αγάπη, την υπομονή, την πραότητα, την ανοχή, την ευσπλαγχνία. Και πρός τόν εαυτό του, με την υπακοή στην φωνή της συνειδήσεώς του. Ας θυμώμαστε πάντοτε τη συμβουλή του Αποστόλου: " Ειρήνην διώκετε μετά πάντων, και τον αγιασμόν, ού χωρίς ουδείς όψεται τόν Κύριον" (Εβρ. 12.14).
'Οταν αντιληφθής ότι, με αφορμή κάποιο πάθος, φυγαδεύτηκε από την καρδιά σου η ειρήνη και σε κυρίευσε νευρικότης και ταραχή, μην επιτρέψης αυτή η φλόγα να σε κατακαύσει. Πίστεψε ότι η ταραχή της καρδιά σου είναι έργο του εχθρού. Και να μήν ξεχνάς ποτέ ότι ο εχθρός πολύ συχνά παίρνει αφορμή γι' αυτό από το γεμάτο στομάχι σου.
Προσευχήσου με θερμότητα, και τότε " η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νούν, φρουρήσει την καρδίαν σου και τα νοήματά σου εν Χριστώ Ιησού "(Φιλιπ.4,7).

Από το βιβλίο " Ο Ουρανός στη Γή "
του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου της Κρονστάνδης


 
релакс Шопен красивая, успокаивающая музыка
 
"Ο Ουρανός στη Γή "
'Ενα πανέμορφο βίντεο
γεμάτο ειρήνη
 
 
Υάκινθος
 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως"

Η Μεγάλη Δοξολογία

Θεολογικό σχόλιο  Α'

  Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου    

 


 


«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
 





Η Δοξολογία ψάλλεται στο μεταίχμιο μεταξύ του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας. Είναι ένας περιεκτικότατος δοξολογικός ύμνος προς τον Τριαδικό Θεό, μια ορθόδοξη προσευχή προς τον Πλάστη και Σωτήρα μας.
Η δοξολογική ανύμνηση του Θεού είναι το έργο των αγγελικών φύσεων στον ουρανό. Τα μακάρια πνεύματα, εισελθόντα μετά τη δοκιμασία τους στο χώρο της άφθορης θείας δόξας και καταλαμπόμενα από το τρισήλιο φως της θεότητας, ως φώτα δυνατά δεύτερα μετά το πρώτο άπειρο και μακάριο φως, αναλύονται σε ατελεύτητο ύμνο της θείας μεγαλοσύνης, την οποία ελεύθερα υπηρετούν. Το διακονικό έργο των αγγέλων είναι παράλληλα και έργο δοξολογικό. Αλλά και των ανθρώπων το έργο, που είναι πλάσματα της Σοφίας του Θεού, είναι ομοίως δοξολογικό και ευχαριστήριο, μάλιστα μετά το απολυτρωτικό έργο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, που σταυρώθηκε για τη σωτηρία τους.
«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Στο στίχο αυτό η ορθόδοξη ψυχή δοξάζει το Θεό που έδειξε το φως· το φυσικό φως που δημιουργήθηκε πριν απ’ όλα, στο οποίο θάλλει και ζωογονείται η κτίση και έξω από το οποίο υπάρχει το σκότος, η νέκρωση και ο θάνατος. Το φως με τη φωτιστικότητα και τη θαλπωρή του είναι η βάση κάθε ζωικής φύσεως, το πρώτιστο και το μεγαλύτερο αγαθό που έχουμε από τον Πλάστη μας. Νιώθοντας τη ζωογόνο θαλπωρή του, ο άνθρωπος ανατείνει αυθόρμητα στο φωτοδότη Δημιουργό, τον οποίο δοξάζει για την τόσο μεγάλη δωρεά του.
Παράλληλα όμως η δοξολογική ανύμνηση μπορεί να έχει αναφορά και στο άλλο φως, το μυστικό και αθέατο, που απορρέει αΐδια από την άπειρη ουσία του Θεού και καταλάμπει τις καθαρές πνευματικές φύσεις, το φως το ιλαρό και ανέσπερο, η άκτιστη ενέργεια του Χριστού και η μακάρια δόξα της Τριάδος, στους κόλπους της οποίας αναπαύονται τα κτιστά όντα και μάλιστα οι αμόλευτες πνευματικές φύσεις, και από την οποία αποκλείονται μόνον οι ακάθαρτες ψυχές, τα σκοτεινά πνεύματα της αποστασίας και οι πωρωμένοι στην κακία άνθρωποι.
Ο Θεός, που είναι φως και έδειξε το φως, βρίσκεται στους ουρανούς, στα «ύψιστα». Εκεί προσπαθεί να τον φθάσει η δοξολογική ανύμνηση της Εκκλησίας. Τί εννοούμε όμως εντοπίζοντας τον Θεό στα ύψιστα; Ο Θεός, ως άπειρο και απόλυτο ον, δεν μπορεί φυσικά να εντοπισθεί πουθενά. Πληροί τα πάντα και βρίσκεται πέρα και έξω από τα πάντα. Δεν σχετίζεται από τίποτε ο Θεός, γιατί είναι φύση ακατάσχετη. Ούτε βρίσκεται πουθενά, όπως εμείς χαρακτηρίζουμε τις φυσικές καταστάσεις στο χρόνο και τον τόπο που ζούμε. Παρόμοιες ιδέες, που σχετικοποιούν τον απόλυτο Θεό, είναι ανάξιες της θείας απειρίας. Τα «ύψιστα», όπως και το «εν ουρανοίς» της Κυριακής προσευχής που αναφέρονται στην κατοίκηση του Θεού, δεν είναι εκφράσεις πραγματικές και ουσιαστικές, αλλά περιγραφές ανθρωπομορφικές (δηλαδή όπως εμείς φανταζόμαστε ότι είναι ο Θεός), συμβατικές και σχηματικές, που θέλουν να παραστήσουν κάποια αλήθεια, που δεν μπορεί αλλιώτικα να εκφραστεί από τον πεπερασμένο άνθρωπο.
Έτσι με αυτές προσπαθούμε να παραστήσουμε τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού, τον οποίον εντοπίζουμε με τη φαντασία μας στα υψηλά, στο «χώρο» όπου ενδιαιτώνται οι άγγελοι, η αστράφτουσα δορυφορία του «εν υψηλοίς» οικούντος Δεσπότου της κτίσεως. Παράλληλα διά των φράσεων αυτών θέλουμε να τονίσουμε την απόλυτη υπερβατικότητα, καθαρότητα και αγιότητα του Θεού, ο οποίος είναι απόμακρος, όχι με την έννοια της αδιαφορίας για τα πλάσματά του, αλλά γιατί η φύση του βρίσκεται πολύ μακριά από την ηθική ακαθαρσία και την αμαρτωλότητα της γης. Όποιος βρίσκεται ψηλά, δεν κοινωνεί με τα ευτελή και χαμαίζηλα. Είναι άγιος.
Ο «εν υψίστοις οικών» Θεός, ο απόμακρος και χωρισμένος από τη χθαμαλότητα της εγκόσμιας πραγματικότητος, δεν έχει καμιά αναφορά προς τα πράγματα της γης; Ασφαλώς έχει. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει η συνέχεια του δοξολογικού στί­χου, «και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Ο Θεός μπορεί μεν να μην έχει καμιά σχέση με την αμαρτωλή γη, όμως δεν παύει ο κόσμος να είναι έργο των χειρών του και αντικείμενο της θείας του πρόνοιας. Πρόκειται για τις εξωτερικές ενέργειες του Θεού με επίκεντρο την τύχη των λογικών πλασμάτων του, τα οποία ελεύθερα απομακρύνθηκαν από το θέλημά του και περιέπεσαν υπό το κράτος των δαιμονικών φύσεων.
Οι στίχοι ακριβώς αυτοί αποτελούσαν το νικητήριο μήνυμα, που έψαλαν οι άγγελοι κατά τη νύχτα της γεννήσεως του Χριστού, όταν ο ουρανός αγκάλιαζε τη γη και φωτίζονταν τα πέρατα από την αστραπή του Θεού. Το μήνυμα της γεννήσεως του Χριστού ήταν μήνυμα ειρηνικό· «και επί γης ειρήνη». Ήταν το μήνυμα ειρήνης του Θεού σ’ ένα κόσμο σπαρασσόμενο από τον πόλεμο και τα μίση, από το πύρωμα της έχθρας και το αγρίεμα της φύσεως, από το σκορπισμό της αμαρτίας και την κακουργία των δαιμονικών φύσεων. Με την ενέργεια της θείας ενανθρωπήσεως εγκαθίσταται στη γη η συμφιλίωση Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι γαληνεύουν στην ειρήνη του Θεού. Μαλακώνει η ζωή τους. Ελευθερώνονται από το αγκάλιασμα της φθοράς και του θανάτου. Φτερώνονται από τη μεγάλη χαρά και την ελπίδα της απολυτρώσεως. Νιώθουν παιδιά αγαπητά του Θεού. Ειρηνεύουν μεταξύ τους, με την εξωτερική φύση, με τον Θεό. Ζουν στη διάσταση της αγάπης, που έφερε στον κόσμο η σάρκωση της μεγάλης Αγάπης. Ο Χριστός είναι το κέντρο της συμφιλιώσεως και της ειρήνης, της ειρήνης που υπερέχει «πάντα νουν», το κέντρο συνοχής και επανενώσεως «των διεστώτων», που επιτεύχθηκε στο ξύλο του σταυρού.
Και όλ’ αυτά, γιατί με την ειρήνη που εγκαταστάθηκε στον κόσμο με τη γέννηση του Χριστού, σαρκώνεται η αγαθή βούληση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων «εν ανθρώποις ευδοκία». Αυτό που πάντα ήθελε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου και ήταν κρυμμένο στο απειρόσοφο σχέδιο της προαιώνιας θείας του βουλής, τώρα γίνεται πραγματικότητα. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και σηκώνει τον άνθρωπο ψηλά στο Θεό. Γίνεται γνωστό το θέλημά του στους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να αγιάζουν το Όνομά του, πράττοντας τις βουλές και το νόμο του, ακριβώς όπως γίνεται στον ουρανό με τους αγγέλους (Κυριακή προσευχή). Η θεία ευδοκία δημιουργεί μια νέα διάσταση ζωής για τα λογικά πλάσματα του Θεού πάνω στη γη, εμψυχωμένη από την αλήθεια και το Νόμο του Θεού, που είναι προάγγελος ελεύσεως της θείας βασιλείας. Στη διάσταση αυτή η αμαρτία απονευρώνεται, χάνεται. Ζει και υπάρχει μόνο εκείνο που θέλει ο Θεός. Το βούλημα του διαβόλου (κατ’ αρχήν φυσικά) εξαφανίζεται.[...]

πηγή : Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


 
 
 
Y.C.
 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Πνευματική γέννα

Από τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον

Ηθικός Λόγος Α', ι', 3-4

(συνέχεια του Α', ι',  3-4 )

[...] Πράγματι , άλλη ήταν η ένσαρκη ανέκφραστη γέννηση του Θεού Λόγου από αυτήν* , κι άλλη αυτή που γίνεται πνευματικώς από εμάς. Διότι εκείνη εγέννησε τον σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού και εγέννησε την σωτηρία του κόσμου όλου επάνω στην γή, που είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός και Θεός που ένωσε στόν εαυτό Του τα χωριζόμενα ( " ό τα διεστώτα ενώσας  πρός εαυτόν και την αμαρτίαν του κόσμου αράμενος " Ιω.1,29 ) και εξάλειψε  την αμαρτία του κόσμου. Αυτή εγέννησε  Θείω Πνεύματι τον Λόγο της γνώσεως του Θεού και απεργάζεται στίς καρδιές μας το μυστήριο της ανακαινίσεως των ανθρωπίνων ψυχών και την κοινωνία καί ένωση με τον Θεό Λόγο, την οποία υπαινίσσεται το θείο λόγιο που λέγει: " δι'αυτού ελάβαμε στήν γαστέρα και εγκυμονήσαμε και εγεννήσαμε πνεύμα σωτηρίας, το οποίο εκυοφορήσαμε επάνω στήν γή " (  " δι' ού εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν πνεύμα σωτηρίας, ό εκυήσαμεν επί της γής"  Ησ.26,18 ), αλλά για να φανερωθή η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη Του πρός εμάς και, εάν επιθυμούμε, όλοι εμείς να διατελέσομε κατά το θείον λόγιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μητέρα και σύμφωνα με τον παραπάνω τρόπο και αδελφοί αυτού' να γίνομε οπωσδήποτε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους Του, όχι κατά την αξίαν εκείνων ούτε κατά την χάρη και την δωρεάν του Θεού, την οποίαν εξέχεε πλουσίως σ' όλους που ήθελαν να τον πιστεύουν και να τον ακολουθούν χωρίς επιστροφή, όπως ο ίδιος επιθυμώντας αυτό καταφανώς βοά: " μητέρα μου" λέγει, " και αδελφοί μου είναι όσοι ακούουν τον λόγο του Θεού και τον πραγματοποιούν ", ( "μήτηρ μου και αδελφοί μου εισίν οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και ποιούντες αυτόν"  Λουκά, 8,21 ). [...]

* την Παναγία

Πατερικές Εκδόσεις  "  Γρηγόριος ο Παλαμάς "

****
'Εσωσέ με Κύριος,
Θεομήτορ άχραντε,
σαρκός περιβόλαιον,
εκ σού περιθέμενος'
ώ πάντες μελωδούμεν'
Ο Θεός ευλογητός εί.

*
Εν θρόνω καθήμενος,
ο Υιός σου τώ δεσποτικώ,
χρυσοίς σε εν κροσσωτοίς,
θείαις αρεταίς,
φαιδρώς διαλάμπουσαν,
εκ δεξιών, έστησεν αυτού,
νέμων τα αίσια,
ως Μητρί σοι Παναμώμητε.
Από τον Κανόνα της Θεοτόκου
Ήχος πλ.του α'


Τρίπτυχο
Ι.Μ.Αγίας Αικατερίνας
Σινά

 Υάκινθος

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Η εικόνα των Χριστουγέννων στο φως της Oρθόδοξης ερμηνείας


 
Aπό τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ
 
Μετάφραση Β. Μουστάκη (ανατύπωση)

Λ.Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της Εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993.
 
Χριστός επί γης, Υψώθητε!

Την εικόνα της Γεννήσεως την βλέπουν εκείνοι που δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας φορτωμένη με περιττές λεπτομέρειες. Η σύνθεσή της τους φαίνεται κάπως παιδαριώδης, άταχτη, περισσότερο απλοϊκή παρά σοβαρή1. Εν τούτοις, αυτή η αφέλεια κι αυτή η απλοϊκότητα είναι κάτι πολύ βαθύ, κάτι που μας κάνει να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου: «Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν». Η εικόνα της Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μας αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και την όλη έννοια της Εορτής. Με τα χρώματα και τον πλούτο των λεπτομερειών κι ακριβώς με την απλοϊκότητά της, είναι η πιο χαρωπή από τις εικόνες των μεγάλων δεσποτικών εορτών.

Η εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας φυλάει μ' ακρίβεια τον καθιερωμένο τύπο της Γεννήσεως, που είναι ο πιο πλούσιος κι ο πιο πλήρης σε περιεχόμενο. Είναι δε ο ακόλουθος: Στην μέση, μπροστά από κάτι βουνά το σπήλαιο όπου είναι αναπεσμένος ο Κύριός μας στην φάτνη, ανάμεσα σε δύο ζώα· πλάϊ, η Παρθένος αναπεσμενη κι αυτή σ' ένα στρωσίδι· στο πάνω μέρος, οι Άγγελοι κι ο Αστήρ· από τη μια μεριά του σπηλαίου, οι Ποιμένες, από την άλλην oι Μάγοι, που έρχονται να προσκυνήσουν τον Χριστό. Κάτω, στις δύο άκρες, από εδώ δύο γυναίκες πλένουν το Παιδίον και από εκεί ο Ιωσήφ καθισμένος απέναντι σ' έναν γέροντα όρθιο που κρατάει ένα ραβδί.

Ως προς το περιγραφικό της στοιχείο, η εικόνα αντιστοιχει στο κοντάκιον: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσιν. Δι' ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός». Η εικόνα προσθέτει και τις δύο σκηνές που παριστάνονται στις κάτω άκρες της και που δεν τις ερμηνεύει το κοντάκιον, αλλά είναι παρμένες από την Παράδοση.

Ως προς το περιεχόμενό της η εικόνα της Γεννήσεως έχει δύο όψεις. Πριν απ' όλα ξεσκεπάζει την έννοια της Εορτής, το γεγονός της σαρκώσεως του Λόγου· μας θέτει μπροστά σε μια ορατή μαρτυρία του θεμελιώδους δόγματος της πίστεώς μας, υπογραμμίζοντας τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Ιησού. Κατά δεύτερο λόγο μας δείχνει την ενέργεια αυτού του γεγονότος πάνω στον φυσικό κόσμο και υπαινίσσεται την προοπτική όλων των σωτηρίων συνεπειών του γεγονότος αυτού. Γιατί, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου μας «δεν είναι η εορτή της δημιουργίας, αλλά η εορτή της αναπλάσεως του κόσμου», μια ανανέωση που αγιάζει την κτίση. Η ενανθρώπηση του Θεού δίνει στην κτίση μια καινούργια σημασία, που είναι o σκοπός κι ο λόγος της υπάρξεως της: η μέλλουσα μεταμόρφωσή της. Γι'αυτό όλη η δημιουργία λαβαίνει μέρος στο μυστήριο της γεννήσεως του Λυτρωτή και βλέπουμε γύρω από τον Θεάνθρωπο τους εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, που του προσφέρουν την ευγνωμοσύνη τους, κατά το στιχηρόν: «Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς; Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει. Oι άγγελοι τον ύμνον, οι ουραvoί τον αστέρα,οι μάγοι τα δώρα, oι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον». Η εικόνα προσθέτει τα ζώα και τα φυτά. Το κέντρο της συνθέσεως αντιστοιχεί στο κεντρικό χρονικό σημείο της Εορτής. Όλες oι λεπτομέρειες συγκλίνουν προς αυτό το σημείο· είναι το Παιδίον εσπαργανωμένον, αναπεσμένο στην φάτνη, στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου όπου γεννήθηκε. Τα Ευαγγέλια δεν λέγουν τίποτε για το σπήλαιο· μας πληροφορεί γι' αυτό η Παράδοση. Η πιο αρχαία γραπτή μαρτυρία σχετικά μ' αυτό είναι εκείνη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, ο οποίος λέγει: «Μην έχοντας ο Ιωσήφ που να κατοικήσει σ' εκείνη την πολίχνη, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά όχι πολύ μακριά από την Βηθλεέμ».

Το Παιδίον που ειναι αναπεσμένο στην φάτνη είναι ο ίδιος o Θεός που φανερώθηκε σ' εκείνους που κάθονταν «εν σκότει και σκιά θανάτου», για να τους σώσει από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος, για να μεταμορφώσει την ανθρώπινη φύση και να της ξαναδώσει το αρχαίο κάλλος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης συγκρίνει την γέννηση μέσα στο σπήλαιο με το πνευματικό φως που έλαμψε μέσα στα σκότη του θανάτου που τυλίγανε το ανθρώπινο γένος. Η μαύρη τρύπα του σπηλαίου πάνω στην εικόνα παριστάνει συμβολικά τον υλικό κόσμο, που σκιάζεται από την αμαρτία και όπου ανατέλλει ο «Ηλιος της Δικαιοσύνης».

Το κατά Λουκάν άγιον Ευαγγέλιον μιλάει για την φάτνη και τα σπάργανα: «Και εσπαργάνωσεν (η Παναγία) αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Και λίγο παρακάτω η φάτνη και τα σπάργανα είναι τα σημάδια που έδωσε ο άγγελος στους τσομπάνηδες για ν'αναγνωρίσουν τον Σωτήρα: «Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη».

Το στιχηρό που ανέφερα προηγουμένως μας λέγει ότι η φάτνη είναι το δώρο που προσφέρει η έρημος στον τεχθέντα. Η έννοια αυτών των λόγων μας αποκαλύπτεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό που λέγει: «Άλογε άνθρωπε, γονάτισε μπροστά στην φάτνη από την οποία θα ταγισθείς τον Λόγο». Αυτός ο έρημος τόπος, που πρόσφερε την φάτνη σαν άσυλο στον Κύριo, προτυπώθηχε στην Παλαιά Διαθήκη· γιατί και τότε στην έρημο δόθηκε στους εβραίους το μάννα, «ο άρτος εξ ουρανού».

Η ενανθρώπηση του Θεού αρχίζει και καταλήγει με την ταπείνωση. Η εικόνα μας δείχνει την κένωση της θεότητας, την ταπείνωση, το ολοκληρωτικό κατέβασμα Εκείνου που στην φάτνη προδιατυπώνει και τον θάνατό του, τον τάφο του, όπως με τα σπάργανα προσημαίνει το σάβανο του.

Μέσα στο σπήλαιο, δίπλα στον Σωτήρα, βλέπουμε τον βουν και τον όνον. Τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν αυτά τα ζώα· εν τούτοις, σ' όλες τις εικόνες της Γεννήσεως τα συναντάμε πλάϊ στο Παιδίον. Η θέση που κατέχουν στο ίδιο το κέντρο της εικόνας φανερώνει την σπουδαιότητα που η Εκκλησία αποδίδει σε αυτή την λεπτομέρεια. Η παρουσία των ζώων αυτών εξηγείται, αναμφίβολα, από την πρακτική ανάγκη, οπως την δείχνει η Ακολουθία των Χριστουγέννων: η Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη απάνω σ' ένα γαϊδουρακι· όσο για το βόδι, το'χε οδηγήσει εκεί ο μνήστωρ Ιωσήφ που ήθελε να το πουλήσει για ν'ανταποκριθεί στα έξοδά του ταξιδιού. Αλλ'αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την παρουσία των ζώων τόσο κοντά στον Λυτρωτή. Την εξηγεί η προφητεία του Ησαΐα: «Έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν». Ο Θεός, κατεβαίνοντας στην γη και έχοντας γίνει άνθρωπος, δεν βρήκε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί αυτοί δεν τον δεχθηκαν. Το σπήλαιο και η φάτνη ανήκουν στα ζώα. Παριστάνοντας τον βουν και τον όνον, η εικόνα μας θυμίζει την προφητεία του Ησαΐα και μας καλεί στην γνώση και στήν κατανόηση του Μυστηρίου της θείας οικονομίας που εκπληρωθηκε με την Γέννηση.

Ό,τι κάνει εντύπωση πριν απ' όλα όταν κοιτάμε την εικόνα της Γεννήσεως, είναι η Παρθένος και η θέση που αυτή κατέχει. Η εικόνα υπογραμμίζει την σπουδαιότητα του μέρους που καταλαμβάνει η Θεομήτωρ στην Γέννηση, δηλαδή στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου. Είναι η καινούργια Εύα. Όπως η πρώτη Εύα έγινε μητέρα των προχριστιανικών ανθρώπων, έτσι η νέα Εύα, η Παρθένος Μαρία, έγινε μητέρα της θεωθείσης ανθρωπότητος. Αλλά η παλιά Εύα είχε δώσει προσοχή στα λόγια του όφεως μέσα στον παράδεισο. Η δεύτερη Εύα άκουσε τον αρχαγγελικό ασπασμό. Μετέχει κι αυτή στην σωτηρία μας, όπως η προμήτωρ υπήρξε αιτία της πτώσεώς μας. Η εικόνα της Γεννήσεως εξαίρει την συμμετοχή της Μαρίας στην σωτηρία μας, προβάλλοντας την Παναγία με ιδιαίτερη έμφαση, στο κεντρικό μέρος, κι ακόμα δίνοντάς της διαστάσεις υπέρμετρες. Σε πολλές εικόνες είναι η πιο μεγάλη απ' όλα τα πρόσωπα. Είναι ξαπλωμένη πολύ κοντά στο θείο της τέκνο πάνω σ' ένα χράμι, αλλά γενικά έξω από το σπήλαιο.

Η στάση της Παρθένου είναι πάντα πολύ σημαντική και δεμένη με τα δογματικά προβλήματα της εποχής και του τόπου, όπου έγινε η εικόνα. Οι διαφορές που παρουσιάζει κάθε φορά υποδηλώνουν την πρόθεση να εξαρθεί πότε η θεότης και πότε η ανθρωπότης του Κυρίου. Έτσι, σε ορισμένες παραστάσεις της Γεννήσεως, η Παρθένος είναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, η στάση της δηλαδή είναι ανάλαφρη, για να δειχθεί η απουσία των ωδίνων και συνεπώς η παρθενική γέννηση κι η θεία καταγωγή του Παιδίου (εναντίον της πλάνης των νεστοριανών). Αλλά στην πλειονότητα των παραστάσεων η Παρθένος είναι ξαπλωμένη και εκφράζει με την στάση της μιαν άκρα κόπωση και ατονία. Ο Νικόλαος Μεζαρίτης, περιγράφοντας μια τέτοια παράσταση (ενός ψηφιδωτού των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη), λέγει πως ο υπερβολικός κάματος που εκφράζεται στην απεικόνιση της Παρθένου θυμίζει στους πιστούς πως η ενανθρώπηση του Λυτρωτή δεν ήταν φαινομενική, αλλά πραγματική.

Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα του Παιδίου και της Θεοτόκου, βλέπουμε τις λεπτομέρειες που, καθώς είπα ήδη, μαρτυρούν συγχρόνως και το γεγονός της θείας σαρκώσεως και την επίδραση που είχε πάνω στην κτίση.

Oι άγγελοι εκπληρώνουν το διπλό τους λειτούργημα: δοξολογούν, τον Θεό και φέρνουν τα «ευαγγέλια» (= τις καλές αγγελίες) στους ανθρώπους. Η εικόνα εκφράζει αυτό το διπλό λειτούργημα, παριστάνοντας ένα τμήμα των αγγέλων προς τα πάνω, προς τον Θεό, κι ένα άλλο προς τα κάτω, προς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι απλοϊκοί ποιμένες, που για την καθαρότητα της καρδιάς τους έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον υπερφυσικό κόσμο και αξιώνονται να γίvoυν μάρτυρες ενός θαύματος. Παριστάνονται στην εικόνα ακούοντας τον ύμνο των αγγέλων και συχνά ένας από τους τσομπάνηδες παίζει την φλόγερα του, ανακατώνοντας την μουσική, τέχνη ανθρώπινη, με το αγγελικό άσμα.

Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπουμε τους Μάγους. Τους οδηγεί ο Αστήρ που μια αχτίνα του κατευθύνεται πάνω στο σπήλαιο. Αυτή η αχτίνα ενώνει επίσης τον Αστέρα με ένα σημείο που ξεπερνά τα όρια της εικόνας και υποδηλώνει συμβολικά τον ουράνιο κόσμο. Η εικόνα υπαινίσσεται έτσι ότι αυτό το άστρο δεν είναι μονάχα ένα κοσμικό φαινόμενο, αλλά και ένας μαντάτορας από το υπερπέραν, που μηνύει ότι στην γη γεννήθηκε Εκείνος που ανήκει στον ουρανό. Αν στους αγράμματους τσομπάνηδες το μυστήριο αποκαλύφθηκε απευθείας από έναν άγγελο oι Μάγοι, άνθρωποι της γνώσεως, πρέπει να κάνουν ένα μακρύ δρόμο που θα τους φέρει από την γνώση του σχετικού στην γνώση του Απόλυτου, μέσον ενός αντικειμένου των μελετών τους. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως oι Χαλδαίοι αστρολόγοι δέχονταν από γενεά σε γενεά την σχετική με το άστρο προφητεία του Βαλαάμ. Στον Όρθρο των Χριστουγέννων ακούμε: «Του μάντεως πάλαι Βαλαάμ των λόγων μυητάς, σοφούς αστεροσκόπους, χαράς έπλησας». Έτσι, ο Αστήρ ειναι συνάμα η εκπλήρωση της προφητείας και το κοσμικό φαινόμενο, που η παρατήρησή του οδήγησε τους σοφούς «να προσκυνήσουν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης». Είναι το φως που, κατά τον Άγιo Λέοντα τον Μέγα, έλαμψε στους εθνικούς και έμεινε κρυμμένο για τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία βλέπει στους ποιμένες -στα πρώτα αυτά τέκνα του Ισραήλ που προσκύνησαν το Παιδίον- τις απαρχές της εξ Ιουδαίων Εκκλησίας, και στους μάγους την «απαρχήν των εθνών», την «εξ εθνών Εκκλησίαν». Προσφέροντας στον Χριστό τα δώρα τους, «το καθαρό χρυσάφι προς τον Βασιλέα πάντων των αιώνων, τον λίβανο προς τον Θεό των όλων, και την σμύρνα στον Αθάνατο που επρόκειτο να ταφεί τριήμερος», προσημαίνουν τον θάνατό του και την ανάστασή του. Ας προσθέσω ότι oι μάγοι παριστάνονται γενικά σε διάφορες ηλικίες, για να υπογραμμισθεί ότι η αποκάλυψη δόθηκε στους ανθρώπους ανεξάρτητα από την ηλικία και την κοσμική πείρα τους.

Κάτω, στη μια γωνία της εικόνας, δύο γυναίκες λούζουν το Παιδίον. Αυτή η σκηνή είναι προμηθευμένη από την Παράδοση.

Eίναι μια σκηνή από την καθημερινή ζωή, που δείχνει καθαρά πως ο Τεχθείς ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο νεογέννητο κάτω από τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσεως. Αλλά, από το άλλο μέρος, κατά την ερμηνεία του Νικολάου Μεζαρίτη, οι δύο γυναίκες είναι συνάμα μάρτυρες της θείας προελεύσεως του Παιδίου. Πράγματι, έχοντας έλθει αργά και μην έχοντας παραστεί κατά την γέννηση, η μια απ' αυτές, η Σαλώμη, δεν πίστεψε πως μια Παρθένος μποροϋσε να παιδοποιήσει και τιμωρήθηκε για την απιστία της αυτή· το χέρι της, που ειχε τολμήσει να ικανοποιήσει την αμαρτωλή περιέργεια, έμεινε παράλυτο. Αφού μετενόησε κι άγγιξε το Παιδίον, θεραπεύθηκε.

Mια ακόμη λεπτομέρεια δείχνει πως με την Γέννηση "ήττηνται της φύσεως οι όροι". Πρόκειται για τον μνήστορα Ιωσήφ. Δεν έχει θέση στο κεντρικό μέρος της εικόνας, αλλ' απεναντίας βρίσκεται σαφώς χωρισμένος από το Παιδίον και την Παναγία. Δεν είναι ο πατέρας. Μπροστά του, υπό το φαινόμενο ενος τσομπάνη σκυμμένου από τα χρόνια, στέκεται ο διάβολος που τον πειράζει. Μερικές εικόνες τον παρουσιάζουν άλλοτε με μικρά κέρατα κι άλλοτε με μια σχεδόν αδιόρατη ουρά. Η παρουσία του Αρχεκάκου και το μέρος που παίζει ως πειραστής έχουν μια όλως ιδιαίτερη έμφαση στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου, στα Χριστούγεννα. Η εικόνα, βασιζόμενη στην Παράδοση, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών κειμένων (ιδέ Πρώτη και Ενάτη Ώρα), που μιλούν για τις αμφιβολίες του Ιωσήφ και την φοβερή του ψυχική αναστάτωση. Η εικόνα τα εκφράζει όλα αυτά με την περίλυπη στάση του Ιωσήφ, που έχει πίσω του την μαύρη άβυσσο του σπηλαίου. H παράδοση των απόκρυφων μας μεταφέρει τα εξής λόγια του διαβόλου, με τα οποία πειράζει τον μνήστορα της Παρθένου: «Όπως αυτό το ξερό ραβδί δεν μπορεί να πετάξει φύλλα, έτσι και η παρθένος δεν μπορεί να κάνει παιδί».

Αυτό είναι, σε σύντομη έκθεση, το περιεχόμενο της εικονογραφίας της Γεννήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάθε φορά που απομακρύνεται μια εικόνα απ' αυτό, η σημασία που έχει μικραίνει και φτωχαίνει· έτσι η κατάληξη είναι η απώλεια του ουσιώδους δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας και του δογματικού περιεχομένου που μας παρέχονται απο την Αγία Γραφή. Ένα χτυπητό παράδειγμα συναντάμε στην δυτική θρησκευτική ζωγραφική. Oι πίνακες των ζωγράφων της Δύσεως που παίρνουν ως θέμα την Γέννηση δεν παριστάνουν την ίδια την αλήθεια, όπως κάνει η ορθόδοξη εικόνα αλλά ατομικές ερμηνείες αυτής της αλήθειας. Το ιστορικό και δογματικό περιεχόμενο της εικόνας αντικαταστάθηχε μ' ένα περιεχόμενο συναισθηματικό και οικείο, και η Γέννηση του Κυρίου μας ανάγεται έτσι σε μια συγκινητική οικογενειακή σκηνή.

Είναι αυτό που λέγει ο άγιoς Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Εκθέτεις στην όραση ό,τι οδηγεί χαμηλά και περνάς αδιάφορος μπροστά σ' ό,τι εξυψώνει». Μια τέτοια παράσταση της Γεννήσεως που μας προβάλλει ό,τι είναι χαμηλό και φτηνό δηλαδή ό,τι είναι ανθρώπινο απλώς δεν υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως· εξανεμίζει αυτό το μυστήριο μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γυμνά ανθρώπινη, αφήνοντάς μας, έτσι στην φυσική κατάσταση, μέσα στο σαρκικό περιβάλλον.

Η ορθόδοξη εικόνα δεν αποκλείει το ανθρώπινο στοιχείο· βλέπουμε τις ανθρώπινες γνώσεις στους μάγους την εργασία και την τέχνη στους ποιμένες, το φυσικό ανθρώπινο αίσθημα στον δίκαιο Ιωσήφ. Αλλ'αυτή η φυσική ζωή του κόσμου παριστάνεται σ'επαφή με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρη σ'αυτή την επαφή κάθε φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής βρίσκει την θέση του και την σημασία του, φωτίζεται από ένα καινούργιο περιεχόμενο. Έτσι η εικόνα υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην θεωρία και την γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως και μας κάνει να μετέχουμε στον πνευματικό θρίαμβο της Εορτής.

«Βάδιζε με τον Αστέρα -λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός- φέρε δώρα με τους μάγους... δόξασε με τους ποιμένες, αγάλλου με τους αγγέλους, για να γίνει μια η χαρά των ουρανίων και των επιγείων».

1) Τον παιδικό χαρακτήρα της εικονογραφίας ο Ουσπένσκυ, όπως βλέπουμε, τον είχε διαγνώσει ήδη από το 1951.Είναι σημαντικό, όμως, ότι την αισθητική ερμηνεία αυτού του χαρακτήρα την αποδίδει σ' εκείνους που «δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας». Εξηγώντας την παιδική αυτή αφέλεια της εικόνας λειτουργικά, βάσει των λόγων του Κυρίου, κάνει μια υπέρβαση για να δώσει το βάρος όχι στην αισθητική αυτή "χαρά", αλλά στο «πολύ βαθύ δογματικό περιεχόμενο της εικόνας», όπως λέει. Αντίθετα νεώτερες μελέτες δίνουν υπερβολική σημασία στην αισθητική αυτή λεπτομέρεια, η οποία εκτρέπεται από τον δρόμο της θεολογίας της εικόνας. Πρβλ. π. Στ. Σκλήρη, Εν Εσόπτρω, εικονολογικά μελετήματα,εκδ. Μ.Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 33 κ.ε. Η εικονογραφική αφέλεια του σχεδίου οδηγεί τον συγγραφέα στην συστηματοποίηση μιας νεοελληνικής αισθητικής μεθόδου, που «απηχεί (...) τα διαχρονικά διδάγματα και τις λύσεις που έδωσε μια πολιτιστική παράδοση υψηλή, όπως αυτή του ελληνισμού, στο πρόβλημα του ανθρώπου και επομένως και της παιδείας του» (στο ίδιο, σελ. 34).

2) Είναι σημαντική η λειτουργική ερμηνεία του Ουσπένσκυ στην πλάγια (προφίλ) παράσταση των προσώπων μέσα στις εικόνες: «Ο Άγιος βρίσκεται παρών, θα πει, μπροστά μας κι όχι κάπου μέσα στο σύμπαν. Όταν προσευχόμαστε σ' εκείνον βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του (...) Η κατατομή διακόπτει κατά κάποιο τρόπο την άμεση επαφή· είναι σαν μια αρχή απουσίας. Επομένως, παριστώνται πλαγίως μόνον τα πρόσωπα που δεν έφθασαν στην αγιότητα, όπως για παράδειγμα oι μάγοι και oι βοσκοί στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού»

 
© 2006-2012 Εργαστήριο Βυζαντινής Αγιογραφίας "Θεοφάνης ο Κρης"

πηγή : www.eikonografos.com

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Η περί Θεοτόκου διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού


Η περί Θεοτόκου διδασκαλία του Δαμασκηνού

«Δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν• τούτο γαρ το όνομα άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν» (Έκδ. ΙΙΙ, 12).

1. Όταν προς το τέλος της ομολογητικής ζωής του έγραφεν ο άγιος Δαμασκηνός το βασικόν βιβλίον του «Έκδοσις της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", ό,τι γράφει περί Θεού, περί Αγίας Τριάδος, περί Χριστού, και περί Παναγίας Θεοτόκου, το γράφει αντλών από την θείαν Παράδοσιν, την οποίαν μας απεκάλυψε και παρέδωκεν ο Θεός δι΄ όλης της σωτηρίου οικονομίας του Χριστού. «Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν δια τε Νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν, ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες… Ταύτα ημείς στέρξωμεν και εν αυτοίς μείνωμεν, μη μεταίροντες όρια, μηδέ υπερβαίνοντες την θείαν Παράδοσιν» (Εκδ. Ι, 1).

Το ίδιον είχε γράψει ο ιερός Πατήρ και προηγουμένως εις τους Λόγους περί των αγίων Εικόνων: «Διό, αδελφοί, στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια α έθεντο οι Άγιοι Πατέρες ημών• μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»25. Η θεία Παράδοσις δια τον Δαμασκηνόν είναι ολόκληρον το οικοδόμημα και το σώμα της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας26, η οποία έχει οικοδομηθεί επί του «θεμελίου Λίθου ακρογωνιαίου» του Παύλου (1 Κορ. 3, 11• Εφ. 2, 20) και «της πέτρας της θεολογίας» του Πέτρου (Ματθ. 16, 18), «ήτις εστίν ο Χριστός» (1 Κορ. 10, 4)27.
Η πιστότης του Δαμασκηνού εις την Παράδοσιν της Εκκλησίας έγκειται προ παντός εις την Χριστολογίαν του. Όπως η Γραφή και οι Πατέρες, ούτω και ο Δαμασκηνός βλέπει και ερμηνεύει τα πάντα Χριστολογικώς. Ο Σωτήρ Χριστός, ο Εις της Αγίας Τριάδος, ο εκ Παρθένου σαρκωθείς Θεός και άνθρωπος, είναι το κεντρικόν θέμα όλης της Γραφής και της Παραδόσεως28, επομένως δε και όλης της θεολογίας του Δαμασκηνού. Η Χριστολογία καταλαμβάνει το μεγαλύτερον μέρος όλων των έργων του, όχι μόνον της «Εκδόσεως Ορθοδόξου Πίστεως», από τα τέσσαρα βιβλία της οποίας τα δυόμισυ περιέχουν την Χριστολογίαν, αλλά και εις τας Θεομητορικάς του Ομιλίας κυριαρχεί η Χριστολογία, όπως θα το διαπιστώση και ο αναγνώστης.
Η περί Παναγίας Θεοτόκου διδασκαλία δια τον Δαμασκηνόν υπάρχει μόνον εντός της Χριστολογίας και όχι ως μία αυτόνομος «Μαριολογία» ή ως μία «ανθρωπολογία» με κέντρον την αγίαν Παρθένον. Η ορθόδοξος θεολογία του Δαμασκηνού δεν είναι ανθρωπολογία ούτε «Μαριολογία», αλλ΄ η Χριστολογία εις την οποίαν συμπεριλαμβάνεται και η ανθρωπολογία και η περί Θεοτόκου διδασκαλία.
Διότι ο Χριστός είναι ο αληθινός και τέλειος Θεός και ο πρώτος αληθινός και τέλειος άνθρωπος, αλλ΄ όμως Εις Χριστός29, και δια τον λόγον αυτόν η Παναγία η οποία Τον εγέννησε είναι αληθώς Θεοτόκος. Μόνον το όνομα και το αξίωμα του Χριστού, «Θεός σεσαρκωμένος και ενανθρωπήσας», προσδίδει εις την κατά σάρκα Μητέρα Του το όνομα Θεοτόκος• και αντιστρόφως το όνομα Θεοτόκος «άπαν το μυστήριον της οικονομίας (της ενανθρωπήσεως) συνίστησιν» (Έκδ. ΙΙΙ, 12), διότι επιβεβαιώνει ότι Εκείνος ο οποίος εξ Αυτής εγεννήθη ήτο Θεός και άνθρωπος: «Ει γαρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δε και άνθρωπος» (αυτόθι).
Πιστός λοιπόν εις την Παράδοσιν των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των υπερμάχων της αγίας Θεοτόκου, ο Δαμασκηνός κηρύττει απεριφράστως την Παναγίαν ως κυρίως και αληθώς Θεοτόκον και με τον «θεολογικώτατον πατέρα» του Γρηγόριον τον Θεολόγον επαναλαμβάνει: «Ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την Αγίαν Παρθένον, χωρίς έστι της Θεότητος» (Α΄ 4).
Παραμένων όμως πιστός εις την ιδίαν παράδοσιν των ιδίων αυτών Πατέρων30, κηρύττει επίσης: Ημίν «Θεός έστιν αληθής το λατρευόμενον», την δε «μητέρα Θεού τιμώμεν και σέβομεν… Θεού μητέρα την Παρθένον ταύτην γινώσκοντες, ου θεάν ταύτην φημίζομεν, άπαγε• της ελληνικής τερθρείας τα τοιαύτα μυθεύματα• επεί και θάνατον αυτής καταγγέλομεν• αλλά Θεού σαρκωθέντος Θεού μητέρα γινώσκομεν» (Γ΄, 15).
Διότι η Παναγία Θεοτόκος δεν είναι αυτοσκοπός, δια τούτο και λέγει ο Δαμασκηνός εις αυτήν: «Έζης γαρ ου σεαυτή• ου γαρ σεαυτής ένεκα γεγέννησαι• όθεν «έζης Θεώ, δι΄ον εις τον βίον ελήλυθας• όπως τη παγκοσμίω εξυπηρετήσης σωτηρία, όπως η αρχαία βουλή του Θεού, της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών θεώσεως, δια σου πληρωθή» (Α΄, 9)31. 2. Η περί Παναγίας Θεοτόκου διδασκαλία του Δαμασκηνού αναφέρεται ακριβώς εις αυτήν την «αρχαίαν και αληθινήν» (Β΄, 1) του Θεού Βουλήν «της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών θεώσεως». Εις τα «ανεξιχνίαστα πελάγη της φιλανθρωπίας» Της (Β΄, 10) η της Ζωαρχικής Τριάδος ενότης, «προς εαυτήν εκκλησιάσασα τω ενιαίω της γνώμης βουλήματι»32, έχει αποφασίσει προ πάντων των αιώνων την σάρκωσιν και ενανθρώπισιν του Θεού Λόγου και την θέωσιν του ανθρώπου.
Η προαιώνιος αυτή «προωρισμένη βουλή» (Α΄, 7) του Θεού φανερώνει εις ημάς «το άπλετον και αχανές της αυτού αγαθότητος πέλαγος»33 και η φανέρωσις αύτη γίνεται δια της Παναγίας Θεοτόκου: «Αύτη την άφατον της του Θεού προς ανθρώπους αγάπης εδημοσίευσεν άβυσσον» (Γ΄, 16). Ο Θεός Πατήρ, λέγει ο Δαμασκηνός, «ο ευδοκήσας» εν τη Παναγία και εξ Αυτής «τελεσθήναι ο προώρισε προ αιώνων μυστήριον» (Α΄ 10), έχει προγνωστικώς προορίσει αυτήν ως Μητέρα του Μονογενούς Υιού Του, ο οποίος «σαρκούται, ων ανάρχως ασώματος, δι΄ ημάς και την ημετέραν σωτηρίαν» (Γ΄, 15).
Ο θείος αυτός «προορισμός» της Παναγίας είναι ασφαλώς ακατανόητος δι΄ ημάς, ουχ ήττον όμως συμπίπτει εν τω Θεώ με την προαιώνιόν Του πρόγνωσιν της ελευθέρας προαιρέσεως και της αξίας και της προσωπικής αγιότητος της Παναγίας34: «Σε προγνούς ο των όλων Θεός αξίαν ηγάπησε, και αγαπήσας προώρισε και επ΄ εσχάτων των χρόνων εις το είναι παρήγαγε, και Θεοτόκον Μητέρα και τιθηνόν του οικείου Υιού και Λόγου ανέδειξε» (Α΄,7).
Η λέξις «παρήγαγε» (δια των γονέων) σημαίνει εδώ ότι προέγνωσεν ο Θεός όχι μόνον της Παναγίας την αξίαν (Α΄,7) και αρετήν (Α΄,9) και την «άχραντον παρθενίαν» (Γ΄, 2• Α΄, 5), αλλά και την δικαιοσύνην (Α΄, 9) και σωφροσύνην και θεάρεστον πολιτείαν (Α΄, 5-6• Β΄, 6) των γονέων της, δια να δώση εις αυτούς ένα τόσον μεγάλον δώρον, την Κόρην η οποία θα γεννήση τον Θεόν και τοιουτοτρόπως θα γίνουν οι ίδιοι θεοπάτορες.
Ο Δαμασκηνός λέγει χαρακτηριστικώς δια την Παναγίαν: «Όντως εύρες χάριν, η αξία της χάριτος» (Β΄, 8). Οι λόγοι αυτοί καθιστούν αυτόδηλον την αρχήν της συνεργασίας του Θεού και της ελευθερίας του ανθρώπου εις όλην την ιστορίαν της σωτηρίου οικονομίας. Αλλά ας αρχίσωμεν από την αρχήν. Όταν «της ψευδούς ορεχθέντες θεώσεως» (Γ΄, 2) έπεσαν οι προπάτορές μας δια της παρακοής (Γ΄, 3) και τους «δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως» (Α΄, 4• Γ΄, 2) και της θνητότητος και παχύτητος ενεδύθησαν (Έκδ. ΙΙΙ, 1)35 και υπέπεσαν εις τον θάνατον και την φθοράν (Έκδ. IV, 13), και ημείς όλοι, οι απόγονοί τους, «ώσπερ γεννηθέντες εκ του Αδάμ ωμοιώθημεν αυτώ κληρονομήσαντες την κατάραν και την φθοράν» (αυτόθι) και ευρέθημεν έξω του Παραδείσου γυμνοί της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος (Γ΄,2), ο φιλάνθρωπος Θεός ήδη από τότε ήρχισεν να «οικονομή» και «παιδαγωγή» την οικονομίαν της σωτηρίας μας (Έκδ. ΙΙΙ, 1).
Αλλ΄επειδή έχομεν πέσει εκουσίως και ελευθέρως και «δια το αβίαστον είναι το καλόν» (Έκδ. IV, 19) -«ουκ αρετή γαρ το βία γινόμενον» (Έκδ. ΙΙ, 12)-, έπρεπε και να δεχθώμεν ελευθέρως την υπό του Θεού οικονομουμένην θεραπείαν και σωτηρίαν και να συνεργασθώμεν εκουσίως εις αυτήν. Η έκφρασις να «συνεργασθώμεν» σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να «εργασθούν» και να δημιουργήσουν μόνοι τους οι άνθρωποι την σωτηρίαν των, διότι «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν» (Ψαλμ. 13, 3• Ρωμ. 3,12• Β΄,6).
Την σωτηρίαν των ανθρώπων ηδύνατο να εργασθή και ενεργήση μόνον ο Θεός, η «παντός αγαθού αρχή και αιτία» και ο «ενεργών τα πάντα εν πάσι» (Έκδ. ΙΙ, 30• 1 Κορ. 12, 6). Ο άνθρωπος όμως έπρεπε να συνεργασθή με τον εργαζόμενον Θεόν δια την σωτηρίαν του: «Βουλομένων γαρ η σωτηρία, ουκ αναγκαζομένων», κατά την έκφρασιν των Πατέρων»36. Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα όλης της δια της ιστορίας οικονομίας της σωτηρίας, εις την οποίαν ο Θεός καλεί.
Εις την κλήσιν Του αυτήν υπακούουν και απαντούν ελευθέρως ολίγοι ίσως άνθρωποι, οι οποίοι όμως γίνονται τοιουτοτρόπως «εκλογή» του Θεού δια της οποίας προετοιμάζει ο Θεός και την σωτηρίαν των άλλων.
Η ακατάπαυστος σωστική πρόνοια του Θεού, και η ακούραστος σώζουσα χάρις Του εύρισκε ούτω πάντοτε εις την ιστορίαν της πεπτωκυίας ανθρωπότητος «σημεία στηρίξεως» – «σκεύη ελέους», κατά τον Απ. Παύλον (Ρωμ. 9, 23) – δια των οποίων οικονομείτο, βάσει πάντοτε της ελευθέρας συνεργασίας37, η ιερά ιστορία της σωτηρίας. Η οικονομία αυτή απεκορυφώθη και συνετελέσθη εις την Παναγίαν, η οποία ως κατ΄εξοχήν «εκλελεγμένη» (Β΄,3) και «υπήκοος» εις τον Θεόν (Β΄, 8• Γ΄, 3), υπηρέτησε (Α΄, 7-9) και «ελειτούργησε τη Τριάδι» (Δ΄,5) και συνείργησε εις την οικονομίαν της σωτηρίας ως ουδείς άλλος απ΄αιώνος.[...]