Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως"

Η Μεγάλη Δοξολογία

Θεολογικό σχόλιο  Α'

  Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου    

 


 


«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
 





Η Δοξολογία ψάλλεται στο μεταίχμιο μεταξύ του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας. Είναι ένας περιεκτικότατος δοξολογικός ύμνος προς τον Τριαδικό Θεό, μια ορθόδοξη προσευχή προς τον Πλάστη και Σωτήρα μας.
Η δοξολογική ανύμνηση του Θεού είναι το έργο των αγγελικών φύσεων στον ουρανό. Τα μακάρια πνεύματα, εισελθόντα μετά τη δοκιμασία τους στο χώρο της άφθορης θείας δόξας και καταλαμπόμενα από το τρισήλιο φως της θεότητας, ως φώτα δυνατά δεύτερα μετά το πρώτο άπειρο και μακάριο φως, αναλύονται σε ατελεύτητο ύμνο της θείας μεγαλοσύνης, την οποία ελεύθερα υπηρετούν. Το διακονικό έργο των αγγέλων είναι παράλληλα και έργο δοξολογικό. Αλλά και των ανθρώπων το έργο, που είναι πλάσματα της Σοφίας του Θεού, είναι ομοίως δοξολογικό και ευχαριστήριο, μάλιστα μετά το απολυτρωτικό έργο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, που σταυρώθηκε για τη σωτηρία τους.
«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Στο στίχο αυτό η ορθόδοξη ψυχή δοξάζει το Θεό που έδειξε το φως· το φυσικό φως που δημιουργήθηκε πριν απ’ όλα, στο οποίο θάλλει και ζωογονείται η κτίση και έξω από το οποίο υπάρχει το σκότος, η νέκρωση και ο θάνατος. Το φως με τη φωτιστικότητα και τη θαλπωρή του είναι η βάση κάθε ζωικής φύσεως, το πρώτιστο και το μεγαλύτερο αγαθό που έχουμε από τον Πλάστη μας. Νιώθοντας τη ζωογόνο θαλπωρή του, ο άνθρωπος ανατείνει αυθόρμητα στο φωτοδότη Δημιουργό, τον οποίο δοξάζει για την τόσο μεγάλη δωρεά του.
Παράλληλα όμως η δοξολογική ανύμνηση μπορεί να έχει αναφορά και στο άλλο φως, το μυστικό και αθέατο, που απορρέει αΐδια από την άπειρη ουσία του Θεού και καταλάμπει τις καθαρές πνευματικές φύσεις, το φως το ιλαρό και ανέσπερο, η άκτιστη ενέργεια του Χριστού και η μακάρια δόξα της Τριάδος, στους κόλπους της οποίας αναπαύονται τα κτιστά όντα και μάλιστα οι αμόλευτες πνευματικές φύσεις, και από την οποία αποκλείονται μόνον οι ακάθαρτες ψυχές, τα σκοτεινά πνεύματα της αποστασίας και οι πωρωμένοι στην κακία άνθρωποι.
Ο Θεός, που είναι φως και έδειξε το φως, βρίσκεται στους ουρανούς, στα «ύψιστα». Εκεί προσπαθεί να τον φθάσει η δοξολογική ανύμνηση της Εκκλησίας. Τί εννοούμε όμως εντοπίζοντας τον Θεό στα ύψιστα; Ο Θεός, ως άπειρο και απόλυτο ον, δεν μπορεί φυσικά να εντοπισθεί πουθενά. Πληροί τα πάντα και βρίσκεται πέρα και έξω από τα πάντα. Δεν σχετίζεται από τίποτε ο Θεός, γιατί είναι φύση ακατάσχετη. Ούτε βρίσκεται πουθενά, όπως εμείς χαρακτηρίζουμε τις φυσικές καταστάσεις στο χρόνο και τον τόπο που ζούμε. Παρόμοιες ιδέες, που σχετικοποιούν τον απόλυτο Θεό, είναι ανάξιες της θείας απειρίας. Τα «ύψιστα», όπως και το «εν ουρανοίς» της Κυριακής προσευχής που αναφέρονται στην κατοίκηση του Θεού, δεν είναι εκφράσεις πραγματικές και ουσιαστικές, αλλά περιγραφές ανθρωπομορφικές (δηλαδή όπως εμείς φανταζόμαστε ότι είναι ο Θεός), συμβατικές και σχηματικές, που θέλουν να παραστήσουν κάποια αλήθεια, που δεν μπορεί αλλιώτικα να εκφραστεί από τον πεπερασμένο άνθρωπο.
Έτσι με αυτές προσπαθούμε να παραστήσουμε τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού, τον οποίον εντοπίζουμε με τη φαντασία μας στα υψηλά, στο «χώρο» όπου ενδιαιτώνται οι άγγελοι, η αστράφτουσα δορυφορία του «εν υψηλοίς» οικούντος Δεσπότου της κτίσεως. Παράλληλα διά των φράσεων αυτών θέλουμε να τονίσουμε την απόλυτη υπερβατικότητα, καθαρότητα και αγιότητα του Θεού, ο οποίος είναι απόμακρος, όχι με την έννοια της αδιαφορίας για τα πλάσματά του, αλλά γιατί η φύση του βρίσκεται πολύ μακριά από την ηθική ακαθαρσία και την αμαρτωλότητα της γης. Όποιος βρίσκεται ψηλά, δεν κοινωνεί με τα ευτελή και χαμαίζηλα. Είναι άγιος.
Ο «εν υψίστοις οικών» Θεός, ο απόμακρος και χωρισμένος από τη χθαμαλότητα της εγκόσμιας πραγματικότητος, δεν έχει καμιά αναφορά προς τα πράγματα της γης; Ασφαλώς έχει. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει η συνέχεια του δοξολογικού στί­χου, «και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Ο Θεός μπορεί μεν να μην έχει καμιά σχέση με την αμαρτωλή γη, όμως δεν παύει ο κόσμος να είναι έργο των χειρών του και αντικείμενο της θείας του πρόνοιας. Πρόκειται για τις εξωτερικές ενέργειες του Θεού με επίκεντρο την τύχη των λογικών πλασμάτων του, τα οποία ελεύθερα απομακρύνθηκαν από το θέλημά του και περιέπεσαν υπό το κράτος των δαιμονικών φύσεων.
Οι στίχοι ακριβώς αυτοί αποτελούσαν το νικητήριο μήνυμα, που έψαλαν οι άγγελοι κατά τη νύχτα της γεννήσεως του Χριστού, όταν ο ουρανός αγκάλιαζε τη γη και φωτίζονταν τα πέρατα από την αστραπή του Θεού. Το μήνυμα της γεννήσεως του Χριστού ήταν μήνυμα ειρηνικό· «και επί γης ειρήνη». Ήταν το μήνυμα ειρήνης του Θεού σ’ ένα κόσμο σπαρασσόμενο από τον πόλεμο και τα μίση, από το πύρωμα της έχθρας και το αγρίεμα της φύσεως, από το σκορπισμό της αμαρτίας και την κακουργία των δαιμονικών φύσεων. Με την ενέργεια της θείας ενανθρωπήσεως εγκαθίσταται στη γη η συμφιλίωση Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι γαληνεύουν στην ειρήνη του Θεού. Μαλακώνει η ζωή τους. Ελευθερώνονται από το αγκάλιασμα της φθοράς και του θανάτου. Φτερώνονται από τη μεγάλη χαρά και την ελπίδα της απολυτρώσεως. Νιώθουν παιδιά αγαπητά του Θεού. Ειρηνεύουν μεταξύ τους, με την εξωτερική φύση, με τον Θεό. Ζουν στη διάσταση της αγάπης, που έφερε στον κόσμο η σάρκωση της μεγάλης Αγάπης. Ο Χριστός είναι το κέντρο της συμφιλιώσεως και της ειρήνης, της ειρήνης που υπερέχει «πάντα νουν», το κέντρο συνοχής και επανενώσεως «των διεστώτων», που επιτεύχθηκε στο ξύλο του σταυρού.
Και όλ’ αυτά, γιατί με την ειρήνη που εγκαταστάθηκε στον κόσμο με τη γέννηση του Χριστού, σαρκώνεται η αγαθή βούληση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων «εν ανθρώποις ευδοκία». Αυτό που πάντα ήθελε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου και ήταν κρυμμένο στο απειρόσοφο σχέδιο της προαιώνιας θείας του βουλής, τώρα γίνεται πραγματικότητα. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και σηκώνει τον άνθρωπο ψηλά στο Θεό. Γίνεται γνωστό το θέλημά του στους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να αγιάζουν το Όνομά του, πράττοντας τις βουλές και το νόμο του, ακριβώς όπως γίνεται στον ουρανό με τους αγγέλους (Κυριακή προσευχή). Η θεία ευδοκία δημιουργεί μια νέα διάσταση ζωής για τα λογικά πλάσματα του Θεού πάνω στη γη, εμψυχωμένη από την αλήθεια και το Νόμο του Θεού, που είναι προάγγελος ελεύσεως της θείας βασιλείας. Στη διάσταση αυτή η αμαρτία απονευρώνεται, χάνεται. Ζει και υπάρχει μόνο εκείνο που θέλει ο Θεός. Το βούλημα του διαβόλου (κατ’ αρχήν φυσικά) εξαφανίζεται.[...]

πηγή : Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


 
 
 
Y.C.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου