Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ο Παπισμός χθές και σήμερα - 2


Παπικές κακοδοξίες

πηγή : Ι.Μ.Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

1. Το Φιλιόκβε. Σύμφωνα με τη θεία αποκάλυψη, ο Θεός διακρίνεται σε Τρία Πρόσωπα, τα οποία είναι ομοούσια, ισότιμα και ισοδύναμα μεταξύ τους. Έτσι δεν υπάρχουν τρεις Θεοί αλλά ένας. Κάθε Πρόσωπο, όμως, έχει ένα ξεχωριστό ιδίωμα, το οποίο δηλώνει τον διαφορετικό τρόπο υπάρξεώς Του: Ο Πατέρας είναι αγέννητος (είναι η μοναδική αρχή και πηγή της Θεότητος)· ο Υιός είναι γεννητός (γεννάται από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων»). και το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό (ούτε αγέννητο είναι ούτε γεννάται, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων»).


Το Σύμβολο της Πίστεως, που καταρτίστηκε από τις Α' και Β' Οικουμενικές Συνόδους (325, 381), ομολογεί πίστη «εις το Πνεύμα το Άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», ακολουθώντας τα λόγια του Χριστού: «Όταν έλθη ο Παράκλητος... το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται...» (Ιω. 15:26). Το 431, η Γ' Οικουμενική Σύνοδος απαγόρευσε ρητά οποιαδήποτε προσθαφαίρεση στο ιερό Σύμβολο.


Οι Φράγκοι, όμως, θέλοντας να κατανοήσουν την ουσία του Θεού με τη λογική τους, παρερμήνευσαν τα λόγια του Χριστού, περιφρόνησαν τις Οικουμενικές Συνόδους και πρόσθεσαν στο Σύμβολο, μετά τη φράση «...το εκ του Πατρός εκπορευόμενον...», τη λέξη Filioque (Φιλιόκβε = και εκ του Υιού), που σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Με την προσθήκη αυτή δημιουργούνται άλυτα θεολογικά προβλήματα και σοβαρές αλλοιώσεις στην πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα:


  • Εισάγονται στην Αγία Τριάδα δύο αρχές. Δηλαδή, προκύπτουν δύο κύριοι Θεοί (Πατέρας και Υιός) και ένας δευτερεύων (το Άγιο Πνεύμα). Επέρχεται έτσι πλήρης διάλυση του Τριαδικού δόγματος. Ο «Τριαδικός Θεός» των Παπικών δεν είναι πλέον ο αληθινός Θεός αλλά ένας πλασματικός και ανύπαρκτος θεός.
  • Το Άγιο Πνεύμα υποτιμάται και παραγκωνίζεται από τη ζωή της Εκκλησίας και του Χριστιανού. Έτσι η Εκκλησία στερείται τον χαρισματικό-αγιοπνευματικό χαρακτήρα της, επιδιώκει την κοινωνική επιβολή και το κοσμικό κύρος, υπερτονίζει την εγκόσμια οργάνωση και αποστολή της. Ο Χριστιανός, πάλι, δεν αποσκοπεί στην εσωτερική του ανακαίνιση και τη γνώση του Θεού, που πραγματοποιούνται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, αλλά περιορίζεται στην ηθική του βελτίωση και την εξωτερική μίμηση του Χριστού.
  • Η εξάρτηση, τέλος, του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό έδωσε τη δυνατότητα στη Ρώμη να υποστηρίξει με κύρος ότι στον κόσμο μόνο ο πάπας, ως αντιπρόσωπος του Χριστού, έχει τη δυνατότητα να διαθέτει τις δωρεές που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία*.


* Κατά καιρούς, σε ορθόδοξες κυρίως χώρες, οι Παπικοί απαγγέλλουν το Πιστεύω χωρίς το Filioque. Αυτό γίνεται για λόγους προπαγανδιστικούς και όχι επειδή έπαψε το Filioque να αποτελεί γι' αυτούς κορυφαίο δόγμα πίστεως. Εξάλλου, η απάλειψη μιας λέξεως από το ιερό Σύμβολο μένει χωρίς σημασία, αν δεν απορριφθεί και η σχολαστική θεολογία, που δημιούργησε το Filioque και όλες τις άλλες παπικές κακοδοξίες.


2. Οι κτιστές ενέργειες στον Θεό (κτιστή χάρη). Μία από τις μεγαλύτερες πλάνες του Παπισμού είναι το ότι ταυτίζει την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του. Και, επιπλέον, το ότι αποδίδει στον Θεό κτιστές ενέργειες. Κτιστές ενέργειες, όμως, έχουν μόνο τα κτίσματα. Ο άκτιστος Θεός έχει μόνο άκτιστες ενέργειες.


Στην ορθόδοξη θεολογία γίνεται διάκριση της άκτιστης ουσίας του Θεού από τις άκτιστες ενέργειές Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, η οποία είναι εντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ο πιστός δεν μπορεί να έρθει σε κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, με τις θείες ενέργειές Του (θεία χάρη). Αυτές, όπως και η θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ο πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του στα Μυστήρια της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες ενέργειες, γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β' Πέτρ. 1:4). Δηλαδή με τις άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα καθαρίζεται η καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ο νους του και αξιώνεται να «δει», με τρόπο μυστικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο Φως. Αυτή είναι η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας.


Οι Παπικοί, αντίθετα, δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο. Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα αλλά μόνο έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι' αυτούς η θεία χάρη είναι μέγεθος κτιστό, που το δημιουργεί ο Θεός για να σώσει τον άνθρωπο. Κτιστή είναι επίσης η χάρη των Μυστηρίων, όπως κτιστό ήταν και το θαβώρειο φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού.


Η διδασκαλία αυτή έχει ολέθριες συνέπειες στη ζωή του Χριστιανού. Γιατί, αν η θεία χάρη είναι πράγματι κτιστή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στον αγιασμό και τη θέωση. Κι αυτό επειδή, απλούστατα, ένα κτίσμα -κτιστή ενέργεια (χάρη)- δεν είναι δυνατό να λυτρώσει και να θεώσει άλλο κτίσμα -τον άνθρωπο. Έτσι, οι Δυτικοί «δεν ομιλούν περί θεώσεως ως σκοπού της ζωής του ανθρώπου, αλλά περί ηθικής τελειώσεως- ότι οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, όχι όμως θεοί κατά χάριν. Κατά συνέπειαν η Εκκλησία δεν ημπορεί να είναι κοινωνία θεώσεως, αλλά ίδρυμα παρέχον στους ανθρώπους την δικαίωσι κατά ένα νομικιστικό και δικανικό τρόπο διά μέσου της κτιστής χάριτος. Σε τελική δηλαδή ανάλυσι, καταλύεται η ιδία η αλήθεια της Εκκλησίας ως πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας»5.


Η δυτική θεολογία, με την άρνησή της να δεχθεί άκτιστες ενέργειες στον Θεό, αποξενώθηκε από την πατερική θεολογία, με συνέπεια να οδηγηθεί και σε πολλές άλλες κακοδοξίες. Κι αυτό γιατί οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν θεολογούσαν, εξέφραζαν με ανθρώπινα λόγια την εμπειρία που είχαν αποκτήσει από την κοινωνία τους με τις θεουργικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος (εμπειρία θεώ­σεως)· η θεολογία τους, δηλαδή, είναι η αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. Οι Παπικοί, όμως, επειδή δεν έχουν δυνατότητα κοινωνίας με τις άκτιστες θείες ενέργειες, θεολογούν με βάση τον ανθρώπινο στοχασμό. η θεολογία τους, δηλαδή, είναι ένα ανθρώπινο μεταφυσικό ιδεολόγημα που δεν έχει σχέση με τη θεία αλήθεια.


Η βαθιά αλλοίωση που επιφέρει στη ζωή της Εκκλησίας η θεωρία για την κτιστή χάρη, απασχόλησε έντονα την Ορθόδοξη Ανατολή σε πέντε μεγάλες Συνόδους της Κων/πόλεως (14ος αι.). Σ' αυτές διατυπώθηκε ξεκάθαρα η ορθόδοξη εμπειρία, με κορυφαίο ομολογητή τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.


3. Το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο. Εφόσον, με τις κακοδοξίες του Filioque και της κτιστής χάριτος, το Άγιο Πνεύμα υποβαθμίστηκε και ολόκληρη η Τριαδική θεότητα απωθήθηκε στον χώρο του εμπειρικά απρόσιτου, το κενό που δημιουργήθηκε έρχεται να το καλύψει ένας άνθρωπος, ο ποντίφηκας της Ρώμης. Αυτός ανακηρύσσεται αλάθητος και απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας.


Για να μη νομιστεί ότι το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο ανήκουν πια στο παρελθόν της Δυτικής «Εκκλησίας», αναφέρουμε κάποιες πτυχές της σύγχρονης πρακτικής του πάπα και παραθέτουμε αποσπάσματα από το «Δογματικό Σύνταγμα περί Εκκλησίας»6της Β' Βατικανής Συνόδου (1965), που περιλαμβάνονται και στη σύγχρονη «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας»7:
«Ο επίσκοπος Ρώμης, με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί».


«Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος, αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από τον διάδοχο του Πέτρου».


«Το αλάθητο, με το οποίο ο θείος Λυτρωτής θέλησε εφοδιασμένη την Εκκλησία του, το έχει ο επίσκοπος Ρώμης... Γι' αυτό και οι αποφάσεις του, πολύ ορθά, θεωρούνται αμετάκλητες από τον δικό τους χαρακτήρα και όχι από τη συναίνεση της Εκκλησίας... Γι' αυτό δεν έχουν ανάγκη από την επικύρωση των άλλων, ούτε επιδέχονται έκκλητο σε άλλο όργανο κρίσης».


Με τον αέρα της αλάθητης εξουσίας, ο πάπας Παύλος ΣΤ' ανακήρυξε, το 1963, τη Β' Βατικανή Σύνοδο ως Οικουμενική με τα εξής λόγια: «Εγώ, λοιπόν, ο Πάπας, που συγκεντρώνω στο πρόσωπό μου και στο άγιο αξίωμά μου όλη την Εκκλησία, ανακηρύσσω τη Σύνοδο αυτή ως Οικουμενική». Και υπέγραψε τις αποφάσεις της Συνόδου με τη φράση «Εγώ ΠΑΥΛΟΣ, Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας». Αλλά και ο εκάστοτε πάπας, θεωρώντας τον εαυτό του υπερεπίσκοπο, δεν υπογράφει ως «Επίσκοπος Ρώμης» αλλά ως «Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας» (μόνος αυτός!) ή απλώς με το όνομά του, π.χ. «Βενέδικτος ΙΣΤ'».


Όλοι οι επίσκοποι της Δυτικής «Εκκλησίας», σε οποιοδήποτε μέρος της γης, δεν εκλέγονται από τη σύνοδο  της τοπικής τους «Εκκλησίας», αλλά διορίζονται από τον πάπα και λαμβάνουν από τα δικά του χέρια το ωμοφόριο, ως δείγμα της υποταγής τους στην παπική εξουσία.
Ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β' (†2005) ξεπέρασε σε κινητικότητα κάθε άλλον πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη, προκειμένου να επιβληθεί στη διαμορφούμενη Νέα Τάξη Πραγμάτων ως ο αδιαμφισβήτητος θρησκευτικός πλανητάρχης. Θυμίζουμε, μόνο, την «προέλασή» του στις ορθόδοξες χώρες (και στην Ελλάδα, δυστυχώς), αλλά και τις ετήσιες Πανθρησκειακές Συναντήσεις, τις οποίες είχε καθιερώσει από το 1986 και στις οποίες εμφανιζόταν ως το ενοποιό κέντρο όλων των θρησκειών.
Ο παποκεντρισμός της Δυτικής «Εκκλησίας» τη διατηρεί, είναι αλήθεια, σε μια οργανωτική ενότητα πέρα από εθνικά σύνορα και τοπικές παραδόσεις, και συνάμα της δίνει τη βεβαιότητα μιας παγκόσμιας δύναμης, που μπορεί να επηρεάζει και να κατευθύνει πολλές κοινωνικές ομάδες σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Παράλληλα η παπική αυθεντία δίνει το δικαίωμα στον Ρωμαίο ποντίφηκα να ορίζει, αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα, την αλήθεια της Δυτικής «Εκκλησίας», στην οποία οι λαοί οφείλουν τυφλή υποταγή. Αυτά τα στοιχεία προσδίδουν στον Παπισμό απολυταρχικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια απλή νοθεία του εκκλησιαστικού ήθους, αλλά για την ουσιαστικότερη και θλιβερότερη διαστροφή που γνώρισε ο Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία.


Το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο όχι μόνο στερούνται κάθε θεολογικής ή ιστορικής νομιμότητας, αλλά και αντιβαίνουν στην απλή λογική. Καταρχήν, δεν υπάρχει καμία ιστορική ένδειξη ότι ο απόστολος Πέτρος υπήρξε πρώτος επίσκοπος της Ρώμης και ότι ασκούσε πάνω στους άλλους αποστόλους πρωτείο εξουσίας, το οποίο κληροδότησε στους υποτιθέμενους διαδόχους του επισκόπους της Ρώμης. Γι' αυτό και στην πρώτη χιλιετία καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν θέσπισε κάποιο ρωμαϊκό αλάθητο ή πρωτείο εξουσίας. Από τους αποστολικούς χρόνους η Εκκλησία διατηρεί, ως χαρακτηριστικό στοιχείο του διοικητικού της συστήματος, τη συνοδικότητα. Οι επίσκοποι, οι οποίοι συμμετέχουν στις συνόδους, μεταφέρουν σ' αυτές την πίστη και το βίωμα του εκκλησιαστικού πληρώματος που εκπροσωπούν. Η γνώμη και η ψήφος όλων των επισκόπων έχουν την ίδια ισχύ και οι συνοδικές αποφάσεις λαμβάνονται με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα, τελικά, συγκροτεί την Εκκλησία και Αυτό την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16: 13). Έτσι, το αλάθητο δεν ανήκει σ' έναν άνθρωπο αλλά σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας και εκφράζεται με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εφόσον αυτές γίνονται αποδεκτές από την εκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή από τον λαό του θεού.


Αντίθετα, στον Παπισμό οι σύνοδοι αποτελούν απλά συμβουλευτικά σώματα, η συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος αγνοείται και ο πάπας τοποθετείται πάνω από την Εκκλησία. Αλλά πώς μπορεί να θεωρείται αλάθητος ο πάπας, όταν η ιστορία παρουσιάζει πολυάριθμους πάπες να διαπράττουν τραγικά λάθη, ακόμη και σε αιρέσεις να πέφτουν, όπως ο πάπας Ιούλιος, που αφορίστηκε από τη Σύνοδο της Σαρδικής (347), ο Ονώριος, που αναθεματίστηκε από την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο (691), ή ο Γρηγόριος Θ', που ίδρυσε την Ιερά Εξέταση;


Με το παπικό πρωτείο και το αλάθητο, ως κεντρικά δόγματα της Δυτικής «Εκκλησίας», επισφραγίζεται ο έντονος ανθρωποκεντρισμός της: Η πίστη στον Θεάνθρωπο αντικαθίσταται με την πίστη στον άνθρωπο. στη γη δεν υπάρχει θέση για τον Χριστό, αφού Τον αντικαθιστά ο πάπας ως μοναδικός τοποτηρητής Του (Vicarius Christi). «Τί τραγικός παραλογισμός!», αναφωνεί ο σύγχρονος πατέρας της Εκκλησίας π. Ιουστίνος Πόποβιτς. «Να ορίζεται αναπληρωτής και αντικαταστάτης για τον πανταχού παρόντα Κύριο και Θεό»! Και συμπληρώνει: «Το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα-ανθρώπου είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού... Στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα»8.
4. Ο παποκαισαρισμός. Πρόκειται για την ταύτιση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο (θεοκρατία). Ο πάπας είναι αρχηγός της Λατινικής «Εκκλησίας» και συνάμα αρχηγός του κράτους του Βατικανού. Ο παποκαισαρισμός -εντελώς ασυμβίβαστος με το Ευαγγέλιο, τους ιερούς Κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση- αφαιρεί από τον Παπισμό κάθε δικαίωμα να εμφανίζεται ως Εκκλησία.


Το πρώτο παπικό κράτος ιδρύθηκε, καθώς είδαμε, το 754. Το σημερινό παπικό κράτος συνιστά ένα αξιολύπητο μεσαιωνικό κατάλοιπο της εποχής μας. Τα όριά του καθορίστηκαν το 1929 από τον δικτάτορα Μουσσολίνι και τον πάπα Πίο ΙΑ'. Ο τελευταίος, μάλιστα, διατύπωσε την άποψη ότι «ο αντιπρόσωπος του Θεού στη γη δεν μπορεί να είναι υπήκοος επίγειου κράτους». (Ο Χριστός ήταν υπήκοος επίγειου κράτους. ο «αντιπρόσωπός» Του πάπας δεν μπορεί να είναι!). Το Βατικανό σήμερα, όπως και κάθε κράτος, ασκεί διπλωματία, συνάπτει πολιτικές συμφωνίες με άλλα κράτη, διαθέτει πρωθυπουργό, υπουργούς, πρέσβεις, φρουρά, πρακτορείο ειδήσεων και κυρίως Τράπεζες, με τις οποίες επηρεάζει τη διεθνή οικονομία, συμμετέχοντας σε μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις.


5. Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Από τον 11ο αι. διατυπώθηκε η άποψη, που αργότερα έγινε θεμελιώδες δόγμα του Παπισμού, ότι ο Θεός έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη από την προσβολή που υπέστη εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας. Με αυτή την κακοδοξία το πρόσωπο του Θεού Πατέρα διαστρεβλώνεται και η χριστιανική ζωή διαποτίζεται από έντονο νομικιστικό πνεύμα. Ο τέλειος και πολυεύσπλαχνος Θεός αποκτά τα χαρακτηριστικά εμπαθούς ανθρώπου -προσβάλλεται, οργίζεται, αγανακτεί, εκδικείται- και μεταβάλλεται σε αμείλικτο δικαστή και άγριο τιμωρό. Η αμαρτία δεν θεωρείται ασθένεια της ψυχής, αλλά αξιόποινη παρεκτροπή και προσβολή του Θεού. Ο αγώνας για τη σωτηρία δεν αποσκοπεί στη θεραπεία από τα πάθη, τη ζωοποίηση του ανθρώπου και την ένωσή του με τον Θεό, αλλά στην εξιλέωση του Θεού, τη νομική δικαίωση του ανθρώπου και την απαλλαγή του από τις ενοχές με τις καλές πράξεις, τα επιτίμια, τα διάφορα τάματα κ.λπ. Τελικά, η σχέση αγάπης Θεού και ανθρώπου μετατρέπεται σε σχέση συναλλαγής. Πρόκειται, πράγματι, για ανατροπή του Ευαγγελίου της αγάπης και επιστροφή σε πρωτόγονες μορφές θρησκευτικότητας.


Η θεωρία για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης νομιμοποίησε τη βία και κατοχύρωσε θεολογικά τις Σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση, τους θρησκευτικούς πολέμους: Η εξολόθρευση των εχθρών της πίστεως ικανοποιεί τη θεία δικαιοσύνη και εξαγνίζει και τις ψυχές των θυμάτων!
Μέσα σ' αυτό το δικανικό κλίμα διατυπώθηκε και το αντιβιβλικό δόγμα για το καθαρτήριο πυρ. Στο καθαρτήριο πυρ πηγαίνουν τάχα οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον θάνατό τους, για να βασανιστούν προσωρινά μέσα στη φωτιά και να καθαριστούν από τις ποινές των αμαρτιών τους. Για τη συντομότερη απαλλαγή τους από το καθαρτήριο πυρ, επινοήθηκε ο θεσμός των λυσιποίνων (αφέσεων), ο οποίος βασίζεται στη δικανική θεωρία των αξιομισθιών: Ο Χριστός, δηλαδή, και οι άγιοι στην επίγεια ζωή τους έπραξαν πλήθος καλά έργα, άξια ανταμοιβής. Έτσι δημιουργήθηκε ένας θησαυρός περίσσιων αξιομισθιών. Ο πάπας, που πιστεύει πως μπορεί να διαχειρίζεται τον θησαυρό αυτό, αντλεί από το πλεόνασμά του ένα μέρος για να λύσει τις ποινές των αμαρτωλών. Τα λυσίποινα σε παλαιότερες εποχές έδωσαν αφορμή και σε καταχρήσεις, χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή για την άνομη συλλογή χρημάτων με την πώληση των γνωστών «συγχωροχαρτιών». Έτσι, η χάρη και η σωτηρία υποτάχθηκαν στη λογική του χρέους και της εξαγοράς.


6. Μαριολατρία. Στην Ορθοδοξία μας η Θεοτόκος τιμάται περισσότερο απ' όλους τους αγίους, γι' αυτό λέγεται και Παν-αγία. Στον Παπισμό, όμως, από μια εσφαλμένη «ευσέβεια», της αποδίδεται λατρεία. αλλά η λατρεία ανήκει μόνο στον Τριαδικό Θεό. Έτσι διατυπώθηκαν τα δόγματα α) της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, σύμφωνα με το οποίο η Παναγία συνελήφθη χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, και β) της ενσωμάτου αναλήψεώς της, σύμφωνα με το οποίο η Παναγία αναλήφθηκε με το σώμα και την ψυχή στον ουρανό, χωρίς να γνωρίσει θάνατο και ενταφιασμό (ενώ ο Χριστός και πέθανε και ενταφιάστηκε!). Μ' αυτές τις κακοδοξίες η Θεοτόκος ανυψώνεται ως την Τριαδική Θεότητα, μέχρι σημείου να γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα!


7. Λειτουργικές καινοτομίες. Η επικράτηση του ορθολογισμού στην Παπική «Εκκλησία» δεν άφησε άθικτη ούτε τη λειτουργική ζωή της. Αναφέρουμε επιγραμματικά ορισμένες μόνο λειτουργικές καινοτομίες.


Το Βάπτισμα αντικαθίσταται με ένα συμβολικό «ραντισμό». Το Χρίσμα τελείται μόνο από τους επισκόπους, αρκετά χρόνια μετά το Βάπτισμα. Στη Λειτουργία τους, για τον άγιο Άρτο δεν χρησιμοποιούν ψωμί ζυμωμένο με προζύμι αλλά άζυμο (όστια). Η αγαμία είναι υποχρεωτική για όλους τους κληρικούς. Το Ευχέλαιο τελείται μόνο στους ετοιμοθανάτους. Οι εκκλησιαστικές εορτές εκκοσμικεύονται και μεταβάλλονται σε φαντασμαγορικές τελετές (της Καρδίας του Ιησού, της Αγίας Δωρεάς κ. ά.). Η νηστεία ουσιαστικά καταργείται, αφού, με απόφαση της Β' Βατικανής Συνόδου, οι νηστήσιμες ημέρες περιορίζονται σημαντικά και ο τρόπος της νηστείας μένει ακαθόριστος, ενώ παρέχεται «η δυνατότητα να αντικατασταθεί εν όλω ή εν μέρει ο νόμος της νηστείας και της εγκράτειας από άλλες πράξεις μετάνοιας, όπως είναι τα έργα αγάπης στον πλησίον ή άλλες πράξεις ευσέβειας»9.


Ιερά Μονή Παρακλήτου-Ωρωπός Αττικής
"Ο Παπισμός χθές και σήμερα"

(συνεχίζεται) Υάκινθος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου