Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη

 
 
Θρησκεία / Θεολογία π. Χερουβείμ Βελέτζας

10/11/2012   πηγή : Πεμπτουσία
 
 
 
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που μας διηγήθηκε σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι από τις πλέον γνωστές. Μας μιλά για τον έναν Ιουδαίο που στο δρόμο του έπεσε πάνω σε ληστές, οι οποίοι αφού τον καταλήστεψαν τον έδειραν προξενώντας του θανάσιμες πληγές. Ωστόσο, ούτε οι ομοεθνείς του ιερείς που έτυχε να περνούν από τον ίδιο δρόμο δεν κοντοστάθηκαν να τον βοηθήσουν, φοβούμενοι ίσως μην πέσουν και οι ίδιοι στην παγίδα των ληστών. Μόνο ένας Σαμαρείτης, αλλοεθνής και εκ προοιμίου εχθρός των Ιουδαίων, όχι μόνο περιποιήθηκε τα τραύματα του άτυχου ανθρώπου, αλλά και τον μετέφερε σε ασφαλές πανδοχείο και προπλήρωσε στον ξενοδόχο για να περιθάλψει τον τραυματία.

Αφορμή για την παραβολή αυτή έδωσε στον Χριστό η ερώτηση ενός νομικού, που για να πειράξει τον Κύριο, Τον ρώτησε τί πρέπει να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Και στην απάντηση του Χριστού, να τηρεί την εντολή της Παλαιάς Διαθήκης που λέει να αγαπάς τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής σου και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, εκείνος ρώτησε: “και ποιος είναι για μένα ο πλησίον;”. Έτσι ο Κύριος του δίνει μια διπλή απάντηση, περιγράφοντας όχι μόνο ποιος είναι ο πλησίον, αλλά και ποιο είναι το μέτρο της αγάπης προς τον πλησίον.

Δεν είναι τυχαίο που η αγάπη προς τον Θεό συνδέεται άμεσα με την αγάπη προς τον πλησίον. Γιατί και η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον προϋποθέτουν να κάνουμε χώρο στην καρδιά μας για να τους χωρέσουμε, να υπερβούμε δηλαδή τον εγωισμό μας και κάθε εγωκεντρική διάθεση. Όταν ο άνθρωπος θέτει ως κέντρο του σύμπαντος τον ίδιο του τον εαυτό, τότε δεν υπάρχει χώρος ούτε γα το Θεό, ούτε για τον πλησίον, ούτε για κανέναν άλλο. Για να αγαπήσουμε τον Θεό, χρειάζεται τουλάχιστον να Τον αναγνωρίσουμε ως τον μεγάλο μας ευεργέτη, ως παντοδύναμο, πάνω από την μικρή και αδύναμη υπόστασή μας. Είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε στο Θεό την ίδια την Αγάπη, τη συγγνώμη, αλλά και τη Λύτρωση που πηγάζει από την εκούσια σάρκωση, τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση του μονογενούς Του Υιού.

Η αγάπη προς τον Θεό, θα μας πει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, περνά αλλά και φανερώνεται μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον: “άν κάποιος πει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον αδελφό του, αυτός είναι ψεύτης. Γιατί αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον βλέπει, τον Θεό που δεν τον βλέπει δεν μπορεί να τον αγαπήσει”1. Μάλιστα χαρακτηρίζει ως ανθρωποκτόνο εκείνον που μισεί τον αδελφό του, ως άνθρωπο που δεν έχει μέσα του ζωή αιώνιο2, δηλαδή δεν έχει στην καρδιά του αγάπη ούτε για το Θεό. Και καταλήγει λέγοντας: “από τούτο γνωρίσαμε την αγάπη, ότι δηλαδή ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του για μας. Άρα κι εμείς οφείλουμε να θυσιάζουμε ακόμα και τη ζωή μας υπέρ των αδελφών μας”3.

Η αγάπη επομένως δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες πράξεις, ούτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ως υπέρβαση του εγώ, έχει τη δύναμη και τη διάθεση να φτάσει μέχρι και την αυτοθυσία, να ευεργετεί ακόμα και τον εχθρό, να προσφέρει δίχως να ελπίζει σε ανταλλάγματα, να αναλώνει και το πλεόνασμα και το υστέρημα κάθε εσωτερικής δύναμης χωρίς να κουράζεται και χωρίς ποτέ να εξαντλείται. Δεν μπορούμε να πούμε “μέχρις εδώ αγαπώ, και από εδώ και πέρα είμαι αδιάφορος ή δεν αγαπώ”. Δεν μπορούμε επίσης να πούμε ότι αγαπάμε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους και δεν μας νοιάζει για τους υπόλοιπους. Αν για το Χριστό, σύμφωνα με τη σημερινή παραβολή, πλησίον μας είναι ο κάθε άνθρωπος που συναντάμε στη ζωή μας, τότε ποιον μπορούμε να αποκλείσουμε από την καρδιά μας;

Παράδειγμα τέτοιας τέλειας αγάπης έχουμε πρώτα τον Θεάνθρωπο Χριστό, που ακόμα και επάνω στο σταυρό προσευχόταν: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι”4. Έχουμε όμως και ένα πλήθος αγίων, που έκαναν πράξη στη ζωή τους αυτή τη μοναδική εντολή της αγάπης, που είναι η απαρχή και η ανακεφαλαίωση της κατά Χριστόν ζωής.

Ίσως αναλογιστεί κανείς ότι στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να εφαρμόσουμε αυτόν τον κανόνα. Είναι αλήθεια ότι οι εποχές αλλάζουν. Οι άνθρωποι όμως όχι. Γιατί οι καρδιές των ανθρώπων και οι ανάγκες τους οι πνευματικές και η ψυχοσύνθεσή τους παραμένουν σταθερές στο πέρασμα των αιώνων. Όπως στο παρελθόν δεν μπορούσε να συγκροτηθεί μια κοινωνία χωρίς τουλάχιστον τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη, έτσι συμβαίνει και σήμερα. Και όπως χωρίς το σύνδεσμο της αγάπης και χωρίς την παρουσία του Χριστού δεν μπορούσε να σταθεί η Εκκλησία κατά τους αποστολικούς χρόνους, το ίδιο ισχύει και σήμερα. Γιατί “Ἰησοῦς Χριστός ἐχθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας”.


************

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη...
|                  
πηγή : ΑΜΕΝ.gr
 
του Σεβ. Μητροπολίτου Ζιμπάμπουε και Αγκόλας Σεραφείμ Κυκκώτη (stmark@mweb.co.za) 

         

Αφορμή της αναφοράς της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, ήταν το ερώτημα ενός νομοδιδάσκαλου στον Ιησού Χριστό τι πρέπει να κάνει στη ζωή του για να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Ο Ιησούς του υπενθυμίζει τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ότι πρέπει «ν’ αγαπάς τον Θεόν με όλη σου τη καρδία, με όλη σου τη ψυχή, με όλη τη δύναμή σου και με όλο το νού σου και τον πλησίον σου, δηλαδή το διπλανό σου, όπως τον εαυτόν σου».
Τότε ο ίδιος νομοδιδάσκαλος, αυτός δηλαδή που είχε την ευθύνη της διδασκαλίας του περιεχομένου της Παλαιάς Διαθήκης, θέτει ακόμη ένα ερώτημα στον Ιησού, ποιός είναι ο πλησίον του, δηλαδή ο διπλανός του, τον οποίον πρέπει να αγαπά και να φροντίζει όπως τον εαυτόν του. Κι ο Ιησούς αρχίζει να του λέει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη για να το βοηθήσει να συνειδητοποιήσει ποιοί γίνονται άξιοι για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Κάποτε κάποιος άνθρωπος ταξίδευε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε πάνω σε ληστές, τον έκλεψαν, τον ξεγύμνωσαν, τον κτύπησαν άσχημα και τον άφησαν σοβαρά τραυματισμένο γεμάτο με πληγές, σίγουροι ότι σε λίγο θα πεθάνει από τα θανατηφόρα τραύματα που του προξένησαν. Βλέπουμε το έγκλημα να υπάρχει σε όλες τις εποχές, αλλοίμονο στους αθώους, που πρέπει συνέχεια να αγρυπνούν για να προστατευθούν από τους άθεους εγκληματίες, οι οποίοι δεν είναι μόνο κλέφτες, είναι κακούργοι και επικίνδυνοι φονιάδες. Κτυπημένος άσχημα λοιπόν ο αθώος οικογενειάρχης, μισοπεθαμένος περίμενε λυπόθυμος το τέλος του.
Στην εποχή μας θα έλεγε κανείς, μήπως θα έπρεπε να επέτρεπε ο Θεός, κάποιοι άνθρωποι της ασφάλειας να έβλεπαν την αδικία σε βάρος του ανυπεράσπιστου αθώου ανθρώπου, και να τους συνελάμβαναν και να τους οδηγούσαν στη δικαιοσύνη, ή ακόμη κάποιο αθώο παιδάκι που τον πνίγει το δίκαιο με τη φαντασία του να έλεγε, γιατί να μη ήταν κάπου εκεί τα παιδιά του και να σκότωναν τους ληστές που πήγαν να σκοτώσουν βίαια τον πατέρα τους: Από τη μια το αίσθημα της δικαιοσύνης και από την άλλη η βία φαίνεται να οδηγεί σε αντιβία, η αδικία μπορεί να οδηγήσει κι άλλους ανθρώπους σε οργή και σε καταστροφή.
Φονιάδες δεν είναι μόνο αυτοί που αφαιρούν τη ζωή κάποιου άδικα και αυθαίρετα, αλλά κι όλοι εκείνοι που συμβαίνει να έχουν κάποια εξουσία και επιτρέπουν να αδικηθούν βάναυσα συνάνθρωποι τους, γι’ αυτό και προκαλούν και τη δημόσια οργή που μπορεί να μετατραπεί και σε κάθε μορφή ανεξέλεκτης βίαιης επίθεσης σε βάρος τους, όπως κάνουμε όταν μπορούμε στους δικτάτορες.
Τελικά στη παραβολή γίνεται αναφορά όχι στους ληστές, αλλά στη κοινή γνώμη, στους ανθρώπους που συμβαίνει να γίνονται μάρτυρες της τραγωδίας του αθώου ανθρώπου που δέχθηκε άδικα την επίθεση από τους ληστές και βρισκόταν γεμάτος πληγές στα πρόθυρα του θανάτου. Ο πρώτος που τον είδε ήταν ένας κληρικός, ο οποίος αδιάφορα έφυγε μακρυά του, ο δεύτερος ήταν ένας λευϊτης, δηλαδή κάποιος από τους βοηθούς των κληρικών, ο οποίος πάλι όπως τον κληρικό, άσπλαχνα απομακρύνθηκε από κοντά του. Τελικά ο τρίτος άνθρωπος που τον είδε ήταν ένας Σαμαρείτης, ένας άνθρωπος που τον θεωρούσαν οι κληρικοί και οι λευίτες ξεπεσμένο και αμαρτωλό. Παρ’ όλα αυτά ο Σαμαρείτης σταμάτησε, τον σπλαχνίστηκε, τον λυπήθηκε, καθάρισε τις πληγές του με λάδι και κρασί, τις έδεσε, του φόρεσε μερικά από τα δικά του ρούχα και τον φόρτωσε στο γαϊδούρι του και τον πήρε σε ασφαλές μέρος, σε ένα πανδοχείο, όπου πλήρωσε λεφτά για τη διαμονή του, δίνοντας του ζεστή τροφή και ότι χρειαζόταν για να γίνει καλά. Φαίνεται ήταν γνωστός και καλός πελάτης του πανδοχείου γιατί έδωσε οδηγίες στον ιδιοκτήτη να τον κρατήσει εκεί μέχρι να γίνει εντελώς καλά και θα τον πλήρωνε αν δεν έφταναν τα λεφτά που του έδωσε όταν θα ξαναπερνούσε από το πανδοχείο του. Υπήρχε μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Όταν ο Ιησούς τέλειωσε τη παραβολή του καλού σαμαρείτη ρώτησε το νομοδιδάσκαλο ποιος νομίζεις από τους τρεις συμπεριφέρθηκε με το καλύτερο τρόπο προς το πλησίον του, στο διπλανό του, ο κληρικός, ο λευίτης ή ο Σαμαρείτης. Κι ο νομοδιδάσκαλος του είπε, φυσικά ο Σαμαρείτης. Τότε κι ο Ιησούς του είπε να κάνεις και εσύ το ίδιο.
Μπορεί οι Πατέρες της Εκκλησίας να δίνουν πολλές ερμηνείες στη παραβολή του καλού Σαμαρείτη, λέγοντας ότι ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που σώζει τον νεκρόν άνθρωπον από την αμαρτία με το Σταυρικό του Θάνατον κι ότι το Πανδοχείο είναι η Εκκλησία που σώζεται ο άνθρωπος, δεν παύει όμως η πρώτιστη ερμηνεία να είναι αυτή που μας λέει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Να βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο που συναντούμε στη ζωή μας ως το πλησίον μας, και να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες τους όπως θα είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στα πρόσωπα που αγαπούμε, όπως είναι τα παιδιά μας, οι γονείς μας, οι παππούδες μας, οι θείοι μας, οι θείες μας και οι φίλοι μας, ο σύζυγός μας, ο Έλληνας, ο Ορθόδοξος.
Κάποτε κάποιος δικός μας, στα ξημερώματα της Κυριακής, πολύ πιστός άνθρωπος, πήγαινε στην Εκκλησία που λειτουργούσε ο μακαριστός πάτερ Σπυρίδων Ράδος για να πάρει πρόσφορα και λάδι για να ανάψει τις καντήλες. Πήγαινε από πολύ μακρυά, δεν ζούσε στο Σπρινγ, είχε κάνει τάμα να πάει στον άγιο Βασίλειο. Ήταν πολύ πιστός. Εκείνο το πρωϊνό ο γιός του μακαριστού Σπυρίδωνα είχε κάνει ένα φοβερό δυστήχημα και βρισκόταν αιματοβαμμένος στο δρόμο. Τελικά πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Αυτός ο πολύ πιστός άνθρωπος έλεγε μετά. «Όταν πήγαινα πολύ πρωί στην Εκκλησία είδα ένα σοβαρό δυστήχημα και ένα νέο αιματοβαμμένον, αν ήξερα ότι ήταν ο γιος του Παπασπύρου θα τον έπαιρνα στο νοσοκομείο».
Τελικά στα μάτια του Θεού είμαστε όλοι παιδιά του, κι όταν βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, είτε συγγενείς είτε άγνωστους, είτε μαύρους είτε λευκούς, είτε Έλληνες είτε μετανάστες, βοηθάμε τα παιδιά του Θεού. Ο κάθε άνθρωπος που συναντούμε και έχει την ανάγκη μας είναι ο διπλανός μας.
Κι αυτοί που αδικούν το διπλανό τους κι αδιαφορούν, αδικούν τα παιδιά του Θεού, είναι δηλαδή θεοπαίκτες, άσχετα αν ακόμη είναι και κληρικοί και λευίτες.




**************************



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου