Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Παλαιοχριστιανική Βασιλική

του Αρχιμ. π. Σιλουανού Πεπονάκη
 
πηγή : Εκκλησιαστική Παρέμβαση
 
Είναι γνωστό πώς μέσα στα πλαίσια αυτής της στήλης των εικονογραφικών προσπαθούμε να εντάξουμε όχι μόνο θέματα που αφορούν αποκλειστικά και μόνο στις ιερές εικόνες, αλλά γενικότερα σε ό,τι αφορά και σχετίζεται με την εκκλησιαστική τέχνη, όπως ναοδομία, μικροτεχνική κ.ά. Ακόμη δε και αναφορά σε πρόσωπα που αποτελούν σταθμό στην εκκλησιαστική τέχνη γενικότερα. Έτσι καλό θα ήταν να ασχοληθούμε λίγο και με τον χώρο που συνέρχονται οι πιστοί για τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Ως βοηθήματα χρησιμοποιούμε
“τό χρονικό της τέχνης” του E.H.Gombrich και “χριστιανική αρχαιολογία και επιγραφική” του Γεωργίου Αντουράκη.

Την εποχή των διωγμών δεν χρειαζόταν ούτε υπήρχε άλλωστε η δυνατότητα να κατασκευάζονται δημόσιοι χώροι λατρείας. Οι εκκλησίες και οι αίθουσες συγκεντρώσεων που υπήρχαν ήταν μικρές και ταπεινές. Όταν όμως μετά το 311 μ.Χ. με την επίσημη αναγνώριση από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο της Χριστιανικής Εκκλησίας κρίθηκε απαραίτητη η κατασκευή χώρων λατρείας. Οι χώροι αυτοί δεν μπορούσαν να έχουν ως πρότυπο τους αρχαίους ναούς, μιας και το εσωτερικό του αρχαίου ναού περιοριζόταν συνήθως σ’ ένα μικρό ιερό για το άγαλμα του Θεού. Οι πομπές και οι θυσίες γίνονταν στο ύπαιθρο. Η Εκκλησία έπρεπε να εξασφαλίση χώρο για τους πιστούς που παρευρίσκονταν στην Λειτουργία ή το κήρυγμα.

Έτσι ως πρότυπο είχαν τις μεγάλες αίθουσες συγκεντρώσεων που λέγονταν στην αρχαιότητα “Βασιλικές”. Τα κτίρια αυτά τα χρησιμοποιούσαν για στεγασμένες αγορές και δικαστήρια. Η Ελληνική ονομασία “Βασιλική” είναι μετάφραση του λατινικού όρου “Basilica” που είναι επίθετο στο ουσιαστικό porticus (στοά, πόρτα, ναός). Αλλά και το λατινικό επίθετο basilicus a, um(Βασιλικός), είναι μετάφραση του ελληνικού επιθέτου Βασιλική (βασίλειος στοά, Βασιλική εκκλησία). Κατά συνέπεια από τους Ελληνικούς όρους “Βασιλική στοά-εκκλησία” προήλθαν οι λατινικοί “basilicus porticus” και τελικά επικράτησε μόνο ο όρος Basilica - Βασιλική που από επίθετο έγινε ουσιαστικό.

Ο ρυθμός της Βασιλικής έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την εξέλιξη και διαμόρφωση ολόκληρης της χριστιανικής ναοδομίας σε Ανατολή και Δύση. Αποτελούνταν κυρίως από μεγάλες επιμήκεις αίθουσες με χαμηλότερους χώρους στο πλάι, που χωρίζονταν από την κεντρική αίθουσα με κιονοστοιχίες. Στο βάθος υπήρχε συχνά χώρος για μια ημικυκλική εξέδρα όπου καθόταν ο πρόεδρος της συνελεύσεως ή ο δικαστής. Στην ημικυκλική αυτή κόγχη τοποθετήθηκε η Αγία Τράπεζα, όπου κατευθύνονταν τα βλέμματα των εκκλησιαζομένων. Το μέρος αυτό του κτιρίου ονομάστηκε τελικά σολέα (χοροστάσιο). Ο κεντρικός χώρος όπου συναθροίζονταν οι πιστοί ονομάστηκε αργότερα κυρίως ναός και οι παράπλευροι χώροι πλάγια κλίτη. Στις περισότερες Βασιλικές ο επιβλητικός κυρίως ναός είχε απλή ξύλινη σκεπή και τα δοκάρια ήταν άκαμπτα. Τα πλάγια κλίτη είχαν συχνά σκεπή επίπεδη. Οι κίονες που χώριζαν τον κυρίως ναό από τα πλάγια κλίτη ήταν πολλές φορές πλούσια διακοσκημένοι.

Ο Μ. Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη ήταν οι πρώτοι που έστρεψαν την δραστηριότητά τους και την ευσέβειά τους στην ίδρυση μεγαλόπρεπων Βασιλικών, κυρίως στους Αγίους Τόπους, εκεί που γεννήθηκε ο χριστιανισμός. Τέτοιες είναι οι Βασιλικές της Τύρου, του Παναγίου Τάφου, της Βηθλεέμ, η Βασιλική κοντά στη “Δρύν του Μαμβρή”, του Όρους των Ελαιών, της Γενησαρέτ, των Γεράσων και άλλες. Στην Κωνσταντινούπολη χτίστηκαν: η πρώτη Αγία Σοφία, οι πρώτοι Άγιοι Απόστολοι. Και βέβαια σπουδαία τέτοια έργα είναι η Βασιλική του αγίου Απολλιναρίου στην Κλάσση, Ραβέννα (βλέπε φωτογραφία), και του αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη.

Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι οι λειτουργικοί λόγοι έχουν πάντοτε μεγάλη σπουδαιότητα στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση των ναών καθώς και ότι οι ναοί δεν ήταν αυτοτελή και ανεξάρτητα κτίρια μέσα στο χώρο αλλά πνευματικά κέντρα. Γύρω από αυτά υπήρχαν διάφορα κτίσματα απαραίτητα για την λατρεία και τις λειτουργικές ανάγκες των πιστών. Πληροφορίες για την διάταξη των ναών αντλούμε από τις “Αποστολικές Διαταγές” κείμενο του 4ου αιώνος, την λεγόμενη “Διαθήκη του Κυρίου” κείμενο του 5ου αιώνος και διάφορες “εκφράσεις” (περιγραφές ναών), όπως η έκφρασις του Ευσεβίου. Από το 313 ως το 527 στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική επικρατεί η Βασιλική που χαρακτηρίζεται κυρίως για την δρομική κάτοψη (άξονας του μήκους) και γενικά για τις μεγάλες διαστάσεις της.

Ορισμένοι τύποι Βασιλικής είναι κυρίως οι ορθογώνιες δρομικές Βασιλικές, μονόκλιτες τρίκλιτες και πεντάκλιτες που οι κιονοστοιχίες τους φτάνουν μέχρι τον ανατολικό τοίχο. Βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος όπου οι κιονοστοιχίες δεν φτάνουν μέχρι τον ανατολικό τοίχο, αλλά σταματούν μερικά μέτρα πριν για να δημιουργήσουν ένα άλλο κλίτος εγκάρσιο προς τον κύριο άξονα του ναού πού, μπορεί να βγαίνη και έξω από τους πλαϊνούς τοίχους σχηματίζοντας στην κάτοψη ένα Τ. Και σταυρικές Βασιλικές οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την Βασιλική με εγκάρσιο κλίτος. Πρόκειται δηλαδή στην ουσία για τέσσερις δρομικές Βασιλικές, οι κεραίες των οποίων ξεκινούν από ένα κεντρικό σημείο και στην ένωσή τους σχηματίζουν Σταυρό.

Οι τρόποι στέγασης της Βασιλικής είναι οι ξυλόστεγες με ξύλα δηλαδή και κεραμίδια και επικρατούν στην Μεσογειακή λεκάνη. Η στέγη σ’ αυτές είναι πάντοτε δικλινής, δίρριχτη σε αντίθεση με τα χαμηλότερα και στενότερα πλευρικά κλίτη που έχουν μονοκλινή. Και θολοσκεπείς που τις συναντούμε κυρίως στην Ανατολή όπου επικρατούν ειδικές κλιματολογικές συνθήκες (μεγάλη ζέστη, λιγοστή ξυλεία). Η στέγαση γίνεται με θόλους, δώματα, κτισμένα με πέτρα.
(Στο επόμενο τεύχος θα γίνη αναφορά στα προκτίσματα της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, στα μέρη του Ναού καθώς και αναφορά σε γνωστές Βασιλικές του Ελλαδικού χώρου).
 
Παλαιοχριστιανική Βασιλική (Β’)
Όπως είχαμε αναφέρει στο προηγούμενο άρθρο μας θα συνεχίσουμε την αναφορά μας στην Παλαιοχριστιανική Βασιλική, κυρίως στα προσκτίσματα αλλά και σε κάποια συγκεκριμένη Βασιλική του Ελλαδικού χώρου. Είναι άλλωστε γενικότερα αποδεκτός ο ρόλος που έπαιξε η Βασιλική στην λατρεία της Εκκλησίας ανά τους αιώνες.

Συχνά, μπορεί να παρατηρήση κανείς, όλο το συγκρότημα της Βασιλικής να περιβάλλεται από έναν ισχυρό τοίχο-μάνδρα ή περίβολο. Ο περίβολος-πρόπυλο όχι μόνο προστατεύει τον ναό από τον έξω κόσμο αλλά τονίζει συγχρόνως μία “ναοκεντρική” τάση, μία στροφή προς τα μέσα, προς το Ναό το κέντρο της λατρευτικής ζωής. Αυτό μπορεί να το δη κανείς και σήμερα στα περισσότερα μοναστήρια όπου το καθολικό είναι στο μέσον του υπόλοιπου συγκροτήματος, φρουριακής μορφής. Τα πρόπυλα έδιναν μια μνημειώδη μορφή στην είσοδο των αιθρίων· με μεγαλοπρεπείς συνήθως κλίμακες με τόξα και κιονοστοιχίες.


Μία τετράγωνη ή ορθογώνια αυλή (αιθριο), μπροστά από την δυτική πλευρά της Βασιλικής σε υποδέχονταν αφού άφηνες πίσω σου το πρόπυλο. Εξυπηρετούσε σκοπούς πρακτικούς λειτουργικούς, κοινωνικούς (τόπος συνάντησης και παραμονής των πιστών και των κατηχουμένων). Το αίθριο που ονομαζόταν και “αίθριον, υπαίθριον, μεσαύλιον, τετράστωον”· ήταν χώρος αγαπητός ευχάριστος και πολυσύχναστος με μεγάλη σπουδαιότητα. Αποτελούσε μετά το ναό την καρδιά της χριστιανικής κοινότητας. Επιβιώσεις του αιθρίου μπορούν να χαρακτηρισθούν οι υπόστεγες στοές, οι μεγάλες αυλές-πλατείες των μεταγενεστέρων χριστιανικών ναών Ανατολής και Δύσης.

Στο χώρο τώρα του αιθρίου υπήρχε η κρίνη με καθαρό και άφθονο νερό που προερχόταν από υδραγωγείο ή πηγάδι. Είχε και αυτή διάφορα ονόματα όπως “φιάλη, νιπτήρ, λουτήρ, υδρείον”.
Η ύπαρξή της ήταν απαραίτητη για την εξυπηρέτηση πρακτικών και θρησκευτικών λόγων. Στο πέρασμα του χρόνου διαμορφώθηκαν και ορισμένοι τύποι κρηνών όπως ωραίες κεντρικές -περίοπτες κρήνες, άλλες σε τοίχο με διάφορα σχήματα ναόσχημες κρήνες κ.λ.

Πρόσκτισμα επίσης με μεγάλη σπουδαιότητα ήταν και το Βαπτιστήριο. Μέχρι τον 6ο αιώνα στο συγκρότημα της Βασιλικής επισυνάπτεται ένα περίκεντρο ή σταυρικό κτίριο που είναι γνωστό σαν Βαπτιστήριο ή και σαν φωτιστήριο. Συνήθως έχει οκταγωνική μορφή με μία κτιστή κολυμβήθρα σε σχήμα σταυρού.

Αν παρατηρήση κανείς σε παλιούς ναούς και μάλιστα σε Βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος, τα πλευρικά τμήματα-προσκτίσματα(δεξιά και αριστερά από το Ιερό Βήμα),ήταν αποκλημένα από τον κυρίως ναό αλλά επικοινωνούσαν με το ιερό Βήμα. Τα διαμερίσματα αυτά ονομάζονταν παστοφόρια και εξυπηρετούσαν πρακτικές και λειτουργικές ανάγκες. Εκεί φύλαγαν τα ιερά σκεύη, το Ευαγγέλιο, τα κειμήλια(σκευοφυλάκιο). Στις Βασιλικές που δεν είχαν παστοφόριο τότε υπήρχε ιδιαίτερο διαμέρισμα που χρησίμευε ως διακονικό ή σκευοφυλάκιο. Το διακονικό δεν είχε πάντοτε μια σταθερή θέση. Ήταν πρόσκτισμα άλλοτε της ανατολικής ή της νότιας πλευράς του ναού και άλλοτε του νάρθηκα ή του αιθρίου.

Το αριστερό διαμέρισμα-πρόθεση χρησίμευε για την πρόθεση και την από εκεί προσκομιδή των προσφορών από τους διακόνους κατά την τέλεση της Θ. Ευχαριστίας.

Άλλο βασικό πρόσκτισμα είναι ο νάρθηκας και σχετίζεται άμεσα με το αίθριο. Ο νάρθηκας είναι ένας στενός και επιμήκης χώρος με εγκάρσια διάταξη προς τον κύριο άξονα του κτηρίου. Η επικοινωνία του με τον κυρίως ναό γίνεται με τριπλό άνοιγμα που σχηματίζεται από δύο κίονες. Τα ανοίγματα αυτά έκλειναν με κουρτίνες ή “βήλα”, γι’ αυτό και ονομάζεται τρίβηλο. Ήταν τόπος κυρίως των κατηχουμένων και των αμαρτησάντων και προέκυψε από την ανατολική στοά του αιθρίου του οποίου τα κενά κλείστηκαν με τοίχους.

Μια τέτοια Βασιλική που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα και σπουδαιότερα μνημεία της Ελλάδος είναι η Βασιλική του αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη. Είναι πεντάκλιτη με εγκάρσιο κλίτος και μεγάλη αψίδα ιερού . Ο Ναός αυτός κτίστηκε το 412 από τον έπαρχο Λεόντιο πάνω στον πρώτο μικρό ναό του Αγίου στον χώρο όπου μαρτύρησε και ετάφη. Ο Λεόντιος συμπεριέλαβε το ναϊδριο αυτό εντός του κτιριακού συγκροτήματος της Κρύπτης που αποτελεί και έναν από τους σημαντικότερους και αυθεντικότερους χώρους τιμής του Μυροβλήτη Αγίου. Ο Ναός καταστράφηκε για πρώτη φορά μεταξύ των ετών 629 και 639 από μεγάλη πυρκαϊά. Το 904 ο Ναός λεηλατήθηκε μαζί με το ιερό Κιβώριο από τους Σαρακηνούς. Το 1493 μετατρέπεται σε τζαμί από τους Τούρκους, ενώ το 1912 με την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης λειτουργεί πάλι ως ναός. Η μεγάλη πυρκαϊά του 1917 που έκαψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης έκαψε και τον περικαλλή ιερό Ναό.

Η σημερινή του μορφή είναι του 7ου αιώνος και τοποθετείται χωροταξικά στο κέντρο της παλαιάς πόλης. Χωρίζεται σε πέντε κλίτη δια τεσσάρων κιονοστοιχίων. Τα μαρμαροθετήματα, τα γλυπτά, οι ορθομαρμαρώσεις και τα αξιόλογα ψηφιδωτά καθιστούν τον ναό του Αγίου μεγαλοπρεπή και υπέρλαμπρο. Τα πολλά μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα παράθυρα επιτρέπουν στο φως να λούζη το εσωτερικό του ναού. Οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από αιγυπτιακό πορφυρίτη, πρηγκηπονησιακό μάρμαρο ή θεσσαλικό ή ατράκιο λίθο και στέφονται από δεκαπέντε περίπου διαφορετικά κιονόκρανα απαράμιλλης αισθητικής.

Το αίθριο του Ναού είχε στο μέσον του τοποθετημένη τη φιάλη του αγιασμού περιστοιχισμένη από οκτώ μαρμάρινους κίονες. Από κεί περνάμε στον νάρθηκα όπου με δύο πράσινους κίονες σχηματίζει το Τρίβηλον του Ναού.

Αν και ο ναός του αγίου Δημητρίου έχη υποστή πολλές και βαριές ταλαιπωρίες εξακολουθεί να παραμένη καύχημα και να εντυπωσιάζη με την μεγαλόπρεπη παρουσία του όσους τον επισκέπτονται για να προσκυνήσουν τα χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου. (Σχέδιο ναού με αίθριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου