Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Kallistos Ware: Η Διαφορά της Υπακοής στους Λαϊκούς και στους Μοναχούς

Kallistos Ware: Ndryshimi ndërmjet Bindjes tek Laikët dhe tek Murgjit. -

 
πηγή : Ορθόδοξη Κορυτσά  Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2012
 
 
Kallistos Wear.


Η Διαφορά της Υπακοής στους Λαϊκούς και στους Μοναχούς



Yπάρχει σαφώς μια διαφορά ανάμεσα στους μο­ναχούς, που έχουν δώσει μια ειδική υπόσχεση υπακοής, και τους λαϊκούς, που ζουν στον «κόσμο» Ακόμη και στην περίπτωση των μοναχών, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες κοινότητες όπου μπο­ρεί να βρεθεί η διακονία τού γέροντα στην πλήρη της μορφή, όπως αναφέρεται στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή όπως ασκήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στη Μονή της Όπτινα. Ένας σύγχρονος Ρώσος Ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Μεν -πολύ σεβαστός ως πνευματικός πατέρας μέχρι τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του από άγνωστα χέρια το 1990 - σοφά επέμενε πως οι μοναχικοί κανόνες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιοι στη ζωή της ενορίας.

Συχνά νομίζουμε ότι η σχέση τού πνευματικού παιδιού με τον πνευματικό πατέρα απαιτεί το πρώτο να υπακούει πάντοτε στον δεύτερο. Στην πραγματικό­τητα, η αρχή αυτή αποτελεί ουσιώδες μέρος της μονα­χικής ζωής. Ο μοναχός υπόσχεται να κάνει υπακοή, να κάνει οτιδήποτε απαιτεί ο πνευματικός πατέρας του. Ένας ενοριακός ιερέας δεν μπορεί να επιβάλει ένα τέτοιο πρότυπο στους λαϊκούς και δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να δίνει αυ­θαίρετες εντολές. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής αν μπορεί να εφαρμόζει τους εκκλησιαστικούς κανό­νες, προσανατολίζοντας τη ζωή των ενοριτών του, και βοηθώντας τους στους εσωτερικούς αγώνες τους.

Ακόμη κι αν δεχθούμε πλήρως αυτά τα δυο σημεία, υπάρ­χουν τρία επί πλέον πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, προ­κειμένου να ερμηνευθεί σωστά ένα κείμενο όπως τα Αποφθέγ­ματα των Πατέρων της Έρημου, ή μια μορφή όπως ο στάρετς Ζωσιμάς, στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Κατ' αρχάς, η υπακοή που προσφέρεται από το πνευματικό τέκνο στον αββά δεν εί­ναι αναγκαστική, αλλά πρόθυμη και εθελούσια. Είναι έργο του γέροντα να αναλάβει το θέλημά μας στο δικό του, όμως μπορεί να το κάνει μόνο αν εμείς, με τη δική μας ελεύθερη επιλογή το τοποθετήσουμε στα χέρια του. Δεν συντρίβει τη θέλησή μας, αλλά τη δέχεται από μας ως δώρο. Μια υποταγή αναγκαστι­κή και ακούσια στερείται προφανώς ηθικής άξιας· ο γέροντας ζητά από τον καθένα μας να προσφέρει στον Θεό την καρδιά του, όχι τις εξωτερικές ενέργειές του. Ακόμη και σ' ένα μοναστικό πλαίσιο η υπακοή είναι εθελούσια, όπως τονίζεται έντο­να στο τυπικό της κουράς, μόνο αφού ο υποψήφιος τοποθετή­σει τρεις φορές το ψαλίδι στα χέρια του ηγουμένου, προχωρεί εκείνος στην κουρά του.

Ωστόσο, η εθελούσια προσφορά της ελευθερίας μας, ακόμη και στο μοναστήρι, είναι προφανώς κάτι που δεν μπορεί να συμ­βεί μια για πάντα, με μια μοναδική χειρονομία. Καλούμαστε να αναλάβουμε τον σταυρό μας καθ' ημέραν (Λουκ. 9.23). Πρέπει να υπάρχει μια συνεχής προσφορά, που να εκτείνεται σε ολό­κληρη τη ζωή μας˙ η αύξησή μας εν Χριστώ μετριέται ακριβώς από τον αυξανόμενο βαθμό αυτοπροσφοράς μας. Η ελευθε­ρία μας πρέπει να προσφέρεται εκ νέου κάθε μέρα και κάθε ώ­ρα, με συνεχώς διαφοροποιούμενους τρόπους. Και τούτο ση­μαίνει πως η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στον μαθητή δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν είναι αμετάβλητη αλλά απεί­ρως ποικίλη. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, κάτω από την καθο­δήγηση του γέροντά του, ο μαθητής θα αντιμετωπίσει νέες κα­ταστάσεις, που απαιτούν μια διαφορετική απάντηση, ένα νέο είδος αυτοπροσφοράς.

Δεύτερον, η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στο πνευμα­τικό τέκνο. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι μονόπλευ­ρη , αλλά αμοιβαία. Όπως ο γέροντας δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, έτσι και οι μαθητές αποκαλύπτουν στον γέροντα τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνος που καλείται να γίνει γέ­ροντας δεν το αντιλαμβάνεται, μέχρις ότου οι άλλοι τον πλη­σιάσουν και επιμείνουν να μπουν υπό την καθοδήγηση του. Η αμοιβαιότητα αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέ­σης ανάμεσα στους δύο. Ο πνευματικός πατέρας δεν διαθέτει κάποιο εξαντλητικό πρόγραμμα, που έχει υποστεί επεξεργα­σία εκ των προτέρων και επιβάλλεται στον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αντιθέτως, αν είναι αληθινός γέροντας, διαθέτει για τον καθένα διαφορετικό λόγο· δεν προχωρεί επί τη βάσει αφηρη­μένων κανόνων, αλλά συγκεκριμένων ανθρώπινων καταστά­σεων. Εισέρχεται μαζί με τον μαθητή του στη συγκεκριμένη κα­τάσταση, χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι ακριβώς η έκβαση, αλλά περιμένοντας ο καθένας τον φωτισμό του Πνεύματος. Και οι δύο, πνευματικός πατέρας και μαθη­τής, μαθαίνουν κατά την πορεία.

Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους φαίνεται σε αρκετές ιστο­ρίες στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Έρημου. Όπου ένας ανάξιος αββάς σώζεται από την υπομονή και την ταπεινοφρο­σύνη του υποτακτικού του. Ένας αδελφός, επί παραδείγματι, έχοντας ένα γέροντα δοσμένο στο πάθος της μέθης, πειράζεται έντονα για να τον εγκαταλείψει· αλλά αντί να φύγει, παραμέ­νει πιστός στον γέροντά του. μέχρι που ο τελευταίος οδηγεί­ται τελικά στη μετάνοια. Και ο αφηγητής σχολιάζει, «...ότι εισί νεώτεροι και οδηγούσι γέροντας εις ζωήν». Ο μαθητής μπο­ρεί να κληθεί να δώσει όπως και να λάβει˙ ο δάσκαλος μπορεί συχνά να μάθει απ’ τους μαθητές του. Όπως αναφέρει το Ταλμούδ: «Ο ραβίνος Χανίνα έλεγε, "από τους δασκάλους μου έ­μαθα πολλά, πιο πολλά από τους συμμαθητές μου, αλλά από τους μαθητές μου έμαθα τα περισσότερα"».

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η σχέση δεν είναι αμφί­πλευρη αλλά τριγωνική, επειδή μαζί με τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να καλούμε κανέναν «πατέρα», γιατί έ­χουμε μόνο έναν Πατέρα τον εν Ουρανοίς (Ματθ. 13.8-10). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής σ’ ένα εφετείο, αλλά συνυπηρέτης του ζώντος Θεού· δεν είναι τύραννος, αλλά ο­δηγός και σύντροφος στο ταξίδι.

Ο μόνος αληθινός «πνευματι­κός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το Άγιο Πνεύμα.

Επισκόπου Διοκλείας ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ WARE



πηγή: εδώ

Ndryshimi ndërmjet Bindjes tek Laikët dhe tek Murgjit.



Ekziston qartazi një ndryshim ndërmjet murgjve, që kanë dhënë një premtim të veçantë bindjeje, dhe tek laikët, që jetojnë në “botë”. Edhe në rastin e murgjëve, ekzistojnë shumë pak komunitete ku mund të gjendet dhiakonia e jerondit në formë të plotë, ashtu siç përmendet në Fjalët e Urta ose Historitë e Etërve të Shkretëtirës, ose si u ushtrua në shekullin e 9-të në Manastirin e Optina. Një prift Rus modern, papa Aleksandër Men – shumë i respektuar si at shpirtëror deri në vdekjen e tij tragjike dhe të parakohëshme nga duart të panjohura më 1990 – me mençuri nguli këmbë që rregullat murgërorë nuk mund të transferohen ashtu siç janë në jetën e enorisë.

 
Shpesh kujtojmë që marrdhënia e fëmijës shpirtëror me atin shpirtërore kërkon të parin të bindet gjithmonë tek i dyti. Në realitet, ky princip përbën pjesë esenciale të jetës murgërore. Murgu premton të bëjë bindje, të bëj gjithçka që kërkon ati i tij shpirtëror. Një klerik enorik nuk mund të vendosë një prototip të tillë në laikët dhe nuk mundet të pretendojë për veten të drejtën të japë urdhëra të jashtëligjëshme. Do të duhet të ndjehet i lumtur nqs mundet të praktikojë rregullat kishtarë, duke orientuar jetën e enoritëve të tij, dhe duke i ndihmuar në betejat e tyre të brendëshme.



Edhe sikur të pranonin plotësisht këto dy pika, ekzistojnë tre gjëra të tjera që duhet të thuhen, në mënyrë që të interpretohet drejt një tekst ashtu si Fjalët e Urta të Etërve të shkretëtirës, një formë si starec Zosima, në vëllezërit Karamazof. Si fillim bindja që ofrohet tek fëmija shpirtëror tek abbai nuk është e detyrueshme, por me dëshirë dhe vullnet të lirë.

Është vepër e jerondit të mbajë vullnetin tonë tek i vullneti i tij, por mundet ta bëjë vetëm nqs ne, me zgjedhjen tonë të lirë e vendosim në duart e tij. Nuk dërmon vullnetin tonë, por e pranon nga ne si dhuratë. Një nënshtrim i detyruar dhe i pandërgjegjshëm natyrisht që i mungon vlera morale, jerondi kërkon nga secili prej nesh të ofrojë tek Zoti zemrën e tij, jo veprimet e tij të jashtme. Edhe brenda një kornize murgërore bindja është e vullnetëshme, ashtu siç theksohet fort në tipikonë e qethjes, vetëm pasi kandidati do të vendosë tre herë gërshërën në duart e igumenit, ai procedon qethjen e tij.

Mgjth atë, oferta e vullnetëshme e lirisë tonë, edhe në manastir, është qartazi diçka që nuk mund të ndodhë përherë, me një veprim unikal. Thërritemi të marrim kryqin tonë çdo ditë (Lluka 9. 23). Duhet të ekzistojë një ofertë e vazhdueshme, e cila të shtrihet gjatë gjithë jetës sonë, shtimi ynë më Krishtin matet pikërisht nga rritja e gradës së vetëofrimit tonë. Liria jonë duhet të ofrohet sërisht çdo ditë dhe çdo orë , me mënyra vazhdimisht të ndryshueshme. Kjo do të thoë që lidhja ndërmejt jerondit dhe nxënësit nuk është statike por dinamike, nuk është e pandryshueshme por pafundësisht e larmishme. Çdo ditë dhe çdo orë nën udhëheqjen e jerondit të tij, nxënësi nuk përballon situata të reja, që kërkojnë një përgjigje tjetër, një lloj vetëofrimi të ri.

E dyta, lidhja ndërmjet jerondit dhe birit të tij shpirtëror. Ashtu siç kemi thënë dhe më lart, nuk është e një anëshme, por reciproke. Ashtu si jerondi jep mundësinë tek nxënësit e të shohin veten e tyre ashtu siç janë, kështu dhe nxënësit zbulojnë tek jerondi veten e tyre. Në shumicën e rasteve , ai që thirret të bëhet jerond nuk e kupton, deri ku të tjerët e afrojnë dhe këmbëngulin të hyjnë nën udhëheqjen e tij. Ky reciprocitet vazhdon gjatë gjithë kohëzgjatjes së marrdhënieve ndërmjet tyre. Ati shpirtëror nuk disponon ndonjë program të lodhshëm, që ka pësuar përpunim që më përpara dhe mbizotëron tek secili me të njejtën mënyrë.

Në kundështim, nqs është jerondi i vërtetë, disponon për secilin fjalë të ndryshme, nuk ecën me bazë rregulla të përkushtuar, por me gjëndjet konkrete njerëzore.

Hyn bashkë me nxënësin e tij në një gjëndje të caktuar, pa ditur më parë cili do të jetë saktësisht përfundimi por duke pritur secili ndriçimin e Shpirtit. Që të dy, at shpirtëror dhe nxënës mësojnë gjatë rrugës.

Reciprociteti në marrdhënien e tyre duke në mjaft histori në Fjalët e Urta të Etërve të shkretëtirës. Ku një abba i padenjë shpëtohet me durimin dhe bindjen e të nënshtruarit të tij. Një vëlla, psh, duke pasur një jerond të dhënë pas pasionit të dehjes, ngacmohet fort për ta braktisur, por në vend që të ikë, mbetet besimtar në jerondin e tij. Deri sa ky i fundit e udhëzon si përfundim në pendim. Rrëfyesi i historisë, shënon, “... ishte më i ri dhe udhëzoi jerondin në jetë”. Nxënësi mund të thirret që të japë ashtu si dhe të marrë, mësuesi mundet shpesh të mësojë nga nxënësit e tij. Ashtu siç përmend Talmudhi: “Rabini Hanina thoshte “nga mësuesit e mi mësova shumë, por më shumë nga bashkënxënësit e mi, por nga nxënësit e mi mësova më të shumtat”

Në realitet, ndërkaq, marrdhënia nuk është e dyanëshme por trekëndëshe, sepse bashkë me jerondin dhe nxënësin e tij ekziston një anëtar i tretë, Perëndia. Zoti na tha që nuk duhet thërresim asnjë “at” sepse kemi vetëm një At në Qiell (mattheu 13.8-10). Jerondi nuk është dikush i cili është gjykues e pagabueshëm në një gjykatë apeli, por bashkëshërbëtor e Zotit të gjallë, nuk është diktator, por udhëzues dhe shok në udhëtim.

I vetmi “udhërrëfyes i vërtetë” mgjth kuptimin e fjalës, është Shpirti i Shënjtë.

Peshkopi i Diolias Kallistos Ware.


Read more: http://ortodoksikoritsa.blogspot.com/#ixzz295AQnN4t

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου