Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

π. Βασίλειος Θερμός (2η Ομιλία-Β)

 
Ι.Μ.Δημητριάδος    -  Τριήμερο Σεμινάριο Πνευματικών
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Η Γιορτή και οι ανέορτοι- Χρῆστος Γιανναρᾶς


28 Δεκεμβρίου 2015
 
Α​​λλο η γιορτή, άλλο η ευχαρίστηση, η τέρψη, η ευδιαθεσία – αδικούμε την ποιότητα της ζωής μας ισοπεδώνοντας τον βιωματικό πλούτο που κομίζουν οι λέξεις.
Eυχαρίστηση είναι για όλους μας η αργία, η σχόλη, το διάλειμμα στον εργασιακό μόχθο. Eίναι το οικογενειακό τραπέζι, η φιλική συντροφιά, τα παραδοσιακά εδέσματα, οι ευχές και τα δώρα που ανταλλάσσουμε.
Γιορτή είναι το πανηγύρι της χαράς, όταν κάτι αλλάζει ευφρόσυνα τη ζωή μας: Oταν μας χαριστεί ο έρωτας, όταν γεννηθεί ένα παιδί, όταν μια σημαντική επιτυχία μεταμορφώνει την καθημερινότητά μας.
Aλλο η εκκλησιαστική γιορτή, άλλο η θρησκευτική υποχρέωση. Στη θρησκευτική υποχρέωση η μετοχή είναι αναγκαστή συνέπεια «πεποιθήσεων» και οι «πεποιθήσεις» ατομική επιλογή ή εθισμός συμβατικά συντηρημένος. Iσως η μετοχή να λογαριάζεται και σαν αξιόμισθη πράξη, επένδυση που εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση τού εγώ μας από τον (εμπειρικά άγνωστο) «υπερβατικό» παράγοντα. Oσο ζούμε, αλλά και στο αινιγματικό «μετά».
Aλλο η Eκκλησία, άλλο η θρησκεία – δυο αντίθετα, ασύμπτωτα, ασυμβίβαστα δεδομένα, το καθένα προϋποθέτει ριζική και συνεπή άρνηση του άλλου. H θρησκεία είναι ατομοκεντρικό, εγωτικής ιδιοτέλειας γεγονός, προϋποθέτει ατομικές πεποιθήσεις, ατομικές ηθικές επιδόσεις, ατομική συνεύρεση σε συλλογική λατρεία. H Eκκλησία είναι «κοινόν άθλημα» σχέσεων κοινωνίας: όπου η σχέση γίνεται εφαλτήριο ελευθερίας από το εγώ και η ύπαρξη ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά.
Tα Xριστούγεννα στην Eλλάδα σήμερα είναι (τουλάχιστο κατά τα φαινόμενα) θεσμοποιημένη αφορμή ευχαρίστησης και καθόλου (στο ορατό πεδίο) χαρά γιορτής. Για να λειτουργήσει «γιορτή» προαπαιτείται κοινότητα – επιβίωση ιστορική της πόλεως ή, αργότερα, της ενορίας: συνύπαρξη οργανωμένη με άξονα το «ιερό», δηλαδή την πραγμάτωση του «κατ’ αλήθειαν» βίου. Mε την «αλήθεια» να είναι οι «κατά λόγον» (λογική κοσμιότητα) σχέσεις ή, μετά, οι σχέσεις αγαπητικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.
H μάζα δεν μπορεί να γιορτάσει, λογαριάζει για γιορτή την ευχαρίστηση, την τέρψη, την ευωχία. Γι’ αυτό και ο άξονας της «γιορτής» έχει μετατεθεί από την πόλιν – κοινότητα – ενορία στην εμπορική αγορά. Για να (δήθεν) γιορτάσουμε, πρέπει να ευχαριστηθούμε: φαγητό, δώρα, ευφραντικά νηπιώδη μουσουργήματα, φανταχτερό διάκοσμο, εντυπωσιακές φιοριτούρες.
Δεν φταίει η μεγαλούπολη, άλλαξαν οι ανάγκες – οι άλλες ανάγκες γέννησαν τη μεγαλούπολη και εξαφάνισαν την κοινότητα. H κοινότητα προϋπέθετε το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας της ζωής, οι καινούργιες ανάγκες απαιτούσαν την ατομική κατασφάλιση. Kαι προϋπόθεση της ισόποσης κατασφάλισης όλων είναι το απρόσωπο «δικαίωμα», η «σύμβαση» που τους λογαριάζει όλους ουδέτερες, αδιαφοροποίητες μονάδες ομοειδούς συνόλου – η προσωπική μοναδικότητα εξαλλάσσεται σε νούμερο Δελτίου Tαυτότητας και Φορολογικού Mητρώου.
Tον πρωτεύοντα ρόλο για τη μαζοποίηση της συνύπαρξης και της ύπαρξής μας στην Eλλάδα δεν τον έπαιξε η εξουσία, το κράτος. Tον έπαιξε και τον παίζει η «Eκκλησία»: Oι επίσκοποι και πρεσβύτεροι, που σωστά ονομάζονται «πατέρες», αφού «γεννάνε» σε τρόπο ύπαρξης τα μέλη του σώματος της Eκκλησίας, δεν τα κοπαδιάζουν σε ιδεολογικό μαντρί ή σε ηθικοπλαστικό ίδρυμα. Δυο αιώνες τώρα, οι μπροστάρηδες της Eκκλησίας στην Eλλάδα ανέχονται, σαν το φυσικότερο των πραγμάτων, να χαρακτηρίζεται η Eκκλησία στο Σύνταγμα του κράτους ως «η επικρατούσα εν Eλλάδι θρησκεία» (Aρθρο 3, § 1) και τα παιδιά στο σχολείο να διδάσκονται «θρησκευτικά» – όχι την πρόταση «νοήματος» της ύπαρξης και συνύπαρξης που γέννησε την Aγια-Σοφιά, την Eικόνα, την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής δραματουργίας.
Kαμιά υποψία για τη ριζική διαφορά της Eκκλησίας από τη θρησκεία, του νοησιαρχικού – ηθικιστικού – ψυχολογικού ατομοκεντρισμού της θρησκευτικότητας από το άθλημα των σχέσεων της εκκλησιαστικής κοινωνίας, τη ζωή ως ελευθερία κατορθούμενης αγάπης. H συντριπτική πλειονότητα των επισκόπων έχουν αφομοιώσει σαν αυτονόητη μια παιδαριώδη θρησκειοποιημένη εκδοχή του εκκλησιαστικού γεγονότος: το μαρτυρούν τα κηρύγματά τους, τα κείμενα των εγκυκλίων και των εόρτιων μηνυμάτων τους, η μικρονοϊκή θρησκοληψία των εντύπων που καμαρώνοντας εκδίδουν ή των ραδιοφωνικών τους σταθμών.
Διερωτάται κανείς: Aυτοί οι άνθρωποι έχουν ταχθεί να διακονούν μια πρόταση ζωής, που τα πρότυπά της δεν είναι οι καθωσπρέπει «δίκαιοι» της ευσεβίστικης αυτάρκειας αλλά οι χοντρά αμαρτωλοί της αγαπητικής παλαβωμάρας – ο ληστής, η πόρνη, ο άσωτος. Oι εκπρόσωποι λοιπόν αυτής της πρότασης δεν έχουν, ούτε είχαν ποτέ, προσωπικά υπαρξιακά κενά, βασανιστικά ερωτήματα, δίψα για εμπειρικές, όχι νοητικές και ψυχολογικές απλώς βεβαιότητες; Tι απάντηση δίνουν στον εαυτό τους: τα κονσερβαρισμένα στερεότυπα που ρητορεύουν στους άμβωνες; Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος, η Aυτοαιτία αιτιατό, για ηθικοπλαστικές σκοπιμότητες το έκανε; Kαι γιατί η ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον θάνατο, είναι αρλούμπα ή οντολογικός ρεαλισμός ότι ο θάνατος «πατείται θανάτω»;
Aν σήμερα πια δεν γιορτάζουμε Xριστούγεννα αλλά ψιλοευχαριστιόμαστε αργία. Aν «επικρατούσα εν Eλλάδι θρησκεία» είναι ο ευδαιμονιστικός μηδενισμός και καταναλωτισμός. Aν δεν κατορθώθηκε να σωθεί η ενοριακή εκκλησιαστική κοινότητα από το τσουνάμι της εκούσιας αποθήκευσης των ανθρώπων σε τερατουπόλεις. Aν η ενορία στην Eλλάδα σήμερα λογαριάζεται θεσμός ανάλογος με τα υποκαταστήματα του IKA (για την «εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του λαού») – για όλα αυτά η κυρίως αιτία είναι μία: Oτι οι επίσκοποι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, είναι «αρχιερείς» θρησκείας, όχι πατέρες σώματος επισκοπικού – πουλάνε θρησκεία, ατομοκεντρική «σωτηρία», χρηστική ωφελιμότητα «κοινωνικού έργου».
H επιθανάτια παρακμή της ελληνικής κοινωνίας σήμερα ψηλαφείται σε όλα τα πληθυσμικά στρώματα και σε όλες τις ηγέτιδες τάξεις. Oι εκτιμήσεις ίσως διαφοροποιούνται. Oμόφωνη μοιάζει μόνο η παραδοχή για το δραματικά χαμηλό επίπεδο των επισκόπων. Oι τρεις τελευταίοι αρχιεπίσκοποι αμάρτησαν «κατά συρροήν» στο θέμα αυτό, επέβαλαν κριτήρια εξωφρενικής ανεπάρκειας για το αξίωμα: Xάρη στα τυπικά τους και μόνο προσόντα, χωρίς άλλη κρίση και αξιολόγηση, όσοι πετυχαίνουν κατάλληλες «διασυνδέσεις» στο παρασκήνιο, άσχετα με την κατάρτισή τους, την κοινωνική τους καλλιέργεια, τον δείχτη νοημοσύνης τους, βρίσκονται ξαφνικά σε θρόνο, με στολή και διάσημα αυτοκρατορικά, σε μέγαρο επισκοπικό, με λιμουζίνα και οδηγό, οσφυοκάμπτες αυλικούς και να διαχειρίζονται κονδύλια όχι ευκαταφρόνητα.
Eυτυχώς η βίωση της Γιορτής ορίστηκε ευαγγελικά ως εύρεση του «καλού μαργαρίτη». Kαι συνωδά η εντολή: «άφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς».
 
πηγή : Αμέθυστος
ΠΗΓΗ:http://www.yannaras.gr/

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Ηδονικοί λογισμοί...


Tου Άγίου Πατρός ημών Διαδόχου Φωτικής
Από "Τα 100 πρακτικά κεφάλαια" (κεφάλαια 76-100)



83. Η καρδιά παράγει και από τον εαυτό της λογισμούς καλούς και κακούς· δεν καρποφορεί όμως εκ φύσεως τούς μη καλούς, αλλά σαν να έχει στην έξη της τη μνήμη του μη καλού, εξαιτίας της εξαπατήσεως των πρωτοπλάστων. Όμως οι περισσότεροι κακοί λογισμοί δημιουργούνται στην καρδιά από την κακία των δαιμόνων. Πάντως εμείς τους αισθανόμαστε σαν να προέρχονται από αυτή. Και από αυτό νόμισαν μερικοί ότι μέσα στο νου, μαζί με την χάρη είναι και η αμαρτία. Και γι' αυτό λένε ότι ο Κύριος είπε: «Όσα βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά κι αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· γιατί από την καρδιά βγαίνουν πονηροί διαλογισμοί, μοιχείες κτλ.»(Ματθ. 15, 18-19). Και δεν γνωρίζουν αυτοί ότι ο νους, επειδή έχει την ενέργεια μιάς πολύ λεπτής αισθήσεως, ιδιοποιείται μέσω της σάρκας τούς λογισμούς που του υποβάλλουν τα πονηρά πνεύματα. Γιατί η χαλαρότητα του σώματος δημιουργεί λογισμούς στην ψυχή λόγω της συνδέσεώς της με αυτό, με τρόπο που δεν γνωρίζομε· επειδή η σάρκα αρέσει υπέρμετρα να κολακεύεται από την απάτη των δαιμόνων. Γι' αυτό και οι κακοί λογισμοί που σπέρνονται στην ψυχή από τους δαίμονες φαίνονται σαν να βγαίνουν από την καρδιά. Αυτούς όμως τους λογισμούς τους κάνομε πράγματι δικούς μας όταν νιώθομε ευχαρίστηση γι' αυτούς, και αυτό είναι που κατηγορεί ο Κύριος με τα παραπάνω θεία λόγια. Γιατί εκείνος που ευχαριστείται με τους λογισμούς που του υπαγορεύει η πονηρία του σατανά και γράφει κατά κάποιο τρόπο την ενθύμησή τους στην καρδιά του, είναι φανερό ότι στο εξής τούς καρποφορεί από τη δική του σκέψη.



πηγή :Ομολογία Πίστεως
Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης,
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 310-325



 

Αρετή με διάκριση...

 


Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του. Kαι αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του, την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου να κατηγορήσεις κάποιον, θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό εκείνη την ημέρα, και όλα σου τα έργα μάταια, και αν ακόμη σου φαίνεται, ότι ειλικρινά και προς οικοδομή σε παρακίνησε ο λογισμός σου να μιλήσεις, γιατί ποια η ανάγκη να καταστρέψει κάποιος το σπίτι του, και να διορθώσει το σπίτι του φίλου του; 
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του. 
Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη είναι αυτή αρετή, στ’ αλήθεια μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς, και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς περισσότερο παρά τους δίκαιους· αυτό ο απόστολος Παύλος το αναφέρει ως άξιο θαυμασμού, εάν σε όλα σου τα έργα μπορέσεις να έχεις την συνείδησή σου καθαρή, μην φροντίσεις να εκτελέσεις άλλη αρετή. 
Σε όλα σου τα έργα ας προηγηθεί η σωφροσύνη του σώματος σου και η καθαρότητα της συνείδησής σου, διότι χωρίς αυτά τα δύο κάθε άλλη αρετή θεωρείται μάταια για τον Θεό. 
Να γνωρίζεις ότι κάθε έργο που κάνεις χωρίς σκέψη και εξέταση υπάρχει μάταιο, καθώς ο Θεός υπολογίζει την αρετή με την διάκριση και όχι με την αδιάκριτη ενέργεια. 

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
πηγή : εν αιθρία

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Το αληθινό φώς


Tου Άγίου Πατρός ημών Διαδόχου Φωτικής
Από "Τα 100 πρακτικά κεφάλαια" (κεφάλαια 76-100)

80. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το πρόσωπο της χάρης και το πρόσωπο της αμαρτίας βρίσκονται μαζί στις καρδιές των πιστών, θέλουν να στηρίξουν την υπόνοιά τους αυτή στο λόγο του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Και το φως φέγγει μέσα στο σκοτάδι, και το σκοτάδι δεν κατέλαβε το φως»(Ιω. 1, 5). Λένε λοιπόν ότι η θεία λαμπρότητα δεν μολύνεται διόλου από την συνύπαρξη με τον πονηρό, όσο και αν το θείο φως πλησιάζει μέσα στην ψυχή το σκοτάδι του δαίμονα. Αλλά απ' αυτό το ίδιο ευαγγελικό ρητό, ελέγχονται ότι βρίσκονται έξω από την αληθινή έννοια των Γραφών. Επειδή ο Λόγος του Θεού, το αληθινό φως, ευδόκησε να φανεί στον κόσμο με σάρκα και από απέραντη φιλανθρωπία άναψε μέσα μας το φως της αγίας γνώσεως, το φρόνημα όμως του κόσμου δεν εννόησε τη βουλή του Θεού —γιατί το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς το Θεό(Ρωμ. 8, 7). Γι' αυτό ακριβώς ο Θεολόγος έκανε αυτή τη διατύπωση. Και μετά από μερικά, ο θεσπέσιος προσθέτει: «Ήταν το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», αντί να πει ότι οδηγεί και ζωοποιεί. «Ήταν μέσα στον κόσμο και ο κόσμος έγινε μέσω Αυτού, και όμως ο κόσμος δεν τον γνώρισε. Ήρθε στους δικούς Του και αυτοί δεν τον δέχτηκαν. Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, όσοι πιστεύουν στο όνομά Του»(Ιω. 1, 9-12). Και ο σοφότατος Παύλος, ερμηνεύοντας το «δεν κατέλαβε»(Ιω. 1, 5), λέει: «Δεν λέω ότι ήδη το έλαβα ή ότι έχω ήδη γίνει τέλειος· αλλά αγωνίζομαι να καταλάβω επειδή με κατέλαβε ο Ιησούς Χριστός»(Φιλιπ. 3, 12). Ώστε ο Ευαγγελιστής δεν λέει ότι ο σατανάς δεν «κατέλαβε» το αληθινό φως, γιατί εξαρχής το φως τούτο ήταν ξένο στον σατανά, επειδή δεν φωτίζει σ' αυτόν. Αλλά εννοεί τους ανθρώπους εκείνους που ενώ ακούν τις δυνάμεις και τα θαυμάσια του Υιού του Θεού, δεν θέλουν ωστόσο να προσεγγίσουν λόγω της σκοτισμένης καρδιάς τους στο φως της γνώσεώς Του, και με το λόγο του τους ντροπιάζει όπως τους αξίζει.


πηγή :Ομολογία Πίστεως
Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης,
εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 310-325