Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

O Παπισμός χθές και σήμερα - 1



πηγή : Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ - ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ
ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ


Πρόλογος





ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ προσπάθειες για την επαναπροσέγγιση του χριστιανικού κόσμου είναι φυσικό να έχουν ευρύτατη αποδοχή, επειδή, αφενός, αποτελούν την ανθρώπινη συμβολή στην ιερή υπόθεση της ενότητας και, αφετέρου, διεξάγονται σε μια εποχή που ο κόσμος, κατακερματισμένος από πολύμορφες αντιθέσεις, αναζητεί με αγωνία ενοποιητικά στοιχεία.
Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα απογοητευτικά αναποτελεσματικές. Όχι μόνο δεν εμπνέουν πλέον καμιά αισιοδοξία, αλλά και προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς έχουν γίνει ήδη κατάδηλες οι επιζήμιες συνέπειές τους: α) άμβλυνση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, διαιρέσεις και σχίσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας μας. β) σύγχυση, αποθάρρυνση και αποπροσανατολισμός στους ετεροδόξους που αναζητούν την αυθεντικότητα της πίστεως.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί έκφραση αυτής της ανησυχίας μας, αφού ο διάλογος ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Παπισμό* δεσπόζει στις διαχριστιανικές σχέσεις και, επιπλέον, η συνύπαρξη Ορθοδόξων και Παπικών στις πολυπολιτισμικές πλέον κοινωνίες μας λειτουργεί ως πρόκληση για κάθε ορθόδοξη συνείδηση.
Ακολουθώντας την πατερική μας παράδοση, η οποία μας έχει διδάξει να «αγαπώμεν εν αλήθεια» και να «αληθεύωμεν εν αγάπη», επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα το πρόσωπο του Παπισμού. Έτσι, πιστεύουμε, θα φωτιστούν τα αμετάθετα όρια της Εκκλησίας από την αίρεση, της αλήθειας από την πλάνη. Γιατί είναι γεγονός ότι τα όρια αυτά γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Όχι μόνο επειδή στη ζωή των Ορθοδόξων έχει υπεισέλθει ο δυτικός πολιτισμός, ο διαμορφωμένος από τον παραποιημένο Χριστιανισμό της Δύσεως, αλλά και επειδή στις μέρες μας διαδίδονται οι ιδέες και αντιλήψεις της "Νέας Εποχής", που θέλει όλες τις θρησκείες να οδηγούν εξίσου στον ίδιο τάχα Θεό.
Για τους Ορθοδόξους η καθαρότητα της πίστεως αποτελεί το ασάλευτο θεμέλιο στον αγώνα τους για τη θέωση: Η ορθή πίστη είναι «το μέγα και πρώτον της σωτηρίας φάρμακον» (όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Αλλά και για τους ετερόδοξους αδελφούς μας η ακριβής οριοθέτηση της αλήθειας δείχνει τον δρόμο της επιστροφής στον πατρικό τους οίκο, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η αποκοπή της δυτικής Χριστιανοσύνης από το σώμα της Εκκλησίας δεν προήλθε από διοικητικές ή εθιμικές απλώς διαφοροποιήσεις, αλλά από μια βαθιά αλλοίωση του εκκλησιαστικού βιώματος, η οποία και δημιούργησε ένα χάσμα ζωής ανάμεσα σε δύο κόσμους. Το αυτονόητο χρέος του σεβασμού των διαφορετικών πιστευμάτων, οι ανυπόκριτα φιλόφρονες διαθέσεις και οι ευσεβείς ενωτικοί πόθοι δεν μας δίνουν το δικαίωμα να παρασιωπούμε ή να συσκοτίζουμε αυτή την πραγματικότητα.
Διασώζονται, βέβαια, και σήμερα στην παπική Δύση υπολείμματα της πατερικής παραδόσεως, κυρίως στον χώρο του μοναχισμού. Και αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί ταπεινοί μοναχοί ή απλοί πιστοί, που αφιερώνουν τη ζωή τους στην προσευχή και σε έργα αγάπης. Ωστόσο, τα όσα θετικά στοιχεία διατηρήθηκαν στη δυτική παράδοση, δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν τη διαστρέβλωση του Χριστιανισμού και τη μετάλλαξη της Εκκλησίας της Ρώμης σε κοσμικό κράτος με θεοκρατικό καθεστώς, μετάλλαξη που αναπόφευκτα επακολούθησε την εξέλιξη του παπικού θεσμού.
Παραδίδοντας το τεύχος τούτο στους αδελφούς μας, σε εποχή που ο συγκρητισμός και η εκκοσμίκευση έχουν ναρκώσει την εκκλησιαστική συνείδηση των περισσοτέρων από εμάς, ευχόμαστε να συναισθανθούμε όλοι το χρέος αλλά και να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη που έχουμε ως φύλακες και προασπιστές της Ορθοδοξίας. Αυτό το χρέος και αυτή τη δύναμη επισημαίνουν οι πατριάρχες της Ανατολής στην ιστορική Εγκύκλιό τους του 1848: «Παρ' ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού».
*Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο Ρωμαιοκαθολικισμός, επειδή είναι ιστορικά αθεμελίωτος και θεολογικά ανακριβής: Από τις αρχές του 2ου αι. η αδιαίρετη Μία Εκκλησία του Χριστού ονομάζεται, όπως την ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, Καθολική, επειδή κατέχει το καθ' όλου της πίστεως, δηλαδή την πληρότητα της αλήθειας. Επίσης, αφότου, το 330, η Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο όρος Ρωμαίος ή Ρωμηός δήλωνε κάθε ορθόδοξο πολίτη της, ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή του. Έτσι, Ρωμαιο-Καθολικοί κυριολεκτικά είναι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως Ρωμαίοι-Ρωμηοί, δηλαδή απόγονοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ως Καθολικοί, δηλαδή μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει να κατέχει το καθ' όλου της πίστεως. Απεναντίας, οι Παπικοί, μετά την κατάληψη του θρόνου της Ρώμης από τους Φράγκους (1009), δεν είναι Ρωμαίοι αλλά Φραγκολατίνοι. Και μετά την έκπτωσή τους από την καθολικότητα (δηλαδή την πληρότητα) της πίστεως, λόγω της αποδοχής σωρείας αιρετικών δοξασιών, δεν είναι Καθολικοί αλλά αιρετικοί. Μολαταύτα, μετά το οριστικό Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αυτούς τους όρους. Οι ορθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τον 19ο αι. γνώριζαν καλά ότι Ρωμαίος-Ρωμηός και Καθολικός σημαίνει Ορθόδοξος, γι' αυτό και τους αιρετικούς της Δύσεως τους ονόμαζαν Λατίνους, Παπιστές κ.ά. Η σύγχυση που παρατηρείται σήμερα στην ορολογία, δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αι., με την εμφάνιση του Οικουμενισμού.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Ο Παπισμός

ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

Η Εκκλησία, κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού της βίου, διατήρησε την ενότητά της σε Ανατολή και Δύση, παρ' όλους τους περιστασιακούς κλυδωνισμούς που δημιουργούσαν οι αιρέσεις, τα σχίσματα και οι ποικίλες διχοστασίες. Η απόσχιση της δυτικής Χριστιανοσύνης από τον κορμό της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, όπως αύτη οριστικοποιήθηκε το 1054, υπήρξε η τραγική κατάληξη μακραίωνων διεργασιών, στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης, σε τρία διαπλεκόμενα επίπεδα: α)το θεολογικό, β) το εκκλησιολογικό και γ) το πολιτικό.


Α'. Το θεολογικό. Τα σπέρματα της θεολογικής διαφοροποιήσεως της Δύσεως βρίσκονται στα συγγράμματα του ιερού Αυγουστίνου (354-420), επισκόπου Ιππώνος της Βόρειας Αφρικής. Ο ιερός Αυγουστίνος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα και τα έργα των Ελλήνων Πατέρων, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η θεολογία των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων (Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης κ.ά.). Έτσι, επηρεασμένος από τον Νεοπλατωνισμό και τις αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, διατύπωσε στα θεολογικά του έργα ορισμένες απόψεις, ξένες προς το βίωμα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, όπως, για παράδειγμα, την ταύτιση ουσίας και ενεργειών στον Θεό, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (Filioque) κ. ά.


Β'. Το εκκλησιολογικό. Η αρχαία Εκκλησία δεχόταν τιμητικά ως πρώτο στην τάξη, σε σχέση με τους άλλους επισκόπους, τον επίσκοπο της Ρώμης, καθώς η πόλη αυτή ήταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν έπαυε όμως ο πάπας, μέσα στα πλαίσια του συνοδικού θεσμού, να είναι ίσος με όλους τους άλλους επισκόπους (primus inter pares=πρώτος μεταξύ ίσων). Αργότερα, αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Ανατολή, η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) αναγνώρισε στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως «πρεσβεία τιμής» ίσα με εκείνου της Ρώμης.


Το επεκτατικό και συγκεντρωτικό πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, όμως, επηρέασε αρκετούς πάπες, οι οποίοι από νωρίς άρχισαν να εκλαμβάνουν το πρωτείο τιμής ως πρωτείο δυνάμεως και εξουσίας, παρεμβαίνοντας ποιμαντορικά σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και διεκδικώντας ηγεμονία σε όλη την Εκκλησία. Στους πρώτους αιώνες, ωστόσο, οι εξουσιαστικές αυτές φιλοδοξίες των παπών αποτελούσαν περιστασιακές παρεκτροπές και εξέφραζαν συνήθως προσωπικές αδυναμίες.


Γ'. Το πολιτικό. Από τα τέλη του 4ου αι. μέχρι και τον 6ο αι. διάφορα γερμανικά φύλα σε κατάσταση πρωτογο­νισμού (Φράγκοι, Γότθοι, Λογγοβάρδοι, Βάνδαλοι κ.ά.) πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τις ευημερούσες επαρχίες της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αιχμαλωτίζουν τους εγχώριους πληθυσμούς τους και αλλάζουν ριζικά την κοινωνικοπολιτιστική τους κατάσταση.


Οι βάρβαροι έποικοι -από τους οποίους πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Φράγκοι-, στην προσπάθειά τους να εκπολιτιστούν, ασπάζονται τον Χριστιανισμό, αναμειγνύοντάς τον, όμως, με ειδωλολατρικά στοιχεία. Μ' έναν τέτοιο προβληματικό Χριστιανισμό εισέρχονται και στην Ιερωσύνη, εκτοπίζοντας σταδιακά τους Ρωμαίους ιεράρχες από την εκκλησιαστική διοίκηση. Οι Φράγκοι αυτοί επίσκοποι ζουν όπως και οι λαϊκοί «ευγενείς» της εποχής τους (κόμητες, δούκες κ.ά.): Ασκούν κοσμική εξουσία, συμμετέχουν σε στρατιωτικές αποστολές, φορούν πολεμικές στολές κ.λπ. Να πώς περιγράφει ο άγιος Βονιφάτιος, σε επιστολή του προς τον πάπα Ζαχαρία, το 741, την εκκλησιαστική κατάσταση στη Γαλλική Ρωμανία, όπου είχαν επικρατήσει οι Φράγκοι επίσκοποι: «Η θρησκεία καταπα­τείται. Οι Φράγκοι επίσκοποι για ογδόντα χρόνια δεν έχουν συνέλθει σε σύνοδο ούτε και έχουν αρχιεπίσκοπο. Οι περισσότεροι επισκοπικοί θρόνοι δίνονται σε φιλάργυρους λαϊκούς ή μοιχούς κληρικούς, που συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με πλήρη πολεμική εξάρτυση, σφάζοντας αδιάκριτα με τα χέρια τους χριστιανούς και ειδωλολάτρες»1.
Μπροστά σ' αυτό το ζοφερό τοπίο, που δημιούργησε η βαρβαρική επέλαση, ο επίσκοπος της Ρώμης στέκεται, κατά κανόνα, στο ύψος της πνευματικής του αποστολής και αναλαμβάνει εθναρχικό ρόλο για την προστασία των υπόδουλων Ρωμαίων. Κάποιοι πάπες, όμως, για να ενισχύσουν τον θρόνο τους, ακολουθούν κοσμική τακτική. Προβάλλουν εμφαντικά την εκκλησιαστική τους αυθεντία, παρουσιάζουν ηγεμονικές τάσεις και περιβάλλονται πολιτικές εξουσίες. Το 754, μάλιστα, ο πάπας Στέφανος Β' αποδέχεται την πολιτική αυτονομία της Εκκλησίας της Ρώμης, που του προσφέρει ο βασιλιάς των Φράγκων Πιπίνος ο Βραχύς. Έτσι έχουμε την ίδρυση του πρώτου παπικού κράτους. Αργότερα, ο Νικόλαος Α' (858-867), ο πρώτος φραγκόφιλος Ρωμαίος πάπας, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την ανώτατη εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία. «Ο Νικόλαος θεωρεί τον εαυτό του αυτοκράτορα όλου του κόσμου», ομολογούσαν οι σύγχρονοί του.


Τον 8ο αι. ο βασιλιάς των Φράγκων Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος, 768-814) με τη δύναμη των όπλων ενώνει όλους σχεδόν τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και φιλοδοξεί να αναδείξει μια καινούργια αυτοκρατορία, διεκδικώντας το όνομα και την αίγλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Για τον σκοπό αυτό οργανώνει μεθοδευμένα τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως με μια στρατηγική που περιλαμβάνει τα εξής δύο σκέλη:


1) Απόρριψη της Ορθοδοξίας και δημιουργία ενός διαφορετικού Χριστιανισμού, που θα τονίζει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της νέας αυτοκρατορίας. Αυτός ο φράγκικος Χριστιανισμός, τον οποίο σχεδιάζουν οι σύμβουλοι του Καρλομάγνου, θεμελιώνεται σε θεολογικές διατυπώσεις του ιερού Αυγουστίνου και εκφράζεται με νέες μορφές και τύπους της εκκλησιαστικής πρακτικής: Βάπτισμα με ραντισμό, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, στέρηση των λαϊκών από την κοινωνία του Ποτηρίου, ξύρισμα των κληρικών κ.ά. Στα πλαίσια της αντορθόδοξης τακτικής, οι Φράγκοι επίσκοποι, το 794 (Σύνοδος της Φραγκφούρτης), καταδικάζουν τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787) για την τιμητική προσκύνηση των εικόνων και το 809 (Σύνοδος του Άαχεν), προσθέτουν στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν το πρώτο στάδιο του σχίσματος ανάμεσα στους Φράγκους κατακτητές και τους ορθόδοξους Ρωμηούς.


2) Ανθελληνική πολιτική, αφού ο Ελληνισμός αποτελούσε την ιστορική σάρκα της Ορθοδοξίας και συστατικό στοιχείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτιστικά μειονεκτικοί Φράγκοι, λοιπόν, αρχίζουν να συκοφαντούν τον ελληνικό πολιτισμό ως πολιτισμό πλάνης και να αποκαλούν τους Έλληνες Γραικούς, προσδίδοντας όμως στο αρχαίο αυτό όνομά τους χλευαστικό περιεχόμενο (γραικός = αιρετικός, απατεώνας).


Στη μεθοδευμένη επίθεση των Φράγκων, η Εκκλησία της Ρώμης αγωνίζεται να μείνει πιστή στην πρωτοχριστιανική παράδοση και την ελληνική της συνέχεια, διατηρώντας εκκλησιαστική κοινωνία με όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι, για παράδειγμα, το 816 ο πάπας Λέων Γ' αρνήθηκε την προσθήκη του Filioque και, για να διαφυλαχθεί αλώβητο το Σύμβολο της Πίστεως από τις φράγκικες παραποιήσεις, διέταξε να χαραχθεί το αυθεντικό κείμενο σε αργυρές πλάκες, που εντοιχίστηκαν στον ναό του Αγίου Πέτρου με την επιγραφή: «Αυτές εγώ, ο Λέων, τις τοποθέτησα από αγάπη και για διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως». Αργότερα, εκπρόσωποι του πάπα Ιωάννου Η' συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κων/πόλεως (879-880), η οποία για την Ορθοδοξία είναι η Η' Οικουμενική και στην οποία, υπό την προεδρία του πατριάρχου Κων/πόλεως αγίου Φωτίου του Μεγάλου, καταδικάστηκαν οι φράγκικες αιρέσεις για τις εικόνες και το Filioque.


Τον 10ο αι. οι Φράγκοι εντείνουν την πολεμική κατά των ορθοδόξων Ρωμαίων της Δύσεως, στοχεύοντας στην κατάληψη του παπικού θρόνου. Τελικά, το 1009 καταλαμβάνουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Ρώμης και ανεβάζουν στον θρόνο τον Φράγκο πάπα Σέργιο Δ', ο οποίος προσθέτει στο Σύμβολο της Πίστεως το αιρετικό Filioque. Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής απαντούν με τη διαγραφή του ονόματός του από τα Δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οπότε το Σχίσμα γίνεται πραγματικότητα.


Στις 16 Ιουλίου του 1054, ο επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπείας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε στην αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, τον αφορισμό της ανατολικής Χριστιανοσύνης. Με την πράξη του αυτή, η φράγκικη Χριστιανοσύνη οριστικοποιούσε τον χωρισμό της από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν η αρχή αλλά η επιβεβαίωση ενός σχίσματος που είχε καλοσχεδιαστεί 260 χρόνια νωρίτερα στην αυλή του Καρλομάγνου. ενός σχίσματος που «δεν έγινε μεταξύ δυτικών και ανατολικών Ρωμαίων», όπως πολλοί νομίζουν, «αλλά μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων» (καθηγ. π. Ιωάννης Ρωμανίδης).


ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ


Από τη στιγμή που το πρωτόθρονο Πατριαρχείο της Ρώμης αποκόπηκε από το σώμα του Χριστού, στερήθηκε πλέον τη θεία χάρη, με συνέπεια τη σταδιακή αποσύνθεσή του. Καθώς σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, «η Δυτική Εκκλησία έχασε την πνευματική της ελευθερία, έχασε τον στολισμό της, κλονίσθηκε από τα θεμέλιά της, στερήθηκε τον πλούτο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την παρουσία του Χριστού. Τελικά κατάντησε ένα σώμα βουβό, χωρίς πνεύμα και ψυχή». Γι' αυτό στους επόμενους αιώνες ακολουθεί έναν αλλοτριωτικό κατήφορο δίχως ελπίδα επιστροφής, οδηγώντας τον άνθρωπο της Δύσεως στην απογοήτευση, το υπαρξιακό κενό και το αδιέξοδο.


Α'. Λίγα μόλις χρόνια μετά το Σχίσμα, το 1075, ο πάπας Γρηγόριος Ζ' προβάλλει -στις περίφημες Παπικές Υπα­γορεύσεις του- τις αξιώσεις του παπικού θρόνου για την απόλυτη κυριαρχία του κόσμου:


«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Ο πάπας είναι ο απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας. Διορίζει και καθαιρεί επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Οι αντιπρόσωποί του είναι ανώτεροι από τους επισκόπους. Μόνο αυτός χρησιμοποιεί τα αυτοκρατορικά διάσημα. Οι πρίγκιπες οφείλουν να του φιλούν τα πόδια. Έχει το δικαίωμα να καθαιρεί τους αυτοκράτορες. Χωρίς τη δική του έγκριση κανένα βιβλίο δεν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δεν ακυρώνονται από κανέναν αυτός μόνος μπορεί να ακυρώνει τις αποφάσεις όλων των άλλων. Ο πάπας δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν. Η αγιότητά του είναι εξασφαλισμένη χάρη στις αρετές του αγίου Πέτρου. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν σφάλλει ποτέ, ούτε και πρόκειται ποτέ να σφάλει2.


Μ' αυτές τις θέσεις του πάπα Γρηγορίου Ζ' αρχίζουν οι σκληροί αγώνες της «Εκκλησίας» της Ρώμης για τη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική επιβολή της στους χριστιανικούς λαούς της Δύσεως (αγώνας περί περιβολής), που διαρκούν 200 περίπου χρόνια. Τελικά, ο πάπας συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία -πνευματική, πολιτική, νομοθετική, δικαστική. Είναι η πρώτη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη.


Β'. Το 1095 ο πάπας Ουρβανός Β', με το σύνθημα «Το θέ­λει ο Θεός», ξεσήκωσε ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη σε ιερό πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Πρόκειται για τις Σταυροφορίες, τις οποίες η Ανατολή έζησε εφιαλτικά ως βαρβαρικές επιδρομές (βλ. παρακάτω, ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ).


Γ'. Τον 12ο και τον 13ο αι. η Λατινική «Εκκλησία» ιδρύει στα μοναστήρια των μεγάλων πόλεων ειδικές σχολές, όπου διδάσκεται η σχολαστική θεολογία. Οι σχολαστικοί θεολόγοι παραθεωρούν την αποκαλυπτική και εμπειρική πίστη της Εκκλησίας, στηρίζονται στην αριστοτελική φιλοσοφία και προσπαθούν να διερευνήσουν τα μυστήρια του Θεού με την ανθρώπινη λογική και τον στοχασμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πίστη σ' έναν διαστρεβλωμένο, φανταστικό θεό, τον οποίο ο άνθρωπος της Δύσεως καλείται να προσεγγίσει με τις νοητικές του ικανότητες. Έτσι, η χριστιανική πίστη από βιωματική σχέση με τον Θεό ξεπέφτει σ' ένα αφηρημένο μεταφυσικό ιδεολόγημα, το οποίο η «Εκκλησία»-κράτος αναλαμβάνει να περιβάλει με την αυθεντία της και να προστατεύσει ή και να επιβάλει με την εξουσία της. Τελικά, με τον σχολαστικισμό, η Δύση απομακρύνεται οριστικά από τη γνησιότητα του εκκλησιαστικού βίου, και στον πολιτισμό της υπερισχύουν η νοησιαρχία, ο ορθολογισμός και ο ατομοκεντρισμός. Έχει εύστοχα επισημανθεί ότι «ο δυτικός Χριστιανισμός δεν είναι η Εκκλησία του Θεού Λόγου αλλά η θρησκεία του ορθού λόγου» (π. Μιχαήλ Καρδαμάκης).


Δ'. Τον 13ο αι. διατυπώνεται από τους σχολαστικούς θεολόγους το αξίωμα ότι η εκκλησιαστική ηγεσία είναι αλάθητη. Την ίδια εποχή (1233) ο πάπας Γρηγόριος Θ' ιδρύει τον θεσμό της Ιεράς Εξετάσεως, για την οργανωμένη καταδίωξη και εξουδετέρωση όσων αμφισβητούν την παπική αυθεντία. Ένας μηχανισμός τρόμου και φρίκης απλώνεται σταδιακά σ' όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα η εξουσία του κλήρου ενισχύεται, ενώ ο λαός παραγκωνίζεται και βυθίζεται στην αμάθεια (κληρικαλισμός).


Ε'. Η βαθιά εκκοσμίκευση της Δυτικής «Εκκλησίας» κλόνισε την πίστη μυριάδων Χριστιανών και δημιούργησε κύματα αντιδράσεων. Το εμπόριο του πάπα με τα συγχωροχάρτια έδωσε την αφορμή, το 1517, να ξεσπάσει σαν ηφαίστειο η απαίτηση για αλλαγή. Ο μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος ηγήθηκε ενός πολυπληθούς κινήματος, της Μεταρρυθμίσεως, που αποσχίστηκε από την Παπική «Εκκλησία». Οι αποσχισθέντες ονομάστηκαν Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες). Σύντομα σχηματίστηκαν και άλλες παρόμοιες προτεσταντικές ομάδες. Μεταξύ Παπικών και Διαμαρτυρομένων δημιουργήθηκε αγεφύρωτο μίσος, με συγκρούσεις, πολέμους και εγκλήματα. Στη Γαλλία, τη φοβερή Νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου (23 προς 24 Αυγούστου 1572), οι Παπικοί έσφαξαν χιλιάδες Προτεστάντες. Αποκορύφωμα των θρησκευτικών πολέμων υπήρξε ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648), ο οποίος συντάραξε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.


ΣΤ'. Στο πέρασμα των αιώνων, οι λαοί της Ευρώπης έζησαν στο πρόσωπο του Παπισμού έναν Χριστιανισμό που δεν ελευθερώνει την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά την καταδυναστεύει. Γι' αυτό σύντομα οδηγήθηκαν στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Η Αναγέννηση αρχικά (14ος-16ος αι.) και ο Διαφωτισμός αργότερα (18ος αι.) απορρίπτουν τον φράγκικο θεό, διατηρούν όμως τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του Παπισμού και διακηρύσσουν την αυτοθεοποίηση του ανθρώπου. Τον 19ο αι. ακούγεται πλέον καθαρά το κήρυγμα του θανάτου του Θεού από τον Νίτσε και τους διαδόχους του: «Ο Θεός πέθανε, η πίστη στον χριστιανικό Θεό δεν είναι πια πιστευτή...». Έχει σωστά επισημανθεί από πολλούς ότι όλα τα σύγχρονα αθεϊστικά συστήματα της Δύσεως -φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτικά- είναι καρποί της σχολαστικής μεταφυσικής και του παπικού ολοκληρωτισμού.


Ζ'. Τους δύο τελευταίους αιώνες η Ρώμη, αντί να διδα­χθεί από τα λάθη του παρελθόντος, σκληραίνει περισσότερο τη στάση της.


Η Α' Βατικανή Σύνοδος (1870) επιβάλλει ως απαράβατο δόγμα πίστεως το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του πάπα. Πρόκειται για την τελειωτική πτώση της Δυτικής «Εκκλησίας». Ο Χριστός, η μόνη αλάθητη Κεφαλή της Εκκλησίας, εξορίζεται από τη γη, και τη θέση Του καταλαμβάνει ο ειδωλοποιημένος ποντίφηκας της Ρώμης! Στη διαμαρτυρία καρδιναλίου για την αντιπαραδοσιακότητα του νέου δόγματος, ο πάπας Πίος Θ' αντιτάσσει τον παροιμιώδη του λόγο: «Η παράδοση είμαι εγώ»! Από τους Λατίνους που διαφωνούν με τη δογματοποίηση του παπικού απολυταρχισμού, μια σημαντική μερίδα αποσχίζεται και δημιουργεί την «Παλαιοκαθολική Εκκλησία».


Η Β' Βατικανή Σύνοδος (1962-1965), παρόλο που επαγγέλλεται την ανακαίνιση, διατηρεί το αλάθητο του πάπα και το επεκτείνει σε όλες τις αποφάσεις του. Ταυτόχρονα, η ίδια Σύνοδος καλεί τους Χριστιανούς όλων των δογμάτων σε παγχριστιανική ενότητα με κέντρο, όμως, τη Ρώμη και αρχηγό τον πάπα (ρωμαιοκεντρικός/παποκεντρικός οικουμενισμός).


Η'. Στα τέλη του 20ού αι. μια πρωτόγνωρη αποδιοργανωτική κρίση ξεσπάει στους κόλπους της Παπικής «Εκκλησίας». «Περιμέναμε μετά τη (Β' Βατικανή) Σύνοδο», δήλωνε ο πάπας Παύλος ΣΤ', «να ξημερώσει μια μέρα ηλιόλουστη για την Εκκλησία. Βρεθήκαμε, όμως, μέσα στη χειρότερη καταιγίδα»3.


Επιφανείς παπικοί θεολόγοι εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους στο παπικό αλάθητο. Χιλιάδες κληρικοί, ανάμεσά τους και στελέχη του Βατικανού, εγκαταλείπουν την Ιερωσύνη, πολλοί απ' αυτούς και την πίστη. Οι μοναχικές και ιερατικές κλίσεις γνωρίζουν φοβερή μείωση. Στο Βέλγιο μόνο, κατά το διάστημα 1995-2007, δεν χειροτονήθηκε ούτε ένας ιερέας!4 Σε εκκλησιαστικές σχολές, ακόμα και σε παπικά μοναστήρια, για να ξεπεραστούν τα υπαρξιακά αδιέξοδα που δημιουργούν ο ηθικισμός και η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, εισάγονται ο υπερβατικός διαλογισμός και η ψυχανάλυση.


Αλλά και το παπικό ποίμνιο οδηγείται ραγδαία στον θρησκευτικό αποχρωματισμό και γνωρίζει μια τρομακτική ηθική κρίση. Οι παπικοί ναοί που κλείνουν ή εκποιούνται, το Ισλάμ και οι ανατολικές θρησκείες που κατακτούν έδαφος, η παραθρησκεία και ο σατανισμός που αυξάνουν τους οπαδούς τους κ.ά.π. μαρτυρούν τη δυσχερή θέση της Λατινικής «Εκκλησίας».


Θ'. Τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνει ο αριθμός των Δυτικών που αναζητούν τη γνησιότητα της χριστιανικής ζωής στην Ορθοδοξία. Το ενδιαφέρον για την πατερική θεολογία, την ορθόδοξη λειτουργική ζωή, τον ανατολικό μοναχισμό κ.ά.π., αλλά και οι μεταστροφές στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι γεγονότα σημαντικά. Ωστόσο, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί του Βατικανού, έχοντας πια σκληρυνθεί, δεν φαίνονται πρόθυμοι να αρνηθούν το παρελθόν τους.


Το 2005 ο φιλορθόδοξος καθηγητής Ιωσήφ Ράτσιγκερ ανέβηκε στον θρόνο της Ρώμης ως πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ', αναπτερώνοντας τις ελπίδες όσων προσδοκούσαν την ανανέωση της Δυτικής «Εκκλησίας». Σύντομα, όμως, οι σκληροπυρηνικές ενέργειες και δηλώσεις του νέου πάπα φανέρωσαν την αποκοπή του από τον βαθύτερο εαυτό του και την αδυναμία του ν' αντιληφθεί τις απαιτήσεις των καιρών. Δυστυχώς, κάθε πάπας είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί την «αλάθητη» πορεία των προκατόχων του και να συμμορφώνεται με τα θελήματα της πανίσχυρης Παπικής Αυλής (Romano Curia), η οποία επίσης κατέχει και επιβάλλει το δικό της «αλάθητο».

(συνεχίζεται)
Υάκινθος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου