Μωσαϊκό δάπεδο με διακοσμητική ταινία (6ος αιώνας), Κωνσταντινούπολη Μέγα Παλάτιον
Ο όρος βυζαντινή τέχνη, περιλαμβάνει την τέχνη που αναπτύχθηκε με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στη χρονική διάρκεια που έζησε το Βυζαντινό κράτος και στις περιοχές που αποτελούσαν την εδαφική περιοχή αυτού του κράτους. Ακόμα στον όρο περιλαμβάνονται τα έργα βυζαντινών καλλιτεχνών που εργάστηκαν σε χώρες που βρίσκονταν μέσα στην περιοχή της άμεσης πολιτισμικής ακτινοβολίας του Βυζαντίου, όπως Ιταλία, Βαλκανικές χώρες και εν μέρει η Ρωσία, αλλά και τα έργα που δημιουργήθηκαν σε κατεχόμενες ελληνικές περιοχές.Η διαμόρφωση της τέχνης αυτής άρχισε πολύ νωρίτερα από την ίδρυση του Βυζαντινού κράτους (330), με βάση τους υπάρχοντες κατά τόπους τεχνοτροπικούς και τεχνικούς τρόπους της Ύστερης αρχαιότητας, αλλά πήρε πληρέστερη ενότητα και ιδιομορφία μέσα στον 5ο και 6ο αιώνα. Οπωσδήποτε, κατά τη χιλιόχρονη εξέτασή της, πάντα θα είναι αισθητή η πολύτροπη καταγωγή της. Η βυζαντινή τέχνη δεν τελειώνει με την οριστική πτώση του Κράτους, αλλά σε όλες τις ορθόδοξες χώρες, η βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση επεκράτησε ως της αρχές του 19ου αιώνα.
Η μακρότατη αυτή διάρκεια χωρίζεται σε περιόδους που σχετίζονται με κρίσιμες φάσεις της βυζαντινής ιστορίας. 1) Παλαιοχριστιανική εποχή (330-630), 2) Πρωτοβυζαντινή εποχή (630-843), 3) Μεσοβυζαντινή εποχή (843-1204), 4) Τελευταία εποχή (1204-1453), 5) Μεταβυζαντινή εποχή (1453-1800).
Ανεικονικός διάκοσμος στις εκκλησίες (9ος αιώνας) Αγία Κυριακή της Νάξου
Παλαιοχριστιανική περίοδος (330-630). Σπάνια είναι τα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο αυτή, κυρίως σε τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο όλες τις εποχές, σώζονται ακόμα σημαντικές ψηφιδωτές διακοσμήσεις, στη Νικόπολη της Ηπείρου και στην Κύπρο, που μπορούν να δώσουν μια εικόνα για τα εικονογραφικά θέματα που στόλιζαν το εσωτερικό των μεγάλων μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως και της Παλαιστίνης. Οι διακοσμήσεις που διασώθηκαν στην Ιταλία, στη Ρώμη, στη Νεάπολη, στο Μιλάνο και κυρίως στη Ραβέννα ανήκουν στην ίδια τέχνη και ορισμένοι ιταλιανισμοί οφείλονται στα τοπικά εργαστήρια.
"Το θαύμα των άρτων και των ιχθύων" (520), ψηφιδωτό στον Άγιο Απολλινάριο τον Νέο
Η εικόνα «Το θαύμα των άρτων και των ιχθύων» (520), εικονογραφεί το χωρίο της Καινής Διαθήκης όπου αναφέρεται ότι ο Χριστός έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε καρβέλια και δύο ψάρια. Ο τρόπος με τον οποίο ο ζωγράφος αφηγείται την ιστορία δείχνει στο θεατή πως γίνεται κάποιο θαύμα, πως αυτό που συμβαίνει είναι ιερό, παραλείποντας οτιδήποτε μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή από αυτόν τον βασικό και ιερό σκοπό. Το φόντο αποτελείται από γυάλινες χρυσωμένες ψηφίδες και πάνω στο χρυσό φόντο δεν συντελείται τίποτα φυσικό ή ρεαλιστικό. Η ακίνητη και ήρεμη μορφή του Χριστού βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας. Φοράει πορφυρό χιτώνα και απλώνει τα χέρια του για να ευλογήσει και από τις δύο μεριές, όπου στέκουν δύο Απόστολοι που του προσφέρουν τα ψωμιά και τα ψάρια για το θαύμα. Τα κρατούν με τα χέρια σκεπασμένα, όπως έκαναν εκείνο τον καιρό οι υπήκοοι όταν πρόσφεραν φόρο υποτελείας στον άρχοντα.
|
|
|
|
<><>
>
|
<><>
>
|
<><>
>
|
|
<><>>
"Η παραβολή της Μέλλουσας Κρίσης" (500), ψηφιδωτό, Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Ραβέννα
Στα μνημεία αυτά που αντανακλούν, λίγο ή πολύ την τέχνη της Κωνσταντινουπόλεως, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε μια καθολική τάση προς την υπερβατική αναπαράσταση, που καθορίζεται από προοδευτική αφαίρεση στο χώρο, κάπως ανόργανη διάρθρωση των μορφών και από τα μεγάλα ολάνοιχτα μάτια. Υπάρχει όμως ακόμα ισχυρή παρουσία του πνεύματος της κλασικής αρχαιότητας που ομορφαίνει τις σκηνές, με αρμονία και ευγένεια, με το ειδυλλιακό τοπίο, με τη δύναμη του πορτραίτου. Η έκφραση κάποιας μεγαλοπρέπειας φανερώνει μια αλλαγή στην πνευματική υπόσταση των μορφών αυτών, η οποία όμως συντελείται βαθμιαία. Λιγότερα ακόμα από τα ψηφιδωτά είναι τα δείγματα των τοιχογραφιών, κυρίως σε τάφους, καθώς και φορητών εικόνων που έχουν διασωθεί από αυτήν την περίοδο, ενώ τα ιστορημένα χειρόγραφα είναι σπάνια και αποσπασματικά.
"Ο Άγιος Δημήτριος με τους κτήτορες" (7ος αιώνας), Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη
Ο 6ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική δραστηριότητα του μεγαλεπήβολου Ιουστινιανού. Η Αγία Σοφία, στερείται από έμψυχες εικόνες στη διακόσμησή της, που συνίσταται μόνο από ένα μεγάλο σταυρό στον τρούλλο και καθαρά διακοσμητικά θέματα απλωμένα στις υπόλοιπες επιφάνειες του κτιρίου. Ο ίδιος τύπος ανεικονικής διακοσμήσεως είχε εφαρμοστεί και στον σύγχρονο ναό των Αγίων Αποστόλων, που αργότερα διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά, με θέματα παρμένα από τα Ευαγγέλια. Αυτή η αυτοκρατορική προτίμηση στην ανεικονική διακόσμηση δεν θα πρέπει να οφείλεται μόνο σε θεολογικό δογματισμό, πάντως είχε επίδραση στη μνημειακή ζωγραφική.
"Ο Καλός Ποιμένας" (5ος αιώνας), ψηφιδωτό Μαυσωλείο της Γάλλα Πλακιδίας, Ραβέννα
Τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί από την εποχή αυτή είναι λίγο ή πολύ αντικλασσικά σε σύλληψη και εκείνα της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, τα οποία εμφανίζουν άμεση συγγένεια με τα ψηφιδωτά του Παρέντσο και της Ραβέννας. Η Ραβέννα, πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον 5ο αιώνα και έδρα του Βυζαντινού Εξαρχάτου κατά τον 6ο αιώνα, ήταν πλούσια στολισμένη με εκκλησίες και παλάτια. Το παλαιότερο από αυτά τα μνημεία είναι το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας. Η Γάλλα Πλακιδία ήταν κόρη του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄ και η οποία έχτισε στη Ραβέννα μια εκκλησία αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Τα ψηφιδωτά της εκκλησίας είναι από τα πιο εντυπωσιακά έργα, λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων του χώρου και της ατμοσφαιρικότητας που δημιουργούν ο μπλε κάμπος και οι λαμπρές συμφωνίες των θερμών και βαθιών χρωμάτων.
"Ο Αμνός του Θεού σε μετάλλιο υποβασταζόμενο από τέσσερις αγγέλους" (547), ψηφιδωτό, Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα
Τα περισσότερα από αυτά, όπως ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, ο Άγιος Απολλινάριος in Classe και ο Άγιος Βιτάλιος, έχουν διασωθεί με τις ψηφιδωτές διακοσμήσεις τους, που συνοδεύονται με τις αντίστοιχες της Χριστιανικής Ανατολής, με βάση ορισμένες θεμελιώδεις κοινές καλλιτεχνικές αντιλήψεις. Χρυσό βάθος σε αντικατάσταση του έναστρου ουρανού ή του γραφικού τοπίου, κυριαρχική θέση της ανθρώπινης μορφής στη σύνθεση σε στάση μετωπική ή τυπικά εκφραστική, υποταγμένη στους νόμους της ρυθμικής συνθέσεως και προοδευτική εξαφάνιση της έννοιας του χώρου. Αυτές οι γενικές αρχές υιοθετήθηκαν στο εξής από την μνημειακή βυζαντινή ζωγραφική ασχέτως γεωγραφικού χώρου και τοπικών παραδόσεων.
"Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη συνοδεία του" (547), ψηφιδωτό, Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα
Η ζωγραφική προσπαθεί να εκφράσει την ουσία και παραμελεί τα υπόλοιπα. Τα πρόσωπα της ακολουθίας του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας καταλαμβάνουν καθένα τη θέση που τους ορίζει το αξίωμά τους και με τα διάσημα αυτού του αξιώματος. Τέτοιοι πίνακες ισοδυναμούν με χάρτες δωρεάς και έπρεπε να αναφέρεται εικονογραφικά και στην προκαθορισμένη θέση ότι διασφάλιζε την αυθεντικότητά τους. Έτσι εξηγείται και η περισσή φροντίδα για την απόδοση ορισμένων λεπτομερειών των στολών και των διακριτικών των αυλικών, η λαμπρότητα της αυτοκρατορικής εμφάνισης των προσώπων, η οποία κατά έναν τρόπο υποβάλλει την υπεράνθρωπη φύση τους. Παραμελείται οτιδήποτε κοινό έχει μια αυτοκρατορική πομπή με άλλο παρόμοιο επεισόδιο της καθημερινής ζωής. Όλες οι μορφές έχουν το ίδιο ύψος, το ίδιο πλάτος στους ώμους, όλα τα πρόσωπα κοιτάζουν το θεατή και μοιάζουν απολιθωμένα, τα σώματα δεν έχουν βάρος, δεν στηρίζονται πουθενά και φαίνονται να αιωρούνται πάνω στο έδαφος.
(συνεχίζεται)
|
<><>
>
|
<><>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου