Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Ο Παπισμός χθές και σήμερα - 6


ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ- ΠΑΠΙΣΜΟΥ

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της Οικουμενικής Κινήσεως, της οργανωμένης δηλαδή προσπάθειας για την επανένωση όλων των Χριστιανών της οικουμένης. Ο ενωτικός ενθουσιασμός που καλλιέργησε η Κίνηση αυτή και το πανανθρώπινο αίτημα για καταλλαγή, ύστερα μάλιστα από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, οδήγησαν στην έναρξη μιας νέας προσπάθειας για την επαναπροσέγγιση Ανατολής και Δύσεως.

Ο σύγχρονος Διάλογος εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση -Διάλογος Αγάπης (1965 και εξής)- συνίσταται κυρίως στην καλλιέργεια καλών σχέσεων, με σκοπό την εδραίωση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η δεύτερη φάση -Θεολογικός Διάλογος ή Διάλογος Αληθείας (1980 και εξής)- συνίσταται στον διάλογο που διεξάγεται, παράλληλα με τον Διάλογο της Αγάπης, από τη Διεθνή Μικτή Θεολογική Επιτροπή, την οποία απαρτίζουν θεολόγοι, εκπρόσωποι των Ορθοδόξων και των Λατίνων. Η Μικτή Επιτροπή εκπονεί θεολογικά κείμενα κοινής καταρ­χήν αποδοχής, τα οποία στη συνέχεια δέχονται κριτική ή περαιτέρω επεξεργασία από τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Βατικανό.

Η σύγχρονη αυτή ενωτική προσπάθεια μέχρι σήμερα δεν έχει αποφέρει κανέναν ουσιαστικό καρπό. Γιατί ο Διάλογος της Αγάπης κατόρθωσε να βελτιώσει μόνο επιφανειακά το ψυχολογικό κλίμα μεταξύ των δύο μερών, ενώ ο Θεολογικός Διάλογος δεν έλυσε καμία απολύτως διαφορά.

Εξετάζοντας διεξοδικά τον σύγχρονο Διάλογο, παρατηρούμε ότι συνυπάρχουν σ' αυτόν οι αναφερθέντες τρεις βασικοί παράγοντες αποτυχίας όλων των παλαιότερων ενωτικών προσπαθειών. Συγκεκριμένα:

Το παπικό πρωτείο εξουσίας. Το Βατικανό, όπως προκύπτει και από τις αποφάσεις της Β' Βατικανής Συνόδου, παραμένει και σήμερα στερεά προσκολλημένο στα δόγματα του παπικού πρωτείου και αλαθήτου, θεωρώντας την αποδοχή τους ως τον αναγκαίο όρο για τη χριστιανική ενότητα. Το 1965, αμέσως μετά την έναρξη του Διαλόγου της Αγάπης, ο πάπας Παύλος ΣΤ', μέσα από μία εγκύκλιό του, έστελνε προς όλες τις κατευθύνσεις το σαφές μήνυμά του: «Απατώνται όσοι πιστεύουν ότι εμείς θα παραιτηθούμε από τα προνόμιά μας, τα οποία μας δόθηκαν από τον Θεό διαμέσου του αποστόλου Πέτρου»26. Αλλά και όλοι οι άλλοι πάπες των τελευταίων χρόνων δεν δίστασαν να διακηρύξουν απερίφραστα το πρωτείο τους ακόμα και μέσα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, κάθε φορά που επισκέπτονταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Υψηλόβαθμο στέλεχος του Βατικανού εξήγησε αυτή την υπεροπτική εμμονή της Ρώμης με τον εξής εντυπωσιακό λόγο: «Η εγκατάλειψη του παπικού πρωτείου ισοδυναμεί με άρνηση του Ευαγγελίου»27!

Η Ουνία. Το Βατικανό, δέσμιο της μεσαιωνικής νοοτροπίας του, εξακολουθεί, όπως έχει αναφερθεί, να στηρίζει προκλητικά την Ουνία, εκδηλώνοντας με τη στάση του αυτή την αμετάβλητη πρόθεσή του να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία με τον δόλο και την απάτη. Έτσι, μετά την πτώση του κομμουνισμού (1989 και εξής), εισέβαλε βίαια στις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και, θεωρώντας τες ως τόπους ιεραποστολής, επιδόθηκε στην οργάνωση ουνιτικών κοινοτήτων. Χειροτονήθηκαν, λοιπόν, ουνίτες επίσκοποι σε περιοχές όπου οι Ουνίτες ήταν ελάχιστοι ή εντελώς ανύπαρκτοι και ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις στους εμπερίστατους Ορθοδόξους για την προσχώρησή τους στην Ουνία (βίαιες καταλήψεις ορθοδόξων ναών, αρπαγή εκκλησιαστικών περιουσιών, διώξεις κληρικών, βιαιοπραγίες, συμπλοκές με τραυματισμούς και ανθρώπινα θύματα κ.ά.). Και παρ' όλους τους κλυδωνισμούς τους οποίους έχει προκαλέσει στον Διάλογο η αναβίωση της Ουνίας, ο σημερινός πάπας εξακολουθεί να διακηρύσσει ότι «ο καλύτερος τρόπος για την ενότητα στην Εκκλησία είναι αυτός της Ουνίας»28.

Η εκκοσμίκευση. Πολιτικοί σχεδιασμοί και εγκόσμιες σκοπιμότητες υπεισέρχονται στις διεργασίες του σύγχρονου Διαλόγου και αποδυναμώνουν την κρυστάλλινη φωνή της ορθόδοξης θεολογίας. Στην υπό διαμόρφωση Νέα Τάξη Πραγμάτων, οι ισχυροί της γης στηρίζουν και συχνά επιβάλλουν όλους τους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους. Στόχος τους είναι η παγκοσμιοποίηση και στο θρησκευτικό επίπεδο με την επικράτηση της Πανθρησκείας. Παράλληλα, τόσο η Ρώμη όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται να προσεγγίζουν τον Διάλογο με εκκοσμικευμένα κριτήρια. Το Βατικανό για να τονώσει το κλονισμένο του κύρος στη Δύση και να ενισχύσει τον διεθνή του ρόλο. Και η πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για να θωρακίσει, καθώς πιστεύει, το Πατριαρχείο, το οποίο πλήττεται από την εξοντωτική τουρκική πολιτική.

Εκτός από τους τρεις αυτούς παράγοντες, που προδιαγράφουν την άτυχη κατάληξη του Διαλόγου, δύο νέες παράμετροι κυριαρχούν στις διμερείς επαφές και καθιστούν ορατό τον κίνδυνο να υπογραφεί μια ακόμη ψευδέ­νωση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Πρόκειται α) για το βατικάνειο ενωτικό σχέδιο και β) για την αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος. Συγκεκριμένα:
α) Το βατικάνειο ενωτικό σχέδιο. Γνωρίζοντας το Βατικανό ότι οι ορθόδοξοι λαοί δεν πρόκειται να θυσιάσουν στον βωμό μιας ψευδεπίγραφης ενώσεως τις ιερές παραδόσεις τους, έθεσε σε εφαρμογή, αμέσως μετά τη Β' Βατι­κανή Σύνοδο, ένα ενωτικό σχέδιο ουνιτικού τύπου. Σύμφωνα μ' αυτό, οι Ορθόδοξοι θα ενταχθούν στην ηγεμονία της Ρώμης χωρίς να εγκαταλείψουν την Εκκλησία τους ή την αποστολοπαράδοτη πίστη τους, παρά μόνο αναγνωρίζοντας έναν νέο τύπο παπικού πρωτείου.

Το νέο αυτό πρωτείο δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από το κλασικό παπικό πρωτείο εξουσίας, θα διατυπωθεί όμως, μέσω του Διαλόγου, με τέτοιο τρόπο, που θα γίνει αποδεκτό από τους Ορθοδόξους (π.χ. ως πρωτείο διακονίας). Πρόκειται για μια καλοσχεδιασμένη σύγχρονη μορφή Ουνίας. «Το πρωτείο θα το διατυπώσουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε θα το δεχθείτε», δήλωνε με νόημα στέλεχος του Βατικανού σε ορθόδοξους θεολόγους, πριν από πολλά χρόνια29. Και ο πρόεδρος του Ποντιφικικού Συμβουλίου για την ενότητα των Χριστιανών καρδινάλιος Κάσπερ σημείωνε το 2001: «Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία όπως είναι. Η πλήρης κοινωνία με το δυτικό μέρος της Εκκλησίας δεν σημαίνει οποιαδήποτε αλλαγή για τον απλό Ορθόδοξο, ούτε έχει την παραμικρή πρόθεση ο πάπας να αναμειχθεί στα εσωτερικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας»30.
Το Βατικανό, παράλληλα, για να διαθέσει ευμενώς τους Ορθοδόξους, δείχνει να εγκαταλείπει τη σκληρή στάση του παρελθόντος και επιδίδεται σε μια επίθεση αγάπης και φιλίας:
  • Καλλιεργεί συστηματικά τις καλές σχέσεις με ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων, διοργανώσεις κοινών θεολογικών συνεδρίων, χορηγήσεις υποτροφιών, αποδόσεις ιερών λειψάνων, οικονομικές ενισχύσεις κ.ά.
  • Το 1965 προχωρεί, από κοινού με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην άρση των αναθεμάτων του 1054*1.
  • Αναγνωρίζει τους Ορθοδόξους ως «αδελφούς εν Κυρίω», τους οποίους «η Καθολική Εκκλησία περιβάλλει μετ' αδελφικού σεβασμού και στοργής»31.
  • Στις διμερείς επαφές καθιερώνει για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες την ονομασία αδελφές Εκκλησίες*2.
  • Αναγνωρίζει τα Μυστήρια των Ορθοδόξων και παρακινεί τους πιστούς του σε συμπροσευχές και μυστηριακή κοινωνία με αυτούς.
  • Διακηρύσσει ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι παπικές κακοδοξίες παρουσιάζονται ως θεολογούμενα ζητήματα ή ως διαφορετικές αλλά νόμιμες εκφράσεις της ίδιας πίστεως, που εμπλουτίζουν τη χριστιανική παράδοση. Γι' αυτό και στα κοινά θεολογικά κείμενα του επίσημου Διαλόγου οι παπικοί εκπρόσωποι αρνούνται επίμονα να αναφερθεί το γεγονός των δογματικών διαφορών32.

Με όλη αυτή τη στρατηγική του, το Βατικανό ελπίζει ότι θα κάμψει τις ορθόδοξες αντιστάσεις και θα δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα, ώστε οι Ορθόδοξοι να κοινωνούν χωρίς ενδοιασμούς σε παπικούς ναούς και οι Παπικοί σε ορθόδοξους αντίστοιχα. Έτσι, σύμφωνα με το βατικά­νειο σχέδιο, η ένωση θα επέλθει εκ των πραγμάτων (de facto) με παράκαμψη των θεολογικών διαφορών.

Οι σύγχρονες εξελίξεις, όμως, αποκάλυψαν με τρόπο οδυνηρό ότι οι διακηρύξεις αγάπης και τα μειδιάματα της Ρώμης δεν εκφράζουν τις αγαθές προθέσεις της, αλλά αποτελούν διπλωματικό ελιγμό για την εξαπάτηση των Ορθοδόξων. Η φανατισμένη αναβίωση της Ουνίας στην Ανατολική Ευρώπη και η απροκάλυπτη ανάμειξη του Βατικανού στην εξόντωση των ορθοδόξων Σέρβων αφαίρεσαν το ειρηνόφιλο προσωπείο της «Αγίας Έδρας» και φανέρωσαν το πραγματικό της πρόσωπο: Την αθεράπευτη πονηρία της και την έμμονη τάση της για εκκλησιαστική κυριαρχία και κοινωνικοπολιτικό επεκτατισμό. Η καταλλαγή, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και ο αδελφικός σεβασμός -πολυδιαφημιζόμενοι καρποί του Διαλόγου της Αγάπης- απο­δείχθηκαν, δυστυχώς, ένα μεγάλο ψέμα. Ο Διάλογος όχι μόνο δεν άλλαξε το Βατικανό, αλλά λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων του

*1 Για τους Λατίνους η άρση των αναθεμάτων σήμαινε άρση της ακοινωνησίας. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, η ατυχής αυτή πράξη δεν έχει κανονική ισχύ, γιατί πραγματοποιήθηκε χωρίς την προηγούμενη συνοδική έγκριση των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών και χωρίς να έχουν αποκηρυχθεί οι παπικές κακοδοξίες, που είχαν προκαλέσει τα αναθέματα.


*2 Ωστόσο, το Βατικανό, σε επίσημα κείμενα που απευθύνει κατά καιρούς στους δικούς του πιστούς, χρησιμοποιεί διαφορετική γλώσσα και διακηρύσσει ότι: «Η Καθολική Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησία του Χριστού που ιδρύθηκε στον κόσμο», «δεν είναι αδελφή αλλά μητέρα όλων των άλλων Εκκλησιών», «οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι πραγματικές Εκκλησίες, αλλά πάσχουν από ένα έλλειμμα, γιατί δεν αναγνωρίζουν ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας τον Επίσκοπο της Ρώμης» (βλ. ενδεικτικά εφημ. Καθολική, Αθήνα 24-7-2007, σ.1).

β) Η αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος. Από τις αρχές του 20ού αι. στον χώρο της Ορθοδοξίας παρατηρείται μια σταδιακή απομάκρυνση από τη δογματική ακρίβεια των αγίων Πατέρων και τη μακραίωνη παραδοσιακή στάση έναντι των αιρετικών. Κάποιοι ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες και θεολόγοι, σπουδαγμένοι συνήθως σε ετερόδοξες Θεολογικές Σχολές και επηρεασμένοι από το συγκρητιστικό πνεύμα της Οικουμενικής Κινήσεως, παρακάμπτουν τις παπικές κακοδοξίες και αντιμετωπίζουν τον Παπισμό ως κανονική Εκκλησία, η οποία τάχα συναποτελεί με την Ορθόδοξη τη Μία Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη διάβρωση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, που εμφανίστηκε με την έναρξη του σύγχρονου Διαλόγου και εξαπλώθηκε στη συνέχεια με ταχύ ρυθμό. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
  • Ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας (†1972), ο οποίος έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου Διαλόγου, υποστήριζε ότι «δεν θεωρείται αναγκαία η εκ των προτέρων δογματική ενότης των επί μέρους Εκκλησιών. Είναι δυνατόν να ενωθούν αι Εκκλησίαι κρατούσαι ό,τι έχει εκάστη ως πίστιν και δόγμα, και ούτως ηνωμέναι να αναθέσουν εις την θεολογίαν να επιλύση και να εναρμονίση εν καιρώ τας δογματικάς αυτών διαφοράς»33. Υποβαθμίζοντας, λοιπόν, ο πατριάρχης τα δόγματα και έχοντας μια συναισθηματική αντίληψη «αγάπης», προχώρησε σε αντικανονικές ενέργειες: Συμπροσευχόταν με τον πάπα, μνημόνευε το όνομά του στη Λειτουργία, μετέδιδε τη θεία Κοινωνία σε Παπικούς. Τελικά η ενωτική του πολιτική, επειδή είχε προϋποθέσεις καθαρά ανθρωποκεντρικές και όχι θεολογικές ή σωτηριολογικές, δεν προώθησε την ενότητα, αλλά υπονόμευσε την αλήθεια της Εκκλησίας. Άλλωστε, η πατερική μας παράδοση θεμελιώνει την ενότητα μόνο στην κοινή πίστη: «Όταν όλοι έχουμε την ίδια πίστη, τότε υπάρχει ενότητα» (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Και απαιτεί να θυσιάζεται η ανθρώπινη φιλία, όταν εξαιτίας της υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε την ορθή πίστη: «Είναι προτιμότερη η διαμάχη που γίνεται για κάτι επαινετό (όπως είναι η πίστη), παρά η ειρήνη που μας χωρίζει από τον Θεό» (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). Όσο για τη θεία Ευχαριστία, αυτή ποτέ δεν θεωρήθηκε μέσο για την επίτευξη ενότητας, αλλά πάντοτε ακολουθεί την ενότητα της πίστεως ως επιστέγασμά της.
  • Οι συμπροσευχές των Ορθοδόξων με τους Παπικούς είναι σήμερα μια συνηθισμένη πρακτική στα πλαίσια των διμερών συναντήσεων. Οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, όμως, απαγορεύουν αυστηρά, με ποινές καθαιρέσεως και αφορισμού, τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς. Και τούτο, γιατί, καθώς εξηγεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, οι συμπροσευχές φανερώνουν ότι οι Ορθόδοξοι αποδέχονται την αιρετική πίστη και είναι απρόθυμοι να ελευθερώσουν τους αιρετικούς από την κακοδοξία τους.

Δυστυχώς, οι απλές συμπροσευχές των Διαλόγων με­ταλλάχθηκαν με τον καιρό σε λειτουργικές συμπροσευ­χές. Αναφέρουμε ειδικότερα την ετήσια αμοιβαία συμμετοχή Ορθοδόξων και Παπικών στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα, γιατί αυτή, όπως επίσημα έχει ομολογηθεί, «δεν είναι της κατά κόσμον εθιμοτυπικής τάξεως. είναι συνεορτασμός εκκλησιαστικός»34. Σ' αυτούς τους συνεορτασμούς καθιερώνονται συγκεκριμένες λειτουργικές πράξεις, που δίνουν την ψευδή εντύπωση ενότητας και δημιουργούν σύγχυση και σκανδαλισμό στις απλές ψυχές.

Για παράδειγμα, το 2006 ο πάπας έγινε δεκτός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με εκκλησιαστικές τιμές, ως ορθόδοξος πρωθιεράρχης, και συμμετέσχε στη θεία Λειτουργία φορώντας ωμοφόριο, απαγγέλλοντας το «Πάτερ ημών...», ανταλλάσσοντας ασπασμό με τον πατριάρχη στο «Αγαπήσωμεν αλλήλους...», ευλογώντας το ορθόδοξο εκκλησίασμα. Αυτές οι πράξεις, όμως, είναι πρωτοφανείς στην αποστολική, πατερική και συνοδική μας παράδοση. Με τέτοιου είδους λειτουργικούς συγχρωτισμούς το Βατικανό αναγνωρίζεται στην πράξη, από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδοξίας, ως κανονική Εκκλησία και ο αιρεσιάρχης πάπας ως κανονικός επίσκοπος Ρώμης, αποκαλούμενος μάλιστα απ' αυτούς ως «ο πρώτος της ανά τον κόσμον Χριστιανωσύνης επίσκοπος»35. Η Ορθοδοξία, δηλαδή, φαίνεται να παραιτείται από την αλήθεια της και να ταυτίζεται με την αίρεση!

  • Ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες υποστηρίζουν ένθερμα τη θολή θεωρία των αδελφών Εκκλησιών. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Λατινική «Εκκλησία», παρ' όλες τις αιρέσεις της, είναι πλήρης και αληθινή Εκκλησία, με κανονική Ιερωσύνη και έγκυρα Μυστήρια, γι' αυτό και θεωρείται αδελφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι τολμηρές αυτές απόψεις διατυπώθηκαν το 1993 στο κοινό Κείμενο που υπέγραψαν Ορθόδοξοι και Παπικοί στη Ζ' Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής του επίσημου Διαλόγου (Μπαλαμάντ Λιβάνου). Λίγο αργότερα, το 1995, ο οικουμενικός πατριάρχης και ο πάπας, σε Κοινό Ανακοινωθέν, παραπέμπουν στο Κείμενο του Μπαλαμάντ και αναφέρουν: «Εξορκίζομεν τους πιστούς μας, Καθολικούς και Ορθοδόξους, να ενισχύσουν το πνεύμα αδελφωσύνης, το οποίον προέρχεται εκ του μοναδικού Βαπτίσματος και της συμμετοχής εις την μυστηριακήν ζωήν»36.


Σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, όμως, «όσοι δεν αναγεννήθηκαν από τη θεία χάρη, που ενεργεί μόνο στη Μία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν συγκροτούν καμιά Εκκλησία, ούτε ορατή ούτε αόρατη» (άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως). Οι Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως ήταν αδελφές Εκκλησίες πριν από το Σχίσμα, όταν είχαν την ίδια πίστη. Μετά το Σχίσμα, αυτή η αδελφότητα διασπάσθηκε. Παπικοί και Ορθόδοξοι εξακολουθούν, ασφαλώς, να είναι αδελφοί ως έμψυχα δημιουργήματα του ίδιου Θεού, όχι όμως και αδελφοί «εν τη πίστει». Μετά το Σχίσμα, αδελφές Εκκλησίες είναι μεταξύ τους μόνο οι επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Γι' αυτό «η αναγνώριση χωρισμένων εκκλησιαστικών ομολογιών ως "αδελφών Εκκλησιών" είναι παραπλανητική. Δεν προωθεί αλλά φαλκιδεύει την ενότητα των πιστών» (καθηγ. Γεώργιος Μαντζαρίδης).

  • Χαρακτηριστικό παράδειγμα ατολμίας, συμβιβαστικής νοοτροπίας και υποχωρητικότητας στις αξιώσεις του Βατικανού αποτελεί η στάση ορθοδόξων προκαθημένων και θεολόγων στο πρόβλημα της Ουνίας37.

Οι Ορθόδοξοι είχαν θέσει ως απαραίτητο όρο για την έναρξη του Διαλόγου την κατάργηση των Ουνιτικών «Εκκλησιών» και την ενσωμάτωση των μελών τους, ύστερα από ελεύθερη επιλογή, είτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία είτε στη Λατινική. «Ουνία και Διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως», τονίστηκε με κατηγορηματικό τρόπο στην Γ' Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1964). Ωστόσο, μολονότι η Ουνία όχι μόνο δεν καταργήθηκε αλλά και ενισχύθηκε ποικιλοτρόπως, οι Ορθόδοξοι, με τα παράτολμα βήματα του πατριάρχη Αθηναγόρα, σύρθηκαν στον Διάλογο της Αγάπης. Και τον συνέχιζαν αδιαμαρτύρητα, όταν το 1968 οι Ουνίτες της Τσεχοσλοβακίας εξαπέλυσαν εναντίον των Ορθοδόξων «ένα διωγμό, προ του οποίου ωχριά ο διωγμός του Δεκίου»38...

Όταν, πάλι, το 1980 ξεκίνησε ο θεολογικός Διάλογος, οι Ορθόδοξοι ζήτησαν από τη Ρώμη να μη συμπεριλάβει Ουνίτες στην αντιπροσωπεία της. Το Βατικανό, όμως, στα 28 μέλη της αντιπροσωπείας του συμπεριέλαβε και 8 Ουνίτες. Και οι Ορθόδοξοι το δέχθηκαν...

Το 1993, παρ' όλες τις ουνιτικές βιαιότητες στην Ανατολική Ευρώπη, εκπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών στον Διάλογο έβαλαν την υπογραφή τους στο Κείμενο του Μπαλαμάντ. Σ' αυτό το διάτρητο Κείμενο, εκτός των άλλων, αναγνωρίζεται και δικαιώνεται πανηγυρικά η ύπαρξη και δραστηριοποίηση των Ουνιτικών «Εκκλησιών»...

Το 2000 ο Διάλογος διακόπηκε εξαιτίας των Ουνιτών, και συμφωνήθηκε το πρόβλημα της Ουνίας να είναι το πρώτο και μοναδικό θέμα συζητήσεως σε πιθανή επανέναρξή του.

Το 2006 ο Διάλογος άρχισε και πάλι, παρακάμπτοντας όμως το πρόβλημα της Ουνίας και ακολουθώντας διαφορετική θεματολογία. Αυτή η απαράδεκτη -και αναξιοπρεπής για τους Ορθοδόξους- υπαναχώρηση πιστοποιεί ότι η γραμμή που ακολουθεί ο Διάλογος χαράσσεται από το Βατικανό, σύμφωνα με τον παποκεντρικό οικουμενισμό του. οι Ορθόδοξοι απλώς ακολουθούν...

Η πολλαπλή κρίση, που μαστίζει τον σημερινό Διάλογο της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό, είναι πλέον κοινή διαπίστωση. Η συμμετοχή της Εκκλησίας μας σ' αυτόν έχει νόημα, εφόσον οι Ορθόδοξοι εκθέτουν αυθεντικά την αλήθεια της πίστεώς μας και εφόσον οι Παπικοί προτίθενται να επιστρέψουν σ' αυτήν την πίστη, που μέχρι το Σχίσμα ήταν και δική τους. Δυστυχώς, όμως, ούτε αυθεντική και επαρκής ορθόδοξη μαρτυρία δίνεται πάντοτε ούτε η Ρώμη είναι διατεθειμένη να απορρίψει τις πλάνες της*. Το Βατικανό με τον Διάλογο δεν αποβλέπει στην ενότητα της αληθινής πίστεως αλλά στην αναγνώρισή του από τους Ορθοδόξους ως πραγματικής Εκκλησίας. Και αυτό επιτυγχάνεται χάρη στην παπική διπλωματία και την περίεργη ενδοτικότητα των Ορθοδόξων. Δίχως καθαρά θεολογικά κριτήρια και δίχως ειλικρίνεια, ο Διάλογος είναι παραπλανητικός και αποβαίνει επιζήμιος για το ορθόδοξο πλήρωμα, ενώ απεναντίας αποτελεί το καλύτερο στήριγμα του χρεωκοπημένου Βατικανού.

Ενδεικτικό, τέλος, της κρίσεως που αντιμετωπίζει ο Διάλογος, είναι και το γεγονός της παραιτήσεως του επικεφαλής της ορθόδοξης αντιπροσωπείας και συμπροέδρου της Διεθνούς Επιτροπής του Διαλόγου, σεβασμιωτάτου αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού. «Μετά την 20ετή επίπονη προεδρία μου εις τον "Επίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, διά να μην έχω πλέον ουδεμίαν σχέση με ένα τέτοιο "ανούσιο παίγνιο"»39, δήλωνε χαρακτηριστικά το 2007. Και, ως καλός γνώστης των όσων συμβαίνουν στα ενδότερα του Βατικανού, συμπλήρωνε: «Μετά την όλως απροσδόκητη, επί Βενεδίκτου 16ου, κλιμάκωση των προκλήσεων του Βατικανού έναντι των λοιπών Χριστιανών (ιδιαιτέρως δε των Ορθοδόξων!), καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι, δυστυχώς, εισερχόμεθα σε περίοδο πλήρους αβεβαιότητος, για να μην πούμε περιέργου συσκοτισμού... Πρέπει λοιπόν να το πούμε απερίφραστα, ότι φαίνεται να έχει επικρατήσει πλήρως η γραμμή των σκληροπυρηνικών Καρδιναλίων της Ρωμαϊκής Κουρίας, η οποία καθιστά πλέον τον Παπισμόν -όχι ως Πρωτείον ενός επισκόπου αλλά ως ιδεολογίαν αφορήτου ολοκληρωτισμού- το όντως ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ πρωτίστως για επανένωση των διηρημένων Χριστιανών, εξ ίσου δε και για απλώς ειρηνική ενότητα μεταξύ των, πόσο μάλλον με τους μη Χριστιανούς ή και αθέους»40.


* Δήλωνε ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' το 2007: «Ο Διάλογος δεν μπορεί να είναι μία αφορμή για να προσαρμόσει ή να μαλακώσει (το Βατικανό) αυτό που πιστεύει ότι είναι» (Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 20-7-2007).

Επιλεγόμενα


Ο Παπισμός, ως φορέας σωρείας αιρετικών δοξασιών, βρίσκεται έξω από τα όρια της Εκκλησίας. και, ως εκφραστής ενός εγκοσμιοκρατικού πολιτεύματος, αποτελεί παγκόσμιο κέντρο εξουσίας. Παρ' όλη, βέβαια, την εξωτερική του λάμψη και δύναμη, κρύβει μέσα του μια τραγική αδυναμία, γιατί απλούστατα στηρίζεται στην πλάνη. Ο δρόμος της επιστροφής στη χαμένη του Ορθοδοξία περνάει από τη μετάνοια, την οποία, όμως, σήμερα μόνο ως θαύμα μπορεί κανείς να περιμένει από τη σκληρυμμένη ολιγαρχία του Βατικανού.

Ωστόσο, οι εξουθενωμένοι από τον παπικό ολοκληρωτισμό ετερόδοξοι αδελφοί μας αναζητούν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, την αλήθεια που ελευθερώνει, που δίνει νόημα και ομορφιά στη ζωή. την αλήθεια, που, ως Χριστοζωή και Θεοκοινωνία, διαφυλάσσεται αυθεντική μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μοναδική «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» του Χριστού.

Η αποστολοπαράδοτη πίστη δεν είναι αποκλειστικό κτήμα κανενός. Αποτελεί δωρεά του Θεού και ανήκει στην οικουμένη ολόκληρη. Γι' αυτό πρέπει να φυλάσσεται αναλλοίωτη, ώστε, ως χρέος αγάπης, να προσφέρεται ακέραιη και καθαρή σ' αυτούς που την αναζητούν.

Η απαρασάλευτη, λοιπόν, εμμονή στην ορθόδοξη παράδοση δεν δηλώνει αυτάρεσκη ομολογιακή εσωστρέφεια. Ούτε η κατάδειξη της παπικής πλάνης συνιστά μισαλλοδοξία ή φανατισμό. Αντίθετα, η σχετικοποίηση της πίστεως και η συγκάλυψη των λατινικών κακοδοξιών, που επιχειρούνται στους οικουμενιστικούς κύκλους, διακυβεύουν τη σωτηρία μας και αποτρέπουν τους αδελφούς μας της Δύσεως από την επαφή με τη σώζουσα αλήθεια.

Στους διπλωματικούς ελιγμούς του Βατικανού, στις θλιβερές φιλοπαπικές εκδηλώσεις ορθοδόξων ηγετών, στους ατελέσφορους θεολογικούς Διαλόγους και στα σύγχρονα χαλκεία «ενώσεως των Εκκλησιών» δίχως ενότητα πίστεως, ο Ορθόδοξος Χριστιανός αντιτάσσεται με τη θεολογική εγρήγορσή του, την απροσμέτρητη δύναμη της προσευχής του και την ακλόνητη πίστη του στον Δομήτορα της Εκκλησίας, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Συγχρόνως, με τη συνεπή και αγία του ζωή, ομολογεί ταπεινά και θαρρετά τη «φίλη Ορθοδοξία», διακηρύσσοντας προς κάθε κατεύθυνση το «είναι» της πίστεώς του: «Για μας αυτή είναι η περιουσία μας: Η πίστη που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας. Αυτή είναι ο πλούτος μας, αυτή η δόξα μας, αυτή η γενιά μας, αυτή το στεφάνι μας, αυτή το καύχημά μας! Ένα Βάπτισμα έχουμε, μια πίστη, μια Εκκλησία κι ένα Θεό που δοξάζουμε τρισυπόστατο» (μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, 15ος αι).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 322.
2. Patrologia Latina, έκδ. J.P. Migne, Paris 1844-1890, τ. 148,107. Βλ. ελληνική μετάφραση: Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Β', Αθήναι 1994, σ. 336.

3.
Θεοδώρου Κοντίδη, Καμπές στην ιστορία του Καθολικισμού, στον συλλογικό τόμο Ο Καθολικισμός, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2000, σ. 69.
4.
Μαρτυρία του Enzo Bianchi, Ηγουμένου της Μονής Bose Ιταλίας, στο περιοδ. Παρακαταθήκη, αριθ. 54, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 12.
5. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγ. Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός), εκδ. Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Άγ. Όρος 2006, σ. 19.
6. Δημητρίου Σαλάχα, Εκκλησία Καθολική, στον τόμο Οι θρησκείες, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα 1992, σ. 133.
7. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Κάκτος-Libreria Editrice Vaticana, Αθήνα 1996, σ. 293.
8. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σ. 212, 220.
9. Δημητρίου Σαλάχα, ό.π., σ. 132.
10. Βλ. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ό.π., σ. 224.
11. Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 2006, σ. 43-44.
12. Βλ. Αρχιμ. Εμμανουήλ Καλύβα, Η καταδίκη του Παπισμού, Αθήναι 1999.
13. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ουνία· πρόσωπο και προσωπείο, στον συλλ. τόμο Η Ουνία χθες και σήμερα, εκδ. «Αρμός», Αθήνα 19993, σ. 20.
14. Βλ. Μάρκο Αουρέλιο Ριβέλλι, Ο Αρχιεπίσκοπος της Γενοκτονίας, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα 2000· π. Ιωάννου Κοβάτσεβιτς, Σχέσεις της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον Ρωμαιοκαθολικισμόν, εν Αθή­ναις 1965. Μίρκο Τομάσοβιτς, Ο σερβικός λαός και η Εκκλησία του, πε­ριοδ. Σύναξη, αριθ. 40, Αθήνα 1991, σ. 83-84· Σ. Νόσωφ, Ο Παπισμός και οι αγώνες του κατά της Ορθοδοξίας, εκδ. «Κύπρος η αγία νήσος», Αιγιαλούσα Καρπασίας 1997, σ. 139-154.
15. Μαρτυρία του ευρωβουλευτή Γεωργίου Ρωμαίου, στην εφημ. Το Βήμα, Αθήνα 31-1-1993.
16. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Μπεργαδή, χ.χ., σ. 567.
17. Α. Vasiliev, ό.π., σ. 575.
18. Στήβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, εκδ. «Εν πλω», Αθήνα 2008, σ. 216.
19. Μεθοδίου Φούγια, Αρχιεπ. πρ. Θυατείρων, Έλληνες και Λατίνοι, Αθήναι 1990, σ. 278.
20. Κωσταντίνου Ι. Μανίκα, Σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως (1821-1827), Αθήνα 2002, σ. 291.
21. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Φύσις και χαρακτήρ της Ουνίας, εκδ. «Φοίνικος», Αθήνησι 1928, σ. 45.
22. Βλ. Κωνσταντίνου Χολέβα, Ο παπισμός, ο ελληνισμός και τα Ορθόδοξα Βαλκάνια, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, αριθ. 115, Πειραιάς, Απρίλιος 2001, σ. 38-41.
23. Βλ. Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 19985 .
24. Χρήστου Γιανναρά, ό.π., σ. 96.
25. Βλ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, Δημ. Γόνη, δ. Ηλ. Φρατσέα, δ. Ευγ. Μοράρου, επισκ. Αθανασίου (Γιέβτιτς), Η Ουνία χθες και σήμερα, εκδ. «Αρμός», Αθήνα 19993.
26. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Αθήναι 1965, σ. 170.
27. Απόστολου Β. Νικολαΐδη, Οι οικουμενικές περιπέτειες του Χρι­στιανισμού, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σ. 183.
28. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 8-12-2006.
29. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου Αγ. Όρους, Ανησυχία για την προετοιμαζομένη από το Βατικανό ένωση Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών, περιοδ. Παρακαταθήκη, αριθ. 54, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 5.
30. Εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Αθήνα 6-5-2001, σ. 6.
31. Διάταγμα περί Οικουμενισμού, Typis Polyglottis Vaticanis 1965, σ. 7.
32. Βλ. Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ορθοδόξων Πορεία, εκδ. News Books and Magazines Ltd, Αθήνα 2000, σ. 130.
33. Περιοδ. Εκκλησία, αριθ. 12, Αθήναι 1967, σ. 326.
34. Περιοδ. Επίσκεψις, αριθ. 234, Γενεύη 1980, σ. 4.
35. Περιοδ. Επίσκεψις, αριθ. 180, Γενεύη 1977, σ. 12.
36. Περιοδ. Επίσκεψις, αριθ. 520, Γενεύη 1995, σ. 19-20.
37. Βλ. Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ουνία. η καταδίκη και η αθώωση, εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2002. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγ. Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου Αγ. Όρους, Ουνία: Η μέθοδος του παποκεντρικού οικουμενισμού, περιοδ. Παρακαταθήκη, αριθ. 60, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 3.
38. Περιοδ. Εκκλησία, αριθ. 14, Αθήναι 1969, σ. 313.
39. Εφημ. Αυστραλίας Νέος Κόσμος, Μελβούρνη 19-7-2007, σ. 1.
40. Περιοδ. Φωνή της Ορθοδοξίας, έκδ. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, αριθ. 325, Σίδνεϋ Ιούλιος 2007, σ. 77 (Η υπογράμμιση είναι του συγγραφέως).

ΠΗΓΗ: «Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου